Πριν από λίγες ημέρες, ο γνωστός τραγουδοποιός Διονύσης Σαββόπουλος προχώρησε σε μία δήλωση υποστήριξης προς το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας και προσωπικά προς τον πρωθυπουργό, δηλώνοντας πως επιθυμεί να είναι η Νέα Δημοκρατία το κόμμα που θα λάβει την αυτοδυναμία και κατ’ επέκταση, το δικαίωμα σχηματισμού κυβέρνησης.
Και όμως, αυτή η δήλωση του αποτέλεσε την αφορμή για την πραγματοποίηση λεκτικών επιθέσεων εις βάρος του από στελέχη του κόμματος του Συνασπισμού της Ριζοσπαστικής Αριστεράς-Προοδευτικής Συμμαχίας, που εν προκειμένω αξιοποίησαν την έντονη ψηφιακή τους παρουσία (Έλενα Ακρίτα, Παύλος Πολάκης), για να επιτεθούν με σκαιό και χυδαίο τρόπο εις βάρος του Διονύση Σαββόπουλου.
Την αρχή των λεκτικών-γλωσσικών επιθέσεων που με διαφορετικό τρόπο κατευθύνθηκαν προς το ίδιο πρόσωπο (Διονύσης Σαββόπουλος), δεν την έκανε ο υποψήφιος βουλευτής Χανίων Παύλος Πολάκης που μετά την φασιστικής έμπνευσης λίστα προγραφών που είχε συντάξει είχε περιορίσει κατά τι την δημόσια παρουσία του, έχοντας επικεντρωθεί στην πραγματοποίηση της προεκλογικής του εκστρατείας.
Όμως, ήσαν αυτός που έλαβε την γλωσσική ‘σκυτάλη’ από όλους όσοι προηγήθηκαν, συγκροτώντας ένα λαϊκιστικό αφήγημα εντός του οποίου ο Διονύσης Σαββόπουλος είναι οτιδήποτε άλλο εκτός από αξιοπρεπή άνθρωπος, δημιουργικός καλλιτέχνης και ακόμη, πολίτης, στο εγκάρσιο σημείο όπου, «οι δυο ροές βλεμμάτων, από τα μέσα προς τα έξω (Μητσοτάκης προς Σαββόπουλο) και από τα έξω προς τα μέσα (Σαββόπουλος προς Μητσοτάκη και Νέα Δημοκρατία» διασταυρώνονται, για να παραπέμψουμε στην περί λαϊκισμού ανάλυση του Θωμά Σιώμου,[1] παράγοντας τον τύπο του ‘μισάνθρωπου.’
Στο φαντασιακό Πολάκη, ‘εάν αναποδογυρίσεις τον Σαββόπουλο θα αντικρίσεις τον Μητσοτάκη και εάν αναποδογυρίσεις τον Μητσοτάκη θα δεις τον υμνητή του Σαββόπουλο,’ ή αλλιώς, στην λαϊκιστική Πολακική ιδιόλεκτο, τον ‘γλύφτη’ Σαββόπουλο.
Εάν στραφούμε στην τυπολογική και περί νοσταλγίας προσέγγιση της Μπόιμ, τότε θα επισημάνουμε πως ο υποψήφιος βουλευτής Χανίων του ΣΥΡΙΖΑ, επενδύει συμβολικούς, γλωσσικούς και πολιτικούς πόρους προς την κατεύθυνση εκείνης της μορφής νοσταλγίας που αποκαλείται ως «αποκαταστασιακή»[2] και σχετίζεται με την διακίνηση θεωριών συνωμοσίας. Ή αλλιώς, συνωμοσιολογικών αφηγήσεων που διαρκούν.
Όπως τονίζουν οι Αφουξενίδης, Καβουλάκος, Πετρίδης και Πέτρου, «σε αυτή την νοσταλγία υπάρχουν πάντοτε κάποιοι που συνωμοτούν «εναντίον μας», ενάντια στην επιστροφή σε ένα ένδοξο μέλλον».[3]
Έτσι λοιπόν, εντάσσοντας την Φεϊσμπουκική αφήγηση Πολάκη μέσα σε αυτό το ‘ρεύμα’ νοσταλγίας, θα επισημάνουμε πως ο Διονύσης Σαββόπουλος είναι αυτό που επιστρέφει από το ‘μακρινό’ και για την ακρίβεια από το ‘πολύ μακρινό παρελθόν’ (ας δούμε πως λειτουργεί η συνωμοσία: ‘Μα καλά ποιοι τον ξέθαψαν αυτό; Είναι μήπως τυχαίο που ο Σαββόπουλος παρενέβη τώρα που βρισκόμαστε προς το τέλος της προεκλογικής εκστρατείας για να στηρίξει το ‘Μητσοτακέικο’; ), για να στραφεί «εναντίον μας», εναντίον του κόμματος που διεξαγάγει έναν ‘ωραίο αγώνα,’ εναντίον του ίδιο του πολιτικού παρελθόντος (‘ας μαζέψει κάποιος τον γέρο’), και επίσης, «ενάντια στην επιστροφή σε ένα ένδοξο μέλλον» το οποίο το εγγυάται μόνο η εκλογική νίκη ΣΥΡΙΖΑ και ο ‘καταποντισμός’ της Νέας Δημοκρατίας.
Οπότε, εκφράζοντας την υποστήριξη του προς την Νέα Δημοκρατία και προς τον Κυριάκο Μητσοτάκη, ο Διονύσης Σαββόπουλος, για τον Κρητικό πολιτικό, δεν επιθυμεί παρά την ‘παραμονή στο βούρκο και στα σ…τα’, με το ζητούμενο σε αυτή την περίπτωση, να καθίσταται το να μην ξαναμιλήσει ‘για πολλούς μήνες.’ Ή ακόμη, και για έναν και δύο χρόνια.
Άλλωστε, οι λεκτικές επιθέσεις και οι ύβρεις Πολάκη που συμπεριφέρεται σαν «ταυρομάχος στην αρένα», όπως γράφει ο Ισπανός ποιητής Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα στην ποιητική του συλλογή ‘Θρήνος για τον Ιγνάθιο Σάντσεθ Μεχίας,’ αποσκοπούν σε αυτό ακριβώς: Δηλαδή, στο να δεχθεί εκ των προτέρων το πρόσωπο που δέχεται την επίθεση, σε καθεστώς εκούσιας σιωπή. Μόνο έτσι μπορεί να διαφανεί η ‘δύναμη’ του Πολακισμού και η ‘ικανότητα’ του να διαμορφώνει κατά πως θέλει την δημόσια σφαίρα.
Αφού θεώρησε πως τελείωσε με ένα ‘κακέκτυπο του παλαιού εαυτού,’ ο Πολάκης επέστρεψε στους ρυθμούς της προεκλογικής του εκστρατείας, προειδοποιώντας για την επόμενη ‘εκστρατεία’ κατά όπου δεν ευθυγραμμίζεται με τα θέλω του.
Ο Πέτρος Τατσόπουλος[4] με την ώριμη και ψύχραιμη ματιά του, έσπευσε να αποκαταστήσει την συμβολική τάξη (από κοινού με τον συγγραφέα Χρήστο Χωμενίδη), και μαζί με την τάξη, το όνομα και το κύρος του Διονύση Σαββόπουλου, ο οποίος ‘τόλμησε’ να προφέρει το ‘απαγορευμένο’ όνομα εντός του Συριζαϊκού ‘ιερατείου’: Το όνομα ‘Μητσοτάκης.’[5]
Ο οποίος ‘τόλμησε’ να λάβει θέση. Αντίθετα, καλλιτέχνες που υποστηρίζουν με διάφορους τρόπους τον ΣΥΡΙΖΑ, εξυμνούνται ως υποδείγματα αγωνιστικής ‘συνέπειας’ και ως παραδείγματα ‘για την νεολαία.’
[1] Βλέπε σχετικά, Σιώμος, Θωμάς., ‘Χρεωκοπία και ματαίωση: μηντιακές αφηγήσεις της ελληνικής δημοσιονομικής κρίσης,’ Διδακτορική Διατριβή, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, 2018, σελ. 108, Διαθέσιμη στο: Χρεωκοπία και ματαίωση: μηντιακές αφηγήσεις της ελληνικής δημοσιονομικής κρίσης (didaktorika.gr) Στρεφόμενοι στην ανάλυση της Σάρα Άμεντ, δεν θα διστάσουμε, θεωρητικώ τω τρόπω, να μιλήσουμε για το μίσος που συγκροτείται εντός της διαδικτυακής-ψηφιακής σφαίρας και «κυκλοφορεί» ωσάν οικονομικό εμπόρευμα. Στις μέσα σε λίγες λέξεις επιτελούμενες γλωσσικές επιθέσεις εναντίον του γνωστού και δημιουργικού καλλιτέχνη, το «μίσος που κυκλοφορεί» διακρίνεται εύκολα, και εκφράζεται μέσω αναφορών όπως αυτή της δημοσιογράφου ή αλλιώς, δημοσιολόγου Έλενας Ακρίτας (της διαρκώς ευερέθιστης όταν κάτι άμεσα ή έμμεσα, αφορά τον ΣΥΡΙΖΑ), η οποία εξεδήλωσε την πρόθεση της να επιστρέψει πίσω στον δημιουργό του τον δίσκο ‘Το φορτηγό’, σε περίπτωση που τον είχε ακόμη στη διάθεση της (έχουμε να κάνουμε με μία περίπτωση στην οποία το μίσος διανθίζεται με έναν σχεδόν οπαδικό δογματισμό ή φανατισμό), και, του υποψήφιου βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ στην εκλογική περιφέρεια της Α’ Αθηνών Νίκου Φίλη, για τον οποίο οι δηλώσεις του Διονύση Σαββόπουλου του προξένησαν ένα συναισθηματικό τραύμα το οποίο μπορεί να καλυφθεί και να ‘ιαθεί’ συναισθηματικά, μόνο μέσω της τήρησης διακριτών αποστάσεων από τον Σαββόπουλου, μόνο μέσω του ακραίου χαρακτηρισμού του καλλιτέχνη ως «πληγή» που χάσκει, που όζει και που ‘μυρίζει άσχημα’. Που ‘απειλεί να συμπαρασύρει τους πάντες στο διάβα της.’ Η χρήση ενός τέτοιου χαρακτηρισμού συνιστά το ‘σύμπτωμα’ του κομματικά εκπορευόμενου μίσους που αισθάνονταν εκείνη την στιγμή ο άλλοτε υπουργός Παιδείας της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-Ανεξαρτήτων Ελλήνων, μίσος που έψαχνε την ευκαιρία και τον τρόπο να το διοχετεύσει στην επιφάνεια. Έτσι λοιπόν, οι λογικές τύπου ‘δεν σε βλέπω και δεν σε ακούω’ πλέον της Ακρίτα (τι απέγιναν αλήθεια η ευγένεια, η αποδοχή του άλλου και η επίδειξη ανεκτικού πνεύματος; ), συνυπάρχουν με τις λογικές τύπου ‘σε μισώ γιατί είσαι πληγή’ του Νίκου Φίλη. Βλέπε και, Ahmed, Sarah., ‘Συν-αισθηματικές οικονομίες,’ στο: ‘Το Συν-αίσθημα στο Πολιτικό: Υποκειμενικότητες, εξουσίες και ανισότητες στο σύγχρονο κόσμο,’ Εκδόσεις Νήσος, Αθήνα, 2018, σελ. 129-166. Και, ‘Kαι ο Φίλης κατά του Σαββόπουλου: Είναι μια πληγή για μένα αυτή τη στιγμή,’ Ιστοσελίδα εφημερίδας ‘Τα Παραπολιτικά,’ 18/05/2023, Kαι ο Φίλης κατά του Σαββόπουλου: Είναι μια πληγή για μένα αυτή τη στιγμή (parapolitika.gr)
[2] Βλέπε σχετικά, Boym, Svetlana., ‘The future of Nostalgia,’ New York, Basic Books, 2001. Aπό την στιγμή όπου έχει συντελεσθεί η θεωρούμενη ως ‘αλλαγή’, ο Διονύσης Σαββόπουλος άκριτα και μονολιθικά, καθίσταται το συνώνυμο, ή αλλιώς, η ‘ενσάρκωση’ του ‘τίποτα’, του ‘μηδέν’: Και δεν μπορεί να επικαλεσθεί το παρελθόν του γιατί τα τραγούδια του πλέον, στη Συριζαϊκή οπτική, δεν καθίστανται αντιπροσωπευτικά και δεν συμβαδίζουν με τις τωρινές επιλογές του, και δεν ανήκει στο παρόν παρά μόνο ως ‘υπόλειμμα’ γιατί ‘συντάσσεται με τον ‘καταστροφέα του παρόντος όλων μας’ (τον Κυριάκο Μητσοτάκη), και δεν θα ‘υπάρχει στο μέλλον ως καλλιτέχνης με εκτόπισμα’ παρά μόνο ως ‘γλύφτης’ του ‘Μητσοτακέικου’.
[3] Βλέπε σχετικά, Αφουξενίδης, Αλέξανδρος., Καβουλάκος, Κάρολος., Πετρίδης, Πέτρος., & Πέτρου, Μιχάλης., ‘Μουσική, πολιτική και νοσταλγία: Η Fashwave ως μιντιακή τακτική της ακροδεξιάς,’ Περιοδικό Αυτόματον, 1, 2, σελ. 154, 2021, Διαθέσιμο στο: Προβολή του Μουσική, πολιτική και νοσταλγία: Η Fashwave ως μιντιακή τακτική της ακροδεξιάς (ekt.gr) Από την επομένη των δηλώσεων του Διονύση Σαββόπουλου, έχουν αξιοποιηθεί από διάφορους χρήστες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και από υποστηρικτές του ΣΥΡΙΖΑ, μειωτικές απόψεις για τον τραγουδοποιό όπως αυτές του ιστορικού Βασίλη Ραφαηλίδη, έχουν προκύψει το ίδιο απαξιωτικές αναφορές για το μουσικό έργο του Διονύση Σαββόπουλο που όταν δεν προσλαμβάνεται ως ‘αντιγραφέας’ του Ντίλαν, αναπαρίσταται ως ‘φτωχός σε ιδέες δημιουργός,’ ως ‘παρακολούθημα της Καλομοίρας’ (‘τι να πει ο Σαββόπουλος μπροστά σε καλλιτέχνες του διαμετρήματος του Θεοδωράκη και του Χατζηδάκι;’ ) εκεί όπου παραβλέπεται συνειδητά και προδήλως απλουστευμένα και απλοϊκά η συμβολή του Σαββόπουλου στην διαμόρφωση της Μεταπολιτευτικής μουσικής ταυτότητας ή αλλιώς, στη συγκρότηση του Μεταπολιτευτικού, μουσικού στυλ, στην μετάβαση από τις μπουάτ σε μεγάλους ανοιχτούς συναυλιακούς χώρους. Επίσης, παραγνωρίζονται δραστικά η από τον ίδιο δημιουργική αφομοίωση στοιχείων της ελληνικής παραδοσιακής μουσικής, η στιχουργική καινοτομία του, οι ευκαιρίες που προσέφερε σε τραγουδιστές όπως η Σωτηρία Μπέλλου να επανεφεύρουν τον μουσικό τους εαυτό, με την ίδια να δοκιμάζεται σε νέες μουσικές φόρμες και όμως, να μην χάνει την αίσθηση του μέτρου.
[5] Για κάποιον λόγο δεν ‘επιτρέπεται’ στον Σαββόπουλο, εν αντιθέσει με άλλους καλλιτέχνες, να εμπλακεί στην κομματική-πολιτική αντιπαράθεση.