Ο πρόεδρος του Συνασπισμού της Ριζοσπαστικής Αριστεράς Στέφανος Κασσελάκης, αποχώρησε από το στούντιο του ραδιοφωνικού σταθμού ‘Real Voice’[1] της Ρόδου, όπου και έδινε συνέντευξη. Σε αυτό το πλαίσιο, δύναται να αναφέρουμε πως κάτι ανάλογο είχε πράξει και πρόσφατα, κατά την διάρκεια της εμφάνισης του σε τηλεοπτική εκπομπή τύπου ‘infotainment’.
Δηλαδή, σε εκπομπή που εν προκειμένω συνδυάζει την ενημέρωση για θέματα της πολιτικής επικαιρότητας και την προβολή περισσότερων ανάλαφρων θεμάτων τα οποία αφορούν την ζωή και τις προτιμήσεις διαφόρων celebrities. Θεωρητικώ τω τρόπω, μπορούμε να θέσουμε το ακόλουθο ερώτημα: Τι αποδεικνύει αυτή η στάση του επικεφαλής του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης;
Πως επιδεικνύει πολύ χαμηλό βαθμό ανοχής απέναντι σε δημοσιογράφους που του θέτουν δύσκολες ερωτήσεις, στο εγκάρσιο σημείο όπου αυτές μπορεί να σχετίζονται με την πορεία του κόμματος του ή την στρατηγική που αυτό εφαρμόζει. Τότε είναι που αναδύεται στην επιφάνεια, σε πλήρη έκταση μάλιστα, ο δημαγωγός Κασσελάκης.
Ήτοι αυτός που δεν διστάζει να αποχωρήσει από μία εκπομπή, αφενός μεν επιδεικνύοντας πολύ χαμηλό βαθμό ανοχής απέναντι σε ‘δύσκολες’ ερωτήσεις και στην πολιτική κριτική, και, αφετέρου δε, επιδεικνύοντας αγένεια απέναντι στους (στις) δημοσιογράφους όπως η Ρένα Παυλάκη του ‘Real Voice.’
Η οποία κλήθηκε εν τοις πράγμασι να ‘σβήσει τον ήχο’ (fading),[2] για να παραφράσουμε πολύ ελαφριά την Huwiler. Μπορούμε να κάνουμε λόγο για μία περίπτωση λογοκρισίας; Όχι, είναι η απάντηση μας. Ειδικά από την στιγμή όπου ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ που αποχώρησε εκνευρισμένος από το στούντιο δεν προσπάθησε να κάνει την δημοσιογράφο που είχε απέναντι του να σιωπήσει. Διακόπτοντας την όταν αυτή μιλούσε ή έθετε κάποιο ερώτημα.
Η πρακτική του όμως ήσαν και εξακολουθεί να είναι αντι-δημοσιογραφική και επικίνδυνη, ακριβώς διότι φανερώνει πολλά για τον τρόπο με τον οποίο εκλαμβάνει τους δημοσιογράφους και την δημοσιογραφία ένας θεσμικός παράγοντας όπως είναι ο αρχηγός του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης.[3] Εμβαθύνοντας περισσότερο, θα πούμε πως ο Στέφανος Κασσελάκης αντλεί απευθείας από την βαθιά ριζωμένη αντι-δημοσιογραφική ρητορική πολλών στελεχών του κόμματος του. Τα οποία ακόμη και αν δεν επινόησαν τον όρο ‘πετσωμένα Μέσα’, τον αναπαρήγαγαν διαρκώς, κυρίως την περίοδο της πανδημικής κρίσης.
Τα στελέχη αυτά δεν δίσταζαν να επιτίθενται κατά συγκεκριμένων δημοσιογράφων με πολλούς τρόπους, ειδικά την περίοδο της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-Ανεξαρτήτων Ελλήνων (Συριζαϊκή εχθροπάθεια) προσπαθώντας παράλληλα να δομήσουν μία ‘εναλλακτική πραγματικότητα’: ‘Μην ακούτε τους ‘συστημικούς’ δημοσιογράφους. Σας λένε ψέματα διαρκώς. Τα πράγματα δεν είναι όπως τα παρουσιάζουν. Νικάμε’.
Επίσης, ουκ ολίγα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ έκαναν χρήση του γλωσσικού ‘εργαλείου’ της ειρωνείας προκειμένου είτε να απαξιώσουν είτε να χλευάσουν κάποιον μη-αρεστό δημοσιογράφο που ‘έκανε το λάθος’ να θέτει δύσκολες ερωτήσεις.
Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ δεν αρκείται μόνο στη χρήση του ‘εργαλείου’ της ειρωνείας[4] (ο Κασσελάκης αρέσκεται να ειρωνεύεται την εφημερίδα ‘Πρώτο Θέμα’), όπως έκαναν και κάνουν στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ. Μεταξύ αυτών και ο πρώην πρόεδρος του κόμματος, Αλέξης Τσίπρας. Απεναντίας, δεν διστάζει καθόλου να σηκωθεί και να αποχωρήσει, αφήνοντας τον δημοσιογράφο με την απορία μήπως ‘έφταιξε σε κάτι ο ίδιος’ (που δεν έφταιξε φυσικά).
Αυτή η αντι-δημοσιογραφική συμπεριφορά θα μπορούσε να θεωρηθεί χαρακτηριστικό δείγμα Τραμπικής συμπεριφοράς. Εάν όμως προσεγγίσουμε το θέμα μας διαφορετικά, τότε θα ισχυρισθούμε πως ο Κασσελάκης αρνείται πεισματικά να δει πέραν των όσων θεωρεί γνωστά και τετριμμένα.
Πέραν των όσων θεωρεί ο ίδιος ως ‘σωστά,’ μη-επιτρέποντας σε δημοσιογράφους να αφηγηθούν[5] την ιστορία αλλιώς. Για αυτό αποχωρεί, φανερώνοντας και λιγοψυχία: Πως θα μπορέσει να λάβει δύσκολες αποφάσεις στο μέλλον ένας πολιτικός που δεν ‘αντέχει να ακούει’ δύσκολες ερωτήσεις; Ερωτήσεις που τον ‘αναγκάζουν’ να πει κάτι διαφορετικό; Να ανοιχθεί περισσότερο;
[1] Δεν θα ήσαν ορθό θεωρητικά να εντάξουμε τον ραδιοφωνικό σταθμό της Ρόδου ‘Real Voice’ στην κατηγορία του «πειραματικού ραδιοφώνου», για να παραπέμψουμε στην ανάλυση του Μπαρμπούτη. Αντιθέτως, πρόκειται για έναν καλά οργανωμένο ραδιοφωνικό σταθμό σταθερά προσανατολισμένο στην παρουσίαση και στην ανάλυση τοπικών θεμάτων (βλέπε Δωδεκάνησα), θεμάτων που έχουν να κάνουν με την πολιτική επικαιρότητα (σε αυτό το πλαίσιο άλλωστε κλήθηκε και ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ να δώσει συνέντευξη σε δημοσιογράφο του σταθμού), με τους δημοσιογράφους που εργάζονται σε αυτόν τον σταθμό να έχουν συνάψει συμβάσεις εργασίας. Και η ειδοποιός διαφορά μεταξύ ενός επαγγελματικού και καλά οργανωμένου ραδιοφωνικού σταθμού και ενός πειραματικού (ή ‘πειρατικού’) σταθμού είναι ακριβώς αυτή: Δηλαδή, ενώ στον πρώτο οι δημοσιογράφοι είναι επαγγελματίες που αμείβονται για την εργασία που παρέχουν επί καθημερινής βάσεως, στους ουκ ολίγους πειραματικούς σταθμούς που είχαν δημιουργηθεί κυρίως από την δεκαετία του 1990 και έπειτα, οι ‘εργαζόμενοι’ και δεν ήσαν επαγγελματίες και απλά έκαναν το χόμπι τους. Τουλάχιστον οι περισσότεροι εξ αυτών. Βλέπε σχετικά, Μπαρμπούτης, Χρήστος., ‘Εισαγωγή,’ στο: Μπαρμπούτης, Χρήστος., & Κλώντζας, Μιχάλης., (επιμ.), ‘Το φράγμα του ήχου: Η Δυναμική του ραδιοφώνου στην Ελλάδα,’ Εκδόσεις Παπαζήσης, Αθήνα, 2001a.
[2] Βλέπε σχετικά, Huwiler, E., ‘A Narratology of Audio Art: Τelling stories by sound,’ στο: Mildorf, J., & Till, Kinzel., (επιμ.), ‘Audionarratology: Interfaces of Sound and Narrative,’ Berlin/Boston: De Gruyter, 2016. Θα αποτολμήσουμε την ακόλουθη υπόθεση εργασίας. Δεν θεωρούμε πως ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ είναι ιδιαίτερα εξοικειωμένος με το ραδιόφωνο και με την «ραδιοφωνική τέχνη», σύμφωνα με την διατύπωση του Γαλανόπουλου. Αντιθέτως, αισθάνεται πολύ πιο άνετα και όταν προβάλλει τον εαυτό του σε διάφορα μέσα ή πλατφόρμες (‘Tik Tok’), και όταν μονολογεί μπροστά σε μία κάμερα δίχως να υπάρχει κανένας αντίλογος. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, δεν θα διστάσουμε να επισημάνουμε πως αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα Έλληνα που έχοντας ενηλικιωθεί την δεκαετία του 2000, απέκτησε πολύ μεγαλύτερο βαθμό εξοικείωσης με τις διάφορες οθόνες παρά με τον ραδιοφωνικό ήχο και την φωνή των παραγωγών. Στον αντίποδα της ‘περίπτωσης Κασσελάκη’ τίθεται ο πρόεδρος της Ελληνικής Λύσης Κυριάκος Βελόπουλος. Ο οποίος, όχι μόνο διατηρεί ραδιοφωνικό σταθμό (‘Focus FM’), αλλά, και παρουσιάζει εκπομπή, όντας παράλληλα σε θέση να επιτελέσει και καθήκοντα ‘ακροατή.’ Και τι σημαίνει κάτι τέτοιο; Πως έχει μάθει να ακούει όλους όσοι παρεμβαίνουν τηλεφωνικά στην εκπομπή του, ανοίγοντας διάλογο και απαντώντας σε τυχόν ερωτήσεις τους. Βλέπε και, Γαλανόπουλος, Σπυρίδων., ‘Ραδιοφωνική Τέχνη: θεωρία και εφαρμογές ενός συστήματος ανάλυσης της αφηγηματικής οργάνωσης του ραδιοφωνικού έργου,’ Διδακτορική Διατριβή, Ιόνιο Πανεπιστήμιο, 2021, Διαθέσιμη στο: Ραδιοφωνική Τέχνη: θεωρία και εφαρμογές ενός συστήματος ανάλυσης της αφηγηματικής οργάνωσης του ραδιοφωνικού έργου (didaktorika.gr)
[3] Για τον δημαγωγό Κασσελάκη, η δημοσιογράφος Ρένα Παυλάκη δεν είναι παρά ‘συστημική’ και το μέσο στο οποίο εργάζεται ‘συστημικό’. Άρα, με ‘ποιο δικαίωμα αυτοί οι ‘συστημικοί’ και ‘φιλο-Μητσοτακικοί, του θέτουν ερωτήματα που σχετίζονται με τον ίδιο και με το κόμμα του’; Δίπλα στην ‘ετικέτα’ του δημαγωγού λοιπόν, προστίθεται και αυτή του ‘αντι-συστημικού’ ο οποίος αντιμετωπίζει με προϊούσα καχυποψία ή αλλιώς, δυσπιστία όλους όσοι του θέτουν δύσκολα ερωτήματα για τα οποία δεν έχει προετοιμαστεί καθόλου. Όλους όσοι τον ‘υποχρεώνουν’ μέσω των ερωτήσεων που του υποβάλλουν (ερωτήσεων που δεν περιλαμβάνουν υπαινιγμούς), να απαντήσει επί της ουσίας, αίροντας ‘σκιές’ και αμφιβολίες. Όλους όσοι υπενθυμίζουν πως στερείται γνώσεων πάνω σε βασικά ζητήματα. Τότε δυσανασχετεί, με αποτέλεσμα και να αποχωρήσει από μία εκπομπή όπου είναι καλεσμένος, και να κάνει χρήση αντι-δημοσιογραφικής, αντι-συστημικής ρητορικής. Για τον αυτόν τον ‘αντι-συστημικό’, όλα τα ‘Μέσα είναι ίδια.’
[4] Θα υπογραμμίσουμε θεωρητικά πως η εμμονή του με την εφημερίδα ‘Πρώτο Θέμα,’ αντλεί απευθείας από το Συριζαϊκό παρελθόν, τότε που η συγκεκριμένη εφημερίδα είχε ‘ονομαστεί’ ‘εχθρός’. Το ίδιο ίσχυε και ισχύει και για ουκ ολίγες κινηματικές συλλογικότητες καθώς και για κόμματα και οργανώσεις της εξω-κοινοβουλευτικής Αριστεράς. Να λοιπόν μία πολύ ενδιαφέρουσα υπόθεση εργασίας: Ένα σημείο στο οποίο συγκλίνουν και σήμερα, ο ΣΥΡΙΖΑ και κόμματα της εξω-κοινοβουλευτικής Αριστεράς δεν είναι άλλο από την ‘απέχθεια’ που νιώθουν για την εφημερίδα ‘Πρώτο Θέμα,’ τον ιδρυτή της Θέμο Αναστασιάδη, καθώς και για τους δημοσιογράφους που εργάζονται στην εφημερίδα. Η ‘απέχθεια’ που αισθάνονται για το ‘Πρώτο Θέμα’, υπερβαίνει και την ‘απέχθεια’ που αισθάνονται για τον τηλεοπτικό σταθμό ‘Σκάι’.
[5] Για την έννοια του «αφηγείσθαι» στο ραδιόφωνο, βλέπε και, Lutostanski, B., ‘A Narratology of radio drama: Voice, Perspective, Space,’ στο: Mildorf, J., & & Till, Kinzel., (επιμ.), ‘Audionarratology: Interfaces of Sound and Narrative…ό.π. Ο Κασσελάκης ‘φλερτάρει’ με ένα κατά βάση νεανικό κοινό το οποίο από την μία πλευρά προτιμά να ενημερώνεται από διάφορες ψηφιακές πλατφόρμες (Facebook & You Tube), και, από την άλλη, αντιμετωπίζει με απαρέσκεια δημοσιογράφους και συμβατικά Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης. Δημοφιλής είναι μεταξύ των νέων ο όρος της αντι-συστημικής ‘αργκό’ ‘Aρδάκια’ που περιγράφει απλοϊκά και προδήλως εσφαλμένα, ‘δημοσιογράφους που τα παίρνουν’. Οπότε, δεν θα ήσαν διόλου παράλογο να υποστηρίξουμε πως ο δημαγωγός Κασσελάκης που πράττει (αποχωρεί από το στούντιο) και δεν ‘λέει πολλά’ θα κερδίσει την συμπάθεια πολλών αντι-συστημικών νέων. Σε περιπτώσεις αποχώρησης, η εκπομπή διακόπτεται οριστικά.