Πριν από λίγες ημέρες, ευρύτερο ενδιαφέρον, δημοσιογραφικό όσο και πολιτικό, συγκέντρωσαν οι αποκαλύψεις σχετικά με τη δράση της εταιρείας «παροχής μεταφορικού έργου» Uber.
Σύμφωνα με αυτές τις αποκαλύψεις, η εταιρεία επεδίωκε να ασκήσει επιχειρηματικού τύπου επιρροή προκειμένου να προωθήσει τα συμφέροντα της σε διάφορες χώρες, προσεγγίζοντας πολιτικούς, ακαδημαϊκούς, «ιδιοκτήτες μέσων ενημέρωσης»[1], επιτυγχάνοντας με αυτόν τον τρόπο, να συγκροτήσει ένα ευρύτερο δίκτυο επαφών. Σε αυτό το πλαίσιο, δύναται να αναφέρουμε πως έχουμε να κάνουμε με μία συμβατική στρατηγική άσκησης επιρροής και, σε ένα δεύτερο επίπεδο, άσκησης πίεσης.
Όπως εναργώς επισημαίνει ο ερευνητής Κώστας Παλούκης, «η άσκηση πίεσης είναι μια συλλογική διαδικασία στην οποία μια ομάδα συμφερόντων ταυτόχρονα ασκεί πιέσεις στους υπεύθυνους λήψης αποφάσεων».[2]
Όμως, θεωρητικώ τω τρόπω, και με βάση τις πρακτικές της Uber, η οποία επένδυε με αυξανόμενο ρυθμό, συμβολικούς, πολιτικούς και οικονομικούς πόρους για την προώθηση των συμφερόντων της με διακύβευμα το να αποκτήσει πλεονεκτική θέση στον εντεινόμενο ανταγωνισμό στον κλάδο των μεταφορών, είναι πιο δόκιμο να κάνουμε λόγο για την άσκηση επιρροής παρά για την άσκηση πίεσης, από την στιγμή όπου η εταιρεία και τα πρόσωπα[3] που ήσαν επιφορτισμένα να πραγματοποιούν τις επαφές με πολιτικούς και διάφορα άλλα πρόσωπα, δεν ασκούσαν πίεση που εν προκειμένω θα μπορούσε να προσλάβει και την μορφή του ανοιχτού ή του συγκεκαλυμμένου εκβιασμού, της εφαρμογής αθέμιτων πρακτικών.
Αλλά, αντιθέτως, προέκριναν την άσκηση συστηματικής επιρροής,[4] (οι πολιτικοί που προσέγγιζε συνήθως κατείχαν θέσεις-κλειδιά), αξιοποιώντας οποιοδήποτε κενό μπορεί να υπήρχε στη στρατηγική των παραδοσιακών εταιρειών του κλάδου των μεταφορών, και επίσης, στην νομοθεσία των χωρών και των οργανισμών όπου δραστηριοποιήθηκε, στο εγκάρσιο σημείο όπου πέτυχε να αναπτύξει «ισχυρούς δεσμούς»,[5] σύμφωνα με τη διατύπωση των Carpenter, Esterling & Lazer, με πρόσωπα όπως η πρώην επίτροπος ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Νέλι Κρους.
Υπό αυτό το πρίσμα, θα σημειώσουμε πως η Νέλι Κρους συνιστά ιδεοτυπικό υπόδειγμα πολιτικού που εναρμόνισε τις θέσεις της με τις θέσεις της εταιρείας, διαμορφώνοντας μία εταιρική κουλτούρα (το lobbying[6] υπέρ των θέσεων της εταιρείας, ενόσω ήσαν επίτροπος, υπήρξε διακριτικό), η οποία συνέβαλλε ώστε, όταν ολοκληρώθηκε η θητεία της, να ενταχθεί άμεσα στην εταιρεία, μετατρεπόμενη (βλέπε και την περίπτωση του πρώην Γερμανού καγκελάριου Γκέρχαρντ Σρέντερ), σε εταιρικό στέλεχος.
Η αποκάλυψη τέτοιων πρακτικών από πλευράς εταιρείας, μας προσφέρει τη δυνατότητα για μία βαθύτερη κατανόηση του φαινομένου της άσκησης επιρροής που πλέον διεξάγεται σε εύρος και σε ταχύτητες που είναι αρχικά δύσκολο να καταστούν αντιληπτές, αρκεί όμως να ξεφύγουμε από την πεπατημένη του λαϊκισμού και της εύκολης δημιουργίας εντυπώσεων. Η εταιρεία δεν αναζητούσε πρόθυμους υποστηρικτές, όσο δρώντες πρόθυμους να ενστερνιστούν το όραμα της.
[2] Βλέπε σχετικά, Παλούκης, Κώστας., ‘Η ιστορία «από τα μέσα»: οι προφορικές μαρτυρίες των στελεχών της ΓΣΕΒΕΕ για τον σύγχρονο συνδικαλισμό,’ στο: Μπαχάρας, Δημήτρης., (επιμ.), ‘Πτυχές της ιστορίας της ΓΣΕΒΕΕ. Ταυτότητες, αιτήματα, αναπαραστάσεις στην τέχνη και τον πολιτισμό,’ Ινστιτούτο Μικρών Επιχειρήσεων ΓΣΕΒΕΕ, Αθήνα, 2020, σελ. 39.
[3] Θα ονομάσουμε αυτά τα πρόσωπα (μπορούμε να τους αποκαλέσουμε και ‘εργαζομένους της Uber’), ως ‘λαγωνικά’ που δρούσαν για λογαριασμό της, διερευνώντας, προτού επιχειρήσουν να αναπτύξουν σχέσεις και επαφές με κάποιο πολιτικό πρόσωπο, εάν το κοινωνικό-πολιτικό περιβάλλον ήσαν ευνοϊκό για κάτι τέτοιο. Η ανάπτυξη σχέσεων και επαφών που δεν υπήρξε ούτε γραμμική, ούτε εξελίχθηκε με τον ίδιο τρόπο σε όλες τις χώρες όπου δραστηριοποιούνταν η εταιρεία, δεν περιορίσθηκε στην αλληλεπίδραση ατομικού (πρόσωπο που μπορεί να χρησιμοποιήσει το κύρος του για να ενισχύσει την ελκτικότητα της εταιρείας) και συλλογικού (εταιρεία), αλλά προσέλαβε ένα ευρύτερο κοινωνικό αντίκτυπο, επηρεάζοντας, ενίοτε δραστικά, τις εργασιακές σχέσεις στον κλάδο των μεταφορών. Αυτό που αποκαλείται ως ‘ουμπεροποίηση’ της εργασίας και των εργασιακών σχέσεων δεν θα μπορούσε να λάβει χώρα στο εύρος και στην έκταση που το γνωρίσαμε, αν η εταιρεία δεν είχε καταφέρει να αποκτήσει μία σημαντική και σταδιακά μία δεσπόζουσα θέση στον ανταγωνισμό.
[4] Θεωρούμε ως εσφαλμένη την προσέγγιση εκείνη που αποδίδει έμφαση μόνο στις σχέσεις που αναπτύχθηκαν μεταξύ της εταιρείας και διαφόρων πολιτικών όπως ο νυν πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας Εμμανουέλ Μακρόν. Και αυτό γιατί, σημαντικό ρόλο στο να ενισχύσει το συμβολικό της κεφάλαιο η εταιρεία, διαδραμάτισε η ύπαρξη συνεργασίας με ακαδημαϊκούς, οι οποίοι προσέφεραν ό,τι προηγουμένως εξέλιπε: Επαρκή γνώση και επιστημονική τεκμηρίωση της άποψης περί του ‘πόσο θα ωφελήσει τον υγιή ανταγωνισμό η είσοδος μίας νέας και δυναμικής εταιρείας στην αγορά.’ Άρα, βαθύτερα, θα υποστηρίξουμε πως δεν ήσαν μόνο οι διάφορες συνδικαλιστικές οργανώσεις εκπροσώπησης συμφερόντων που επένδυσαν τα τελευταία χρόνια, πόρους προς την κατεύθυνση τεκμηρίωσης των θέσεων και των αιτημάτων τους (βλέπε τα διάφορα ερευνητικά ινστιτούτα που έχουν ιδρυθεί). Μία παρόμοια πρακτική υιοθέτησαν και ιδιωτικές εταιρείες, συμμετέχοντας εν τοις πράγμασι σε ένα ‘παίγνιο παροχής γνώσης.’
[5] Βλέπε σχετικά, Carpenter, D., Esterling, K., & Lazer, D., ‘The strength of weak ties in Lobbying networks: Evidence from health-care politics in the United States,’ Journal of Theoretical politics, 10, 4, 1998. Oι σχέσεις που αναπτύχθηκαν με τον Γάλλο πρόεδρο Εμμανουέλ Μακρόν και όχι με το Γαλλικό Σοσιαλιστικό κόμμα, κάθε άλλο παρά «αδύναμες» μπορούν να χαρακτηρισθούν. Όμως, οφείλουμε να είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί θεωρητικά. Και αυτό διότι, ο τότε υπουργός Οικονομικών της κυβέρνησης του προέδρου Φρανσουά Ολάντ, περιέβαλλε με πολιτικό μανδύα (το εν ευρεία εννοία lobbying όπως αυτό που ασκείται αυτή την περίοδο στο Κογκρέσο των Ηνωμένων Πολιτειών για την προμήθεια από την Τουρκία μαχητικών αεροσκαφών F-16, είναι κάτι πολύ περισσότερο από την απλοϊκή και ισοπεδωτική λογική ή αντίληψη του ‘πολιτικού που τα παίρνει’), την συνεργασία του με την εταιρεία, διαμορφώνοντας, και όχι μόνος του, τις προϋποθέσεις για την είσοδο της UBER στη Γαλλική αγορά μεταφορών (ο Μακρόν σκεφτόταν συλλογικά) με στόχο την απελευθέρωση του ανταγωνισμού επί του πεδίου και τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας. Η αντίληψη για τους ‘πολιτικούς που τα παίρνουν από διάφορες εταιρείες τύπου Uber,’ η οποία μπορεί να μετεξελιχθεί στο ‘όλοι οι πολιτικοί είναι ίδιοι,’ δεν είναι μόνο απλοϊκή αλλά και βαθιά υπονομευτική και διαβρωτική για την ίδια την φιλελεύθερη δημοκρατία.
[6] Η Uber αξιοποίησε και το γεγονός πως η συνδικαλιστική επιρροή των οδηγών ταξί και των σωματείων τους, παραμένει σχετικά χαμηλή, εκεί όπου, τα σωματεία ταξί, στερούνται ουσιωδώς της δυνατότητας να προκαλέσουν ένα ευρύτερο κοινωνικό blackout με τις κινητοποιήσεις και τις δράσεις τους.