Για την απεργιακή κινητοποίηση της 17ης Απριλίου

Σίμος Ανδρονίδης 21 Απρ 2024

Την Τετάρτη 17 Απριλίου, πραγματοποιήθηκε πανελλαδική γενική απεργία την οποία προκήρυξαν η Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδος (ΓΣΕΕ), το Εργατικό Κέντρο Αθηνών (ΕΚΑ) και το Πανεργατικό Αγωνιστικό Μέτωπο (ΠΑΜΕ), συνδικαλιστική οργάνωση που πρόσκειται στο Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδος.

Σε αυτό το πλαίσιο, δύναται να αναφέρουμε πως οι «βασικοί ιμάντες»[1] της απεργιακής κινητοποίησης ήσαν συνδικαλιστικές οργανώσεις, δευτεροβάθμιες (ΕΚΑ) και τριτοβάθμιες (ΓΣΕΕ), για να παραπέμψουμε στην ανάλυση των Rudig & Karyotis, πράγμα που σημαίνει πως όχι μόνο εξακολουθούν να υφίστανται οι τάσεις που παρατηρήθηκαν εν καιρώ πανδημικής κρίσης, όταν οι διάφορες συνδικαλιστικές οργανώσεις, ανεξαρτήτως μεγέθους (κυρίως όμως του δημόσιου τομέα), ήσαν αυτές που οργάνωναν κατά κύριο λόγο απεργιακές δράσεις, αλλά, ενισχύονται κιόλας.

 Υπό αυτό το πρίσμα, θα στραφούμε στο σχήμα της «πολιτικής διαδικασίας που εστιάζει τόσο στις πολιτικές ευκαιρίες όσο και στις απειλές που παρέχει το πολιτικοθεσμικό πλαίσιο όσο και στα ρεπερτόρια δράσης»,[2] κατά την ανάλυση των Κατσούδα, Παπανικολόπουλου, Κόλλια & Δερμάνη, τονίζοντας πως η διεξαγωγή των επικείμενων ευρωεκλογών της 9ης Ιουνίου εξελήφθη ως ευκαιρία από τις ηγεσίες των συνδικαλιστικών οργανώσεων ώστε να οργανώσουν μία γενική απεργία δύο μήνες πριν από τις ευρωπαϊκές εκλογές, στοχεύοντας κατά κύριο λόγο, όχι στο να πείσουν ή αλλιώς, να ‘εξαναγκάσουν’ την κυβέρνηση να υπαναχωρήσει και να προχωρήσει για παράδειγμα, στην εκ νέου αύξηση του κατώτατου μισθού.

Αλλά, στο να καταφέρουν να πείσουν τις ηγεσίες των κομμάτων της αντιπολίτευσης (κυρίως Συνασπισμός της Ριζοσπαστικής Αριστεράς, Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα και ΚΚΕ), να ενσωματώσουν στην προεκλογική τους ρητορική και συνθηματολογία, βασικά αιτήματα τους. Χρήζει βέβαια επισήμανσης το γεγονός πως ο τρέχων πολιτικός-εκλογικός κύκλος εμπεριέχει εντός του την έννοια της «δημοσιονομικής εξάντλησης»,[3] για να δανεισθούμε την ορολογία του Jack Goldstone.

Και τι σημαίνει κάτι τέτοιο; Σημαίνει πως εντός αυτής της συγκυρίας, η κυβέρνηση δεν έχει την δυνατότητα (βλέπε και την στάση της απέναντι στους αγρότες που ήσαν διατεθειμένοι να κλιμακώσουν τις κινητοποιήσεις τους), να προβεί σε παροχές και σε αυξήσεις, κάτι που το γνωρίζουν καλά οι ηγεσίες των συνδικαλιστικών οργανώσεων.

Το γεγονός αυτό τους επιτρέπει να επενδύσουν πόρους πάνω στο ‘χαρτί’ της διαμαρτυρίας και δη της ανέξοδης αντι-κυβερνητικής διαμαρτυρίας, δίχως όμως να έχουν την δυνατότητα να επηρεάσουν την εκλογική συμπεριφορά πολλών πολιτών και λόγω του χαμηλού βαθμού κοινωνικής νομιμοποίησης που διαθέτουν.

Ο κινηματικός και ο εκλογικός-πολιτικός κύκλος δεν τέμνονται ιδιαίτερα,  ακριβώς διότι δεν υπάρχει αυτή την περίοδο, κάποιος κινηματικός ‘κύκλος’. Και γεγονότα όπως αυτά (απεργιακή δράση), όπως έχει αποδειχθεί στο πρόσφατο παρελθόν, δεν λειτουργούν ως έναυσμα για την διάνοιξη ενός νέου κινηματικού-συγκρουσιακού ‘κύκλου’. Μπορούμε να σταθούμε στο πολύνεκρο σιδηροδρομικό δυστύχημα των Τεμπών και στη διαχείριση του. Η δημιουργία μίας επιτροπής στην οποία πρωτοστατεί η γιατρός στο επάγγελμα Μαρία Καρυστιανού, και, σε ένα δεύτερο επίπεδο η θεσμική στροφή που αυτή η επιτροπή επιχειρεί, όπως την επιχειρεί, έχουν στερήσει την δυνατότητα από κινήματα και συνδικαλιστικές οργανώσεις να ‘αξιοποιήσουν’ το δυστύχημα και να καλέσουν σε μαζικές πορείες διαμαρτυρίας κατά της κυβέρνησης, αφιερωμένες στη μνήμη των νεκρών.

 Και αυτή την δυνατότητα την διέθεταν τις πρώτες ημέρες μετά το πολύνεκρο σιδηροδρομικό δυστύχημα, όταν και είχαν λάβει χώρα κινητοποιήσεις διαμαρτυρίας, οι οποίες όμως δεν διαδραμάτισαν κανέναν ρόλο στην μετέπειτα συγκρότηση της περιώνυμης επιτροπής της οποίας ηγείται η Μαρία Καρυστιανού.

Η έντονη δραστηριοποίηση της επιτροπής και της Μαρίας Καρυστιανού, θέτει εμπόδια και στην εκδήλωση αυτού που ο Almeida προσδιορίζει ως «κομματικό κινηματισμό».[4]

Τα κόμματα της αντιπολίτευσης απλά ακολουθούν, μη έχοντας την δυνατότητα τα ίδια να καλέσουν σε κάποια κινητοποίηση διαμαρτυρίας για τα Τέμπη. Διαφορετικά ειπωμένο, δεν επιθυμούν να πράξουν κάτι τέτοιο προκειμένου να μην φανεί πως προσπαθούν να ‘καπελώσουν’ το έργο της επιτροπής και των μελών της.

 Σε ‘κομματικό κινηματισμό’ εξακολουθεί να επιδίδεται ο ΣΥΡΙΖΑ και επί προεδρίας Στέφανου Κασσελάκη, με διακύβευμα την δημιουργία ενός κοινωνικού μετώπου κατά της κυβέρνησης.

Σε αυτού του τύπου τις πορείες διαμαρτυρίας, δεν παρατηρούμε την ύπαρξη του φαινομένου της ‘μετακίνησης’: Δηλαδή, ένας συμμετέχων στην απεργιακή συγκέντρωση της ΓΣΕΕ, δεν μπορεί να εγκαταλείψει το μπλοκ στο οποίο βρίσκεται και να σπεύσει να ενταχθεί σε αυτό του ΠΑΜΕ. Ουδείς επιθυμεί κάτι τέτοιο.

Και ακόμη και αν βρίσκονταν άτομα που το επιθυμούσαν, το οργανωμένο μπλοκ του ΠΑΜΕ δεν θα τους επέτρεπε να ενταχθούν στις τάξεις του. Οι συνδικαλιστικές ταυτότητες είναι παγιωμένες και δύσκολα μεταβάλλονται. Η απεργιακή δράση της 17ης Απριλίου, θα περάσει ως εάν να μην ‘συνέβη.’[5] Η συμμετοχή βουλευτών του Πανελληνίου Σοσιαλιστικού Κινήματος-Κινήματος Αλλαγής στην απεργιακή συγκέντρωση της ΓΣΕΕ, αποδεικνύει πως η ηγεσία του κόμματος αποδίδει μεγάλη έμφαση στον επαναπροσδιορισμό της σχέσης του κόμματος με το συνδικαλιστικό κίνημα και με την ΓΣΕΕ (εκεί όπου η ΠΑΣΚΕ έχει την πλειοψηφία). Παράλληλα, η πρωτοβουλία αυτή επιβεβαιώνει πως η πρόσφατη ριζοσπαστικοποίηση του πολιτικού λόγου του κόμματος δεν συνιστά συγκυριακό φαινόμενο.

 

[1] Για τον μελετητή της συλλογικής δράσης και των κοινωνικών κινημάτων Κώστα Κανελλόπουλου, τα συνδικάτα, την περίοδο της βαθιάς κοινωνικής, πολιτικής και οικονομικής κρίσης, υπήρξαν «η μονάδα εσωτερικής διακυβέρνησης» της κατά τους Παπανικολόπουλο, Κατσούδα, Κόλλια και Δερμάνη, «αντιμνημονιακής εκστρατείας». Σύμφωνα με τους ίδιους, χωρίς την «προκήρυξη γενικής απεργίας ήταν δύσκολο να οργανωθούν μεγάλα γεγονότα διαμαρτυρίας». Κινούμενοι θεωρητικά, δεν θα διστάσουμε να διαφωνήσουμε με την ως άνω εκτίμηση. Το κίνημα των ‘Αγανακτισμένων’ (με τα χαρακτηριστικά που αυτό προσέλαβε), οργανώθηκε και αναπτύχθηκε δίχως την συμβολή των μεγάλων συνδικαλιστικών οργανώσεων και επίσης, δίχως να έχει προηγηθεί η πρώτα η πραγματοποίηση μίας μεγάλης «γενικής απεργίας». Συν τοις άλλοις, η δυναμική που αποκτούσαν ενίοτε «γεγονότα διαμαρτυρίας» υπερέβαιναν τις δυνατότητες των μεγάλων συνδικαλιστικών οργανώσεων και των μελών τους στο να τα ελέγξουν. Εάν όντως τα συνδικάτα ήσαν η «μονάδα εσωτερικής διακυβέρνησης της αντιμνημονιακής εκστρατείας», τότε γιατί δεν είδαν το κεφάλαιο και την επιρροή τους να αυξάνεται την περίοδο της βαθιάς κοινωνικής και πολιτικής κρίσης; Οφείλουμε να είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί θεωρητικά και να μην διστάζουμε να εξετάζουμε κάθε συνδικαλιστική δράση, κάθε μεγάλη συνδικαλιστική δράση, ξεχωριστά, ώστε να έχουμε πλήρη εικόνα του πως κινήθηκαν σε αυτή τα διάφορα συνδικάτα. Βλέπε σχετικά, Βλέπε σχετικά, Kanellopoulos, Kostas, et al., ‘Competing modes of coordination in the Greek anti-austerity campaign, 2010-2012,’ Social Movement Studies, 16, 1, 2017. Βλέπε και, Rudig, Wolfgang.,  and Karyotis,  Georgios.,  «Who protests in Greece? Mass opposition to austerity,’  British Journal of Political Science 44, 3, 2013. Και, Κατσορίδας, Δημήτριος., Παπανικολόπουλος, Δημήτριος., Κόλλιας, Γιώργος., & Δερμάνη, Βίκυ., ‘Το απεργιακό φαινόμενο στην Ελλάδα Καταγραφή των απεργιών κατά την περίοδο 2011-2017,’ Ινστιτούτο Εργασίας, Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδος, 2017, Διαθέσιμη στο: Tetradio_48.pdf (inegsee.gr)

[2] Βλέπε σχετικά, Κατσορίδας, Δημήτριος., Παπανικολόπουλος, Δημήτριος., Κόλλιας, Γιώργος., & Δερμάνη, Βίκυ., ‘Το απεργιακό φαινόμενο στην Ελλάδα Καταγραφή των απεργιών κατά την περίοδο 2011-2017…ό.π. Μία ακόμη τάση που προϋπήρχε της πανδημικής κρίσης και αυτή ωσάν ‘καταλύτης’ την ενίσχυση, είναι η τάση της εξατομίκευσης των εργασιακών σχέσεων. Την περίοδο της πανδημικής κρίσης και της καραντίνας, η εισαγωγή του μοντέλου της ‘τηλεργασίας’, συνέβαλε στην περαιτέρω ενίσχυση της διαδικασίας εξατομίκευσης των εργασιακών σχέσεων, εκεί όπου πλέον, ένας εργαζόμενος, και του ευρύτερου δημόσιου τομέα, έχει την δυνατότητα να διαπραγματευτεί την θέση του και την σύμβαση του, από το σπίτι του. Λόγω του ό,τι δεν έχει παρέλθει ακόμη μεγάλο χρονικό διάστημα από την πανδημική κρίση η οποία προσέλαβε πολύ ισχυρό αντίκτυπο και στο πεδίο των εργασιακών σχέσεων (συναδελφικές σχέσεις που είχαν οικοδομηθεί εντός ενός συγκεκριμένου εργασιακού χώρου, ατόνησαν), δεν διαθέτουμε πολλές επιστημονικές έρευνες που να εστιάζουν στο αν και σε ποιον βαθμό η πανδημική κρίση και η καραντίνα που εφαρμόστηκε, επηρέασαν τον δείκτη της συνδικαλιστικής πυκνότητας. Δηλαδή, το κατά πόσον αυξήθηκε ή αντίστοιχα μειώθηκε η παρουσία ή η συμμετοχή των εργαζομένων στα συνδικάτα. Έρευνες που να εστιάζουν στο αν προέκυψαν νέα ρεπερτόρια δράσης (οι ‘μοτοπορείες’ εργαζομένων ή αλλιώς, ντελιβεράδων στον κλάδο της εστίασης, συνιστά έναν νέο τρόπο έκφρασης και προβολής αιτημάτων), στο πως διαμορφώθηκε, για παράδειγμα, η σχέση κυβέρνησης και μεγάλων τριτοβάθμιων συνδικαλιστικών οργανώσεων όπως η ΓΣΕΕ και η ΑΔΕΔΥ, στο πως αναδιαμορφώθηκε ο συσχετισμός δύναμης μεταξύ συνδικάτων του δημοσίου και συνδικάτων του ιδιωτικού τομέα. Εν είδει υποθέσεως εργασίας, θα υποστηρίξουμε πως οι σχέσεις που διαμορφώθηκαν μεταξύ της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας και της ΑΔΕΔΥ, ήσαν πολύ περισσότερο ‘συγκρουσιακές’ συγκριτικά με τις σχέσεις μεταξύ κυβέρνησης και ΑΔΕΔΥ. Εμβαθύνοντας περισσότερο, θα πούμε πως η πολιτική κυριαρχία που απέκτησε η Νέα Δημοκρατία του Κυριάκου Μητσοτάκη, δεν συνοδεύθηκε από την αντίστοιχη αύξησης της επιρροής της συνδικαλιστικής παράταξης της ΔΑΚΕ, η οποία, ομνύοντας στην γραμμή της ‘υπευθυνότητας’ εξακολουθεί να πιέζεται από την ΠΑΣΚΕ και από οργανώσεις της κοινοβουλευτικής (ΠΑΜΕ) και της εξω-κοινοβουλευτικής Αριστεράς.

[3] Βλέπε σχετικά, Goldstone, Jack., ‘., ‘Revolution and rebellion in the early modern world,’ Berkley & Los Angeles, University of California Press, 1991, σελ. 35. To κατά Κατσορίδα, Παπανικολόπουλο, Κόλλια & Δερμάνη «έλλειμμα ηγεσίας» των τριτοβάθμιων και όχι μόνο, συνδικαλιστικών οργανώσεων, δεν ήσαν ποτέ πιο εμφανή όσο την περίοδο που διανύουμε. Αντί οι ηγέτες των τριτοβάθμιων (η δομή του εγχώριου συνδικαλιστικού κινήματος είναι ‘πυραμιδική’: Ήτοι, ανεβαίνει από τα κάτω προς τα πάνω, προς την κορυφή), να καταθέτουν δημιουργικές προτάσεις για την αξιοποίηση της τεχνητής νοημοσύνης, αναλώνονται σε ανέμπνευστες απεργιακές πορείες όπως αυτή της 17ης Απριλίου, η οποία μάλιστα θα συμπληρωθεί από την τελετουργική-μνημονική πορεία για τον εορτασμό της επετείου της Πρωτομαγιάς. Τότε είναι που τα συνθήματα που ακούστηκαν την Τετάρτη 17 Απριλίου, θα ακουστούν ακόμη πιο δυνατά. Το μόνο που θα αλλάξει ίσως, θα είναι η συμμετοχή του κόσμου. Λόγω του ειδικού ιστορικού βάρους της ημέρας, λόγω του ό,τι η συμμετοχή στην πορεία συνδυάζεται και με έξοδο για μία βόλτα με φίλους, θεωρούμε πως οι συμμετέχοντες στην πορεία για την Πρωτομαγιά θα είναι πολύ περισσότεροι από τους συμμετέχοντες στην απεργιακή κινητοποίηση της 17ης Απριλίου.

[4] Βλέπε σχετικά, Almeida, Paul., ‘Defensive Mobilization: Popular Movements against economic Adjustment Policies in Latin America,’  Latin American Perspectives 34, 2007. Το φαινόμενο του free riding, για το οποίο έχει επιχειρηματολογήσει πολύ πειστικά ο Olson, δηλαδή το φαινόμενο του «τζαμπατζή», εξακολουθεί να ισχύει στην εγχώρια συνδικαλιστική πραγματικότητα. Και τι εννοούμε λέγοντας κάτι τέτοιο; Εννοούμε πως παρά το ό,τι δεν ισχύει το καθεστώς των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, ουκ ολίγοι εργαζόμενοι δεν σπεύδουν να ενταχθούν σε κάποιο συνδικάτο, εκτιμώντας εκ των προτέρων πως όλα και κάποια δικλείδα ασφαλείας θα βρεθεί που στο τέλος θα τους ‘προστατεύσει από την εργοδοτική αυθαιρεσία.’ Ακόμη και αν αυτή η δικλείδα ασφαλείας είναι η συνδικαλιστική-απεργιακή δράση των συναδέλφων τους. Η πανδημική κρίση και οι εξελίξεις που επέφερε στο πεδίο των εργασιακών σχέσεων όρθωσαν εκ νέου ‘τείχη’ μεταξύ των εργαζομένων του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα, τείχη που είχαν αμβλυνθεί σε σημαντικό βαθμό την περίοδο της κοινωνικής και πολιτικής κρίσης. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η δυσπιστία που εκφράζουν εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα προς τους εργαζομένους του δημόσιου τομέα, συνιστά παράγοντα που εμποδίζει την συμμετοχή των πρώτων σε απεργιακές κινητοποιήσεις: ‘Γιατί εγώ να συμμετάσχω σε μία πορεία μαζί με τους ‘προνομιούχους δημόσιους υπάλληλους; Τι έχω να κερδίσω εγώ; Έτσι κι αλλιώς, αυτοί τα παίρνουν όλα’. Οι διαδοχικές αυξήσεις μισθών στον ιδιωτικό τομέα στις οποίες έχει προχωρήσει η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, δεν έχουν συμβάλλει στην άμβλυνσης της διαμορφωθείσας δυσπιστίας. Βλέπε σχετικά, Olson, M., ‘The Free Rider Problem,’ Stanford Encyclopedia of Philosophy, 2003, Διαθέσιμο στο: The Free Rider Problem (Stanford Encyclopedia of Philosophy)

[5] Ακόμη και οι μεγάλες συνδικαλιστικές-απεργιακές κινητοποιήσεις της περιόδου της κρίσης, δεν άφησαν πίσω τους ‘ίχνη’. Οι κινητοποιήσεις εκείνων των ημερών, εξακολουθούν να είναι ‘terra incognita’ για άτομα ηλικίας είκοσι-εικοσιπέντε ετών που αντί της πραγματοποίησης σπουδών, έχουν επιλέξει να ενταχθούν στην αγορά εργασίας. Είτε στον δημόσιο τομέα που αδυνατεί να προσφέρει τα προνόμια του παρελθόντος, είτε στον ιδιωτικό. Την σημερινή περίοδο, δεν διαθέτουν δυναμική ούτε οι κινητοποιήσεις των εργαζομένων στον τουρισμό που έχουν τοπική διάσταση και εποχιακό χαρακτήρα.