Πριν από λίγες ημέρες ο επικεφαλής του κόμματος ‘ΜΕΡΑ 25’ Γιάνης Βαρουφάκης, δέχθηκε επίθεση στην περιοχή των Εξαρχείων από ομάδα αγνώστων και κατά τα φαινόμενα, αναρχικών.
Σε αυτό το πλαίσιο, δύναται να αναφέρουμε (και ως υπόθεση εργασίας), πως τα άτομα που άσκησαν σωματική βία κατά του άλλοτε υπουργού Οικονομικών της συγκυβέρνησης Συνασπισμού της Ριζοσπαστικής Αριστεράς-Ανεξαρτήτων Ελλήνων, [1] διευκολύνθηκαν πολιτικά και συναισθηματικά να πράξουν κάτι τέτοιο λόγω του έντονου κοινωνικού κλίματος οργής, αγανάκτησης έως και μνησικακίας που επικρατεί εντός της κοινωνίας. Μετά από το πολύνεκρο σιδηροδρομικό δυστύχημα στην Κοιλάδα των Τεμπών.
Και που εντοπίζουμε τη διευκόλυνση; Την εντοπίζουμε στο γεγονός πως πέραν κάποιων σκόρπιων αναφορών στο πολιτικό παρελθόν του Γιάνη Βαρουφάκη, εξέλιπε σε σημαντικό βαθμό η ύπαρξη της λεκτικής βίας ως προπομπού αυτού που θα επακολουθήσει. Δηλαδή, της σωματικής βίας.
Σε αυτή την περίπτωση, οι δράστες της απολύτως και ανοιχτά καταδικαστέας επίθεσης, πολιτικά, αξιακά και ηθικά, προχώρησαν απευθείας στην άσκηση σωματικής, ή αλλιώς, πολιτικής βίας κατά του Γιάνη Βαρουφάκη, προξενώντας του πολλά τραύματα, κάτι που αποδεικνύει την σφοδρότητα των χτυπημάτων που δέχθηκε, το συναισθηματικό μίσος που διακατείχε τους δράστες και εκφράσθηκε με αυτόν τον βίαιο τρόπο.
Στη βία κατά του Γιάνη Βαρουφάκη, που κατά την τυπολογική προσέγγιση της Della Porta, είναι «μη εξειδικευμένη, μη οργανωμένη»[2] βία υψηλού και όχι χαμηλού όμως βαθμού, ενεγράφη η έννοια της «απομυστικοποίησης»,[3] για να παραπέμψουμε στην ανάλυση του Jean-Pierre Dupuy. Και τι σημαίνει κάτι τέτοιο;
Σημαίνει πως όσο περισσότερο τα άτομα ή οι δράστες χτυπούσαν τον Γιάνη Βαρουφάκη, τόσο περισσότερο εκδήλωναν την σχεδόν θεολογικού-δογματικού τύπου ‘βεβαιότητα’ τους πως με αυτόν τον τρόπο, τον φανερώνουν ‘ενώπιον όλων’: ‘Εδώ, στα Εξάρχεια, στην περιοχή μας που όλοι οι πολιτικοί θέλετε να απαλλοτριώσετε χάριν συμφερόντων, τρως το ξύλο που σου αξίζει και γίνεσαι περίγελος όλων. Των κατοίκων της περιοχής.’
Παράλληλα, οι δράστες της επίθεσης και κυρίως οι πλέον μικροί σε ηλικία, θεώρησαν πως ασκώντας βία (εκ των προτέρων, έχει εκλείψει οποιαδήποτε πολιτική ή ιδεολογική διάκριση μεταξύ κομμάτων και πολιτικών, εφόσον ‘όλοι είναι ίδιοι’/’Οι ίδιοι απατεώνες’), κατά του Γιάνη Βαρουφάκη, εκδικούνται συμβολικά τους νεκρούς επιβάτες των Τεμπών (‘μία μπουνιά για κάθε νεκρό επιβάτη που δεν πρόλαβε να ζήσει γιατί δεν του το επιτρέψατε’), σε ένα λεπτό σημείο όπου διακρίνουμε την ύπαρξη ενός παράδοξου.
Και ποιο μπορεί να είναι αυτό το παράδοξο; Είναι το ότι οι δράστες αυτής της βίαιης επίθεσης στον επικεφαλής του ‘ΜΕΡΑ 25,’ φώναζαν στον ίδιο πως έχει ψηφίσει μνημόνια. Πέραν του γεγονότος πως είναι ψευδές κάτι τέτοιο (ο Γιάνης Βαρουφάκης αποχώρησε από την τότε συγκυβέρνηση την 6η Ιουλίου του 1015, μία ημέρα μετά το δημοψήφισμα),[4] αυτή η αναφορά σε συνδυασμό με την άσκηση βίας, στόχευε στο να «απομαρξιστικοποιηθεί»,[5] για να παραφράσουμε ελαφρά τον Pierre-Andre Taguieff, o Βαρουφάκης, εκεί όπου ο ίδιος δεν είναι ‘τίποτε περισσότερο’ από έναν απλό, συμβατικό πολιτικό όπως ‘όλοι οι άλλοι που ψήφισαν και στήριξαν μνημόνια: ‘Δεν είσαι ούτε Μαρξιστής, ούτε κομμουνιστής και δεν δικαιούσαι αυτούς τους τίτλους.’
Με άλλα λόγια, διαμέσου του δίπολου λεκτική αναφορά-ασκούμενη βία, οι δράστες επιδιώκουν να θέσουν τον Γιάνη Βαρουφάκη εκτός κομμουνιστικής Αριστεράς, συμβολικά και πολιτικά.
Η ομόθυμη και πολύ ορθή καταδίκη της βίαιης επίθεσης κατά του Γιάνη Βαρουφάκη από τα κοινοβουλευτικά κόμματα,[6] αφενός μεν αποτέλεσε κίνηση υπεράσπισης της Μεταπολιτευτικής Δημοκρατίας και των αξιών της, απέναντι και σε νεο-αναρχικές φαντασιώσεις βίαιης ανατροπής της, και, αφετέρου δε, συνετέλεσε στο να αποτραπεί εν τοις πράγμασι το ενδεχόμενο πραγματοποίησης διαδηλώσεων συμπαράστασης στους ήδη συλληφθέντες.
[1] Μία από τις πλέον εμβριθείς επιστημονικές μελέτης της πολιτικοϊδεολογικής σύγκλισης μεταξύ του ΣΥΡΙΖΑ και των Ανεξαρτήτων Ελλήνων, σύγκλιση που εκφράσθηκε σε κυβερνητικό επίπεδο, έχοντας πρώτα δοκιμασθεί στο κοινοβουλευτικό (άτυπη συμμαχία για την μη εκλογή του Σταύρου Δήμα στη θέση του Προέδρου της Δημοκρατίας τον Δεκέμβριο του 2014), έχει καταθέσει ο καθηγητής στο τμήμα Πολιτικών Επιστημών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Ανδρέας Πανταζόπουλος. Που εν προκειμένω, χρησιμοποιώντας το αναλυτικό ‘εργαλείο’ του λαϊκισμού με τον τρόπο που το πράττει ο Γάλλος φιλόσοφος των ιδεών Pierre-Andre Taguieff, ονομάζει αυτή την σύγκλιση ως εθνικολαϊκιστική σύγκλιση. Ίσως ο Ανδρέας Πανταζόπουλος δεν είναι ο εμπνευστής του συγκεκριμένου όρου που περιγράφει και αυτή καθαυτή την σύγκλιση των άλλοτε αντι-μνημονιακών κομμάτων, και τα χαρακτηριστικά της. Όμως, δεν παύει να εκ των πολιτικών επιστημόνων που προσέδωσαν στον συγκεκριμένο όρο ένα βαθύ πολιτικό περιεχόμενο, και μάλιστα σε μία εποχή πως η πολιτική κυριαρχία του ΣΥΡΙΖΑ θα αμφισβητηθεί άμεσα (το βιβλίο εκδόθηκε το 2016, έναν χρόνο μετά τη διπλή εκλογική νίκη του κόμματος/Ο Ανδρέας Πανταζόπουλος καθίσταται υπέρμαχος της άμεσης και ενίοτε σκληρής πολιτικής αντιπαράθεσης με τις διάφορες εκδοχές του λαϊκισμού), που διέκρινε το πως συνέκλιναν οι επικλήσεις του ΄λαού’, αν και τα δύο κόμματα εκκινούσαν από διαφορετικές πολιτικοϊδεολογικές αφετηρίες (για τον Αλέξη Τσίπρα και στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, ο ‘λαός είναι το μόνο υποκείμενο της αλλαγής σε συνθήκες κρίσης,’ ενώ για τον Πάνο Καμμένο, ο ‘ελληνικός λαός είναι αυτός που θα δώσει δύναμη στους πολιτικούς των δύο κομμάτων, εξουσιοδοτώντας τους να ‘τελειώνουν μία και καλή με το παλαιό’), τα πολλαπλά νοήματα που παρήχθησαν και χρησιμοποιούνταν (να ένα πολύ ενδιαφέρον στοιχείο), και κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων με την τρόικα το 2015, το πως εξελίχθηκε και που κατέληξε η ‘διαπαιδαγώγηση’ ενός πολύ σημαντικού τμήματος του στελεχιακού δυναμικού των δύο κομμάτων, πάνω σε λαϊκιστικά μοτίβα (ιδίως του ΣΥΡΙΖΑ). Είναι πολύ ενδιαφέρον θεωρητικά το πως δύο διαφορετικές εκδοχές λαϊκισμού και λαϊκιστικών αφηγήσεων, συνέκλιναν, δίχως ο Πάνος Καμμένος να αποτελεί τον ενδιάμεσο και τον διαμεσολαβητή, αν και πάντα φαντάζονταν τον εαυτό του σε ρόλο ρυθμιστή και συμμέτοχου σε ένα ‘παλλαϊκό μέτωπο,’ όντας κάτι μεταξύ Ναπολέοντα Ζέρβα και στρατηγού Ντε Γκολ, μέσω του συνθηματολογικού ‘Venceremos’ (‘θα νικήσουμε’ στα Ισπανικά) που ακούγονταν στις εκλογικές ομιλίες του Αλέξη Τσίπρα στην προεκλογική περίοδο προ των πρώτων βουλευτικών εκλογών του 2015. Συνεκδοχικά, το ‘Venceremos’ εμπεριείχε τόσο στοιχεία ‘δικαίωσης’ των προταγμάτων της ανολοκλήρωτης, ήτοι της ηττημένης Ισπανικής επανάστασης του 1936-1939, όσο και πολιτικά-μνημονικά ‘ίχνη’ της εν Ελλάδι δεκαετίας του 1940, με το ΕΑΜ (‘η διαρκή αντίστασης στον υπέρτερο εχθρό ως προϋπόθεση για τη διαμόρφωση ενός νέου κομμουνιστικού κόσμου’), και τον ΕΛΑΣ: Η εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί την αναδρομική ‘δικαίωση’ της ‘αντίστασης και των αγωνιστών της’, οι οποίοι ‘κρατώντας στα χέρια τους της καμπάνας το σκοινί’, όπως γράφει ο Γιάννης Ρίτσος στη ‘Ρωμιοσύνη,’ ‘ήρθε η ώρα να σημάνουν την Ανάσταση’ μέσω των ‘πολιτικών παιδιών τους.’ Βλέπε σχετικά, Πανταζόπουλος, Ανδρέας., ‘Ο Αριστερός εθνικολαϊκισμός. Από την Αντιπολίτευση στην εξουσία,’ Επιμέλεια: Ασημακοπούλου Δήμητρα, Εκδόσεις Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη, 2016.
[2] Βλέπε σχετικά, Della Porta, D., ‘Social Movements, Political Violence and the state. A comparative analysis of Italy and Germany,’ Cambridge University Press, 2006. Γιατί όμως χαρακτηρίσαμε την βία που δέχθηκε ο Γιάνης Βαρουφάκης ως «μη οργανωμένη»; Σπεύδουμε να απαντήσουμε. Γιατί, προκειμένου να ελαχιστοποιηθεί το ενδεχόμενο άμεσης αντίδρασης των αστυνομικών δυνάμεων που βρίσκονταν στην περιοχή των Εξαρχείων, είναι κάτι παραπάνω από πιθανό η επίθεση κατά του Γιάνη Βαρουφάκη να μην σχεδιάστηκε ημέρες πριν, αλλά, να προέκυψε ως πολύ πιθανό ενδεχόμενο (κάτι που τελικά συνέβη), μόλις έγινε αντιληπτή η παρουσία του στην περιοχή των Εξαρχείων και σε ένα συγκεκριμένο εστιατόριο στο οποίο δειπνούσε παρουσία της συζύγου του και μελών του κόμματος του.
[3] Βλέπε σχετικά, Dupuy, Jean-Pierre., ‘John Rawls et l’ instabilite de tout modele de la justice sociale,’ Cahiers du CREA, Τεύχος 4, Σεπτέμβριος 1984, σελ. 38-45.
[4] Πέραν όλων των άλλων, μεταβαίνουμε και αρκετά πίσω χρονικά, καθώς έχουν παρέλθει περίπου 8 χρόνια από τα γεγονότα εκείνης της περιόδου. Τα οποία όμως, λόγω του ισχυρού κοινωνικού-πολιτικού αντίκτυπου που απέκτησαν, αποδεικνύεται πως εξακολουθούν να συμβάλλουν στη διαμόρφωση και ανα-διαμόρφωση πολιτικών ταυτοτήτων, στην παραγωγή διχαστικού λόγου, στην κατασκευή των κάθε φορά ‘κατάλληλων εχθρών,’ στην υιοθέτηση της πολιτικής βίας (η πολιτική βία εξυμνείται από διάφορες νεο-αναρχικές συλλογικότητες), ως ‘εργαλείου τιμωρίας’ των πολιτικών αντιπάλων και ‘εχθρών.’
[5] Βλέπε σχετικά, Taguieff, Andre-Pierre., ‘Ο λαϊκισμός και η πολιτική επιστήμη. Από την εννοιολογική πλάνη στα πραγματικά προβλήματα,’ Μετάφραση: Μπαλαμπανίδης Γιάννης, Περιοδικό ‘Νέα Εστία,’ Τόμος 164ος, Τεύχος 1816, Νοέμβριος 2008, σελ. 839. Έχοντας κατά νου τις σημαντικές θεωρητικές επεξεργασίες του Taguieff περί λαϊκισμού, οι Αλέξης Τσίπρας, Πάνος Καμμένος και Γιάνης Βαρουφάκης συνέκλιναν, την περίοδο του δημοψηφίσματος του Ιουλίου του 2015, πάνω στο λαϊκιστικό ιδεώδες του «υπερδημοκρατισμού», θεωρώντας το δημοψήφισμα και την προσφυγή στον ‘πάντα κυρίαρχο λαό’ ως τον μόνο τρόπο για να ‘πάρει τις απαντήσεις που πρέπει το ευρωπαϊκό διευθυντήριο.’ Ως τον μόνο τρόπο για να ‘αλλάξει πορεία η χώρα.’ Η εθνικολαϊκιστική συγκυβέρνηση παρήγαγε και το δικό της πολιτικό λεξιλόγιο.
[6] Είναι η πρώτη φορά μετά από αρκετά χρόνια, που μία κυβέρνηση έχει να διαχειρισθεί την υφιστάμενη κοινωνική πίεση που προκαλείται από την πραγματοποίηση συνεχόμενων (κινηματικός ‘κύκλος’) κινητοποιήσεων διαμαρτυρίας. Κάτι παρόμοιο είχε συμβεί το 2016, επί συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-Ανεξαρτήτων Ελλήνων (το περιώνυμο ‘κίνημα της γραβάτας,’ που μόνο τέτοιο δεν ήταν/Δεν χρειάζεται όμως να μακρηγορήσουμε επ’ αυτού). Η υπερψήφιση του τρίτου μνημονίου, λίγο μετά το δημοψήφισμα του Ιουλίου του 2015, προκάλεσε τέτοιο πολιτικό και ψυχο-συναισθηματικό ‘σοκ’ (αρνητική έκπληξη) σε πολλούς, ώστε δεν χρειάστηκε εκείνη την περίοδο (Αύγουστος του 2015), ή και λίγο αργότερα, να παρεμβληθούν αντι-κυβερνητικές κινητοποιήσεις διαμαρτυρίας για να μορφοποιηθεί αρκετά γρήγορα πολιτικά (μετά τις βουλευτικές εκλογές του Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους) και να αποκτήσει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά το ‘Όχι’ εναντίον του ΣΥΡΙΖΑ. Ένας σημαντικός παράγοντας που βοήθησε σε αυτή την μορφοποίηση, ήταν η εκκίνηση της εφαρμογής των προβλέψεων του τρίτου μνημονίου.