Για τα ευρήματα του ευρωβαρόμετρου

Σίμος Ανδρονίδης 11 Ιουν 2021

Ο Αντώνης Παπακώστας, με άρθρο του στην εφημερίδα ?Τα Νέα,? παρουσιάζει ορισμένα ενδιαφέροντα και σημαντικά ευρήματα δημοσκόπησης του Ευρωβαρόμετρου,  που έχουν να κάνουν με το πως προσλαμβάνεταη θέση της Ελλάδας εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Και το ενδιαφέρον, όσο και η σημαντικότητα των ευρημάτων, έγκειται και στο ό,τι φέτος συμπληρώνονται σαράντα χρόνια από την ένταξη της Ελλάδας στην τότε Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ). Που μετεξελίχθηκε στη σημερινή Ευρωπαϊκή Ένωση με την υπογραφή και ιδίως, την θέσπιση σε ισχύ της Συμφωνίας του Μάαστριχτ, στα 1992. Αρχικά, ας δούμε τι γράφει ο Αντώνης Παπακώστας, ως προς την στάση Ελλήνων πολιτών απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ένωση. «Οι μετρήσεις δείχνουν ότι η ιδιότητα του μέλους στην ΕΕ έχει θετική αποδοχή μεν, αλλά όχι στον βαθμό που είναι αποδεκτή για τους υπόλοιπους Ευρωπαίους. Οι θετικές γνώμες είναι 56% στην Ελλάδα, όταν στην Ευρώπη είναι 63%, οι δε αρνητικές είναι 15% στην Ελλάδα, όταν στην ΕΕ είναι μόνο 9%».[1]

Δεν κομίζουμε γλαύκας εις Αθήνας αναλυτικά, αν πούμε πως το 56% που εκφράζει τις «θετικές γνώμες», άλλως πως, την αποδοχή της Ευρωπαϊκής Ένωσης, απέχει 7 μονάδες από 63% που εντοπίζεται στην Ευρώπη, με τον δείκτη θετικότητας να κινείται έξι μονάδες πάνω από το όριο του 50%.

 Σπεύδουμε να διεισδύσουμε βαθύτερα στα του συγκεκριμένου ποσοστού και της ερμηνείας του, λέγοντας πως, για το σχηματισμό του λαμβάνουμε υπόψιν πρωταρχικά, τις κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις της περασμένης δεκαετίας, που ήταν δεκαετία βαθιάς κοινωνικοοικονομικής και πολιτικής κρίσης, με τις εξελίξεις αυτές να άπτονται και του ίδιου του καταστατικού πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Οικονομικής-Νομισματικής Ένωσης (ΟΝΕ), αλλά και των σχέσεων της χώρας την Ένωση και τα θεσμικά όργανα της.

Ως προς αυτό, κάνουμε λόγο για την διαμόρφωση ενός οιονεί ρεύματος δυσαρέσκειας προς την Ευρωπαϊκή Ένωση και προς ό,τι προσδιορίσθηκε πολιτικά ως ?άδικη? και ?μεροληπτική? στάση της Ένωσης εις βάρος της Ελλάδας, σε ένα σημείο όπου το ρεύμα αυτό, διαπέρασε κάθετα την ελληνική κοινωνία, συμβάλλοντας στην τροφοδότηση επιμέρους στάσεων και κοινωνικών-πολιτικών αντιλήψεων σχετικά με την Ευρωπαϊκή Ένωση και τον ρόλο της, αποκτώντας, αφενός μεν  ένα σκέλος κριτικού ευρωσκεπτικισμού, εκ-πεφρασμένου με διάφορους τρόπους, και, αφετέρου δε, ένα σκέλος το οποίο και θα αποκαλέσουμε αμφισβητησιακό σκέλος, το οποίο και δεν δίσταζε να καταπιαστεί εμπρόθετα με το ζήτημα ή αλλιώς, το ερώτημα περί αποχώρησης της χώρας από την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Το συγκεκριμένο σκέλος, αναπτύχθηκε και αναπαράχθηκε και σε κομματικές εκφάνσεις της Αριστεράς, εξωκοινοβουλευτικής (βλέπε την ρητορική της εξάρτησης), και μη, με το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδος στη δεύτερη περίπτωση, να μην διεκδικεί μόνο την ?δικαίωση? του σχετικά με το ρόλο και τις πολιτικές της Ένωσης, αλλά να επικαιροποιεί την πολιτική της ?ρήξης,? με κρισιακού τύπου, αναλύσεις, αρθρώνοντας την πολιτική του στρατηγική γύρω από την αμφισβήτηση του ευρω-ενωσιακού οικοδομήματος και της διεκδίκησης της εξόδου από αυτό. Άρα, η θεωρούμενη ρήξη ενέχει ένα ιδιαίτερο περιεχόμενο.

Αν ο καταλύτης που επιτάχυνες υπόγειες και προϋπάρχουσες τάσεις  ευρωσκεπτικισμού, με διάφορα χαρακτηριστικά (μία πτυχή είναι αυτή της συσχέτισης του με αφηγήσεις περί εθνικής υπόστασης και ιδιοπροσωπίας), τότε, θα αναφέρουμε πως υπήρξαν άλλα δύο σημειακά συμβάντα που διαδραματίζουν ρόλο στη διαμόρφωση του 56% θετικής στάσης απέναντι στην Ένωση. Και ποια είναι αυτά;

Το πρώτο συμβάν αφορά το δημοψήφισμα του 2015 και ό,τι προηγήθηκε και ακολούθησε, εδώ όπου και υπεισέρχεται στην όλη εξίσωση ο παράγοντας Συνασπισμός της Ριζοσπαστικής Αριστεράς,[2] και το δεύτερο συμβάν έχει σχέση με την όξυνση του προσφυγικού-μεταναστευτικού ζητήματος, όπου και, δίπλα στο πρόθημα ?μεροληπτική? ως περιγραφική του τρόπου και δη του ?επιθετικού? τρόπου που αντιμετώπισε η Ένωση την Ελλάδα εν καιρώ κρίσης, προστέθηκε και το πρόθημα, για διάφορους πολιτικούς φορείς αλλά και ατομικά υποκείμενα, της ?ανθελληνικής? στάσης.

 Το 56%[3] ναι μεν φαντάζει ένα ποσοστό πάνω από το όριο του 50%, όμως, δεν είναι ικανοποιητικό, εάν εστιάσουμε στο πως εξελίχθηκαν ιστορικά οι σχέσεις της Ελλάδας με την Ευρωπαϊκή Ένωση, το πως αυτή διαπέρασε τον λόγο πολιτικών κομμάτων, όπως επίσης, το πως και το πόσο συνέβαλλε η Ευρωπαϊκή Ένωση στην πραγματοποίηση επιτευγμάτων σε μία σειρά από τομείς.

Στη βάση των οποίων τίθεται η σταθεροποίηση της Μεταπολιτευτικής δημοκρατίας, και ακόμη, το άνοιγμα σε μορφές διαβουλευτικής δημοκρατίας, κάτι που διεφάνη ιδιαίτερα στο πλαίσιο δημιουργίας δομών κοινωνικού διαλόγου. Έχοντας θέσει το περίγραμμα, μπορούμε τώρα να περάσουμε, στην εξέταση δεικτών που έχουν να κάνουν με την στάση των αυτο-προσδιοριζόμενων ως δεξιών και αντίστοιχα, αριστερών ψηφοφόρων, απέναντι στην Ένωση.

Και σε αυτό το σημείο, παρατηρούνται ιδιαίτερες διαφορές, με την τομή Δεξιάς και Αριστεράς που κάποτε ήταν  περισσότερο κεντρική για τον καθορισμό και την κεντρομόλο δυναμική του κομματικού-πολιτικού συστήματος, να διατηρεί το ειδικό της βάρος ως προς την πρόσληψη της σχέσης της χώρας με την Ένωση, πολιτικά και ιστορικά. Και ακόμη, συγκαιρινά.

 «Έτσι, το 69% των δεξιών θεωρεί την ιδιότητα του μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης θετική, όταν στην υπόλοιπη Ευρώπη το αντίστοιχο ποσοστό είναι μόνο 54%. Αντίθετα, οι ευρωπαίοι αριστεροί είναι πολύ πιο θετικοί στην ιδιότητα του Ευρωπαίου με ποσοστό 73%, ενώ οι έλληνες αριστεροί μόνο με 49%».[4] Σε αυτό το πλαίσιο, προκύπτουν μερικά πολύ ενδιαφέροντα ευρήματα για έναν πολιτικό επιστήμονα.

Η θετική στάση των δεξιών ψηφοφόρων στην Ελλάδα, προς την Ένωση, υπερβαίνει κατά πολύ τον ευρωπαϊκό μέσο όρο των ομοϊδεατών τους, κάτι που του καθιστά ξεκάθαρα φιλευρωπαίους, πολιτικά, αξιακά και στρατηγικά, ποσοστό που θα το αποδώσουμε στις εξής παραμέτρους. Πρώτον, στον ευρύτερο αντίκτυπο που είχε, στη διαμόρφωση της ατομικής τους συμπεριφοράς και πολιτικής αντίληψης για την Ευρωπαϊκή Ένωση  και την θέση και την παρουσία της Ελλάδας εντός αυτής, ο κεντρικός ρόλος του κόμματος της Νέας Δημοκρατίας και η εξ αρχής φιλευρωπαϊκή του θέση, που δεν γνώρισε τις  ενίοτε έντονες αναταράξεις και τις διαφοροποιήσεις,  Μεταπολιτευτικά, που γνώρισαν άλλα πολιτικά κόμματα.

Η στάση αυτή της Νέας Δημοκρατίας, συν-διαμόρφωνε τις αντιλήψεις και θα λέγαμε, πως ?διαπαιδαγωγούσε? ως προς αυτό, ψηφοφόρους της δεξιάς οικογένειας, καλύπτοντας παράλληλα (ας το προσέξουμε αυτό), ευρω-σκεπτικιστικές  φωνές πολιτικών κομμάτων με δεξιές αναφορές που δημιουργήθηκαν όλα αυτά τα χρόνια (βλέπε τους λόγους ίδρυσης των Ανεξάρτητων Ελλήνων), και τις αντι-ευρωενωσιακές φωνές και τάσεις ακροδεξιών πολιτικών κομμάτων.

Η Νέα Δημοκρατία, σε αυτό το φάσμα του κομματικού-πολιτικού συστήματος και των πολιτικοϊδεολογικών αναφορών, λειτουργούσε και λειτουργεί με κεντρομόλο δυναμική. Το αποτέλεσμα είναι μία υψηλή φιλευρωπαϊκή στάση, που θέτει  τους εγχώριους δεξιούς ψηφοφόρους, στην πρώτη γραμμή του ευρωπαϊκού φιλευρωπαϊσμού, έτσι όπως συναντάται σε αυτή την πολιτική οικογένεια.

Από την άλλη πλευρά, τώρα, η στάση των αριστερών διαφοροποιείται και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, με το 49% των θετικών γνωμών να υπολείπεται κατά πολύ του αντίστοιχου, αριστερού, ευρωπαϊκού μέσου όρου. Και που μπορεί να αποδοθεί αυτό; Στην οιονεί καχυποψία έως απαρέσκεια για τις ευρωπαϊκές πολιτικές και την Ένωση που διακρίνει ιδιαίτερο τμήμα της εν ευρεία εννοία Μεταπολιτευτικής  Αριστεράς, πρωτοστατούντος του ΚΚΕ, καχυποψία που στην δική του περίπτωση αναμειγνύεται ή αλλιώς, συναρθρώνεται με αντι-καπιταλιστικές και αντι-ιμπεριαλιστικές αναφορές, με την Ευρωπαϊκή Ένωση, σε μαρξίζουσες αναλύσεις, να ανάγεται στο ύψος της ιμπεριαλιστικής δύναμης.

Οι αυτο-προσδιοριζόμενοι αριστεροί της έρευνας δεν βρίσκονται μεταξύ της Σκύλλας και της Χάρυβδης, αλλά, αντιθέτως, μεταξύ καχυποψίας και ιδεολογικού αρνητισμού, της κινηματικής κριτικής στην Ευρωπαϊκή Ένωση, και της επιλογή ενός άλλου δρόμου ανάπτυξης, πέραν αυτής. Κατ? αυτόν τον τρόπο, δεν έχει συγκροτηθεί ένα υπόστρωμα που θα προσέφερε την δυνατότητα, ιστορικά, για μία διαφορετική προσέγγιση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για μία άλλη διαπαιδαγώγηση των ψηφοφόρων της, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει πως εκλείπουν θετικές γνώμες και αναφορές, και από ψηφοφόρους της Αριστεράς και από κόμματος που ανήκουν στην κατηγορία της Σοσιαλδημοκρατικής και μεταρρυθμιστικής  Αριστεράς (και Κεντροαριστεράς).

Και ένας λόγος που το ποσοστό σε επίπεδο Ευρώπης φθάνει το 73%, θεωρούμε πως σχετίζεται με το βάρος, πολιτικοϊδεολογικά, που είχε η Ευρωπαϊκή Σοσιαλδημοκρατία[5] που όχι μόνο συναινούσε στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά και διαδραμάτιζε ιδιαίτερο ρόλο στα διάφορα εγχειρήματα ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.

Στην Ελλάδα, αν και την περίοδο της Μεταπολίτευσης, το βάρος του ΠΑΣΟΚ, πολιτικοϊδεολογικά και όχι μόνο εκλογικά, υπήρξε σημαντικό, αυτό δεν σήμαινε πως κατάφερε να επισκιάσει εγκλήσεις και δη αρνητικές εγκλήσεις της Ένωσης αριστερής[6] χροιάς, που δεν ανά διαφορετική έκφανση, πλησίαζε και προς διάφορα άλλα μοντέλα κοινωνικής-πολιτικής οργάνωσης (βλέπε την πρώην Σοβιετική Ένωση),[7] με τις θετικές εγκλήσεις, σχετικά με την Ένωση να απουσιάζουν σημαντικά, όπως απουσιάζει και η αίσθηση ύπαρξης μίας κοινής, ευρωπαϊκής ταυτότητας. Μία αίσθηση συγχρωτισμού και πολιτισμικού συν-ανήκειν.

Επίσης, εκλείπει η αντίληψη ό,τι η Ευρωπαϊκή Ένωση συνιστά πεδίο έκφρασης μίας έννοιας ?ευρωπαϊκότητας? ανοιχτής, όπως και πεδίο σημαντικό, για την επίτευξη μεταβολών και αλλαγών σε διάφορους τομείς. Σε μία σχέση αλληλεπίδρασης μεταξύ διαφόρων αριστερών κομμάτων και αριστερών ψηφοφόρων, η Ευρωπαϊκή Ένωση λογίζεται ως το μέσο και όχι ο σκοπός. Οι τάσεις δυσπιστίας προς την Ένωση τροφοδοτούνται και από τις εξελίξεις της περιόδου της κρίσης,[8] ιδωμένες από αριστερή σκοπιά. Διαφορετικά ειπωμένο, πολλοί αριστεροί δεν θεώρησαν και δεν θεωρούν την Ευρωπαϊκή Ένωση οικεία και σε ένα βαθύτερο επίπεδο, ?δική τους.?

Τώρα, μπορούμε να περάσουμε σε μία άλλη κατηγορία, που συνδέεται με την στάση των πολιτικών κομμάτων, απέναντι, πάλι, στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα στοιχεία αυτής της κατηγορίας προέρχονται από την Chapel Hill Expert Survey.

Υπό αυτό το πρίσμα, οι δείκτες δεν ξενίζουν και ιδιαίτερα, με την Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ (και το σημερινό Κίνημα Αλλαγής), να θεωρούνται καθαυτό φιλευρωπαϊκά κόμματα. Για να φθάσει σε αυτό το σημείο το ΠΑΣΟΚ, χρειάστηκε να διανύσει αρκετό δρόμο.[9]

Νέα Δημοκρατία και ΠΑΣΟΚ/Κίνημα Αλλαγής, μη αποτελώντας φιλευρωπαϊκό μπλοκ, με επιμέρους διαφορές που αφορούν το εγχείρημα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, την θέση της Ελλάδος εντός αυτής και τα προτεινόμενα εργαλεία πολιτικής για την προώθηση της, έχουν αποκτήσει μία βιωματική σχέση με την Ένωση, ευδιάκριτη στην πολιτική τους φυσιογνωμία, στον πολιτικοϊδεολογικό τους λόγο, στην εν γένει φυσιογνωμία των ίδιων και των στελεχών τους. Από την άλλη, το «ΜέΡΑ 25[10] και ο ΣΥΡΙΖΑ[11] τηρούν μια χαλαρή φιλευρωπαϊκή στάση, η οποία όμως δεν είναι ξεκάθαρη. Το ΚΚΕ, η Ελληνική Λύση και η ΧΑ έχουν σαφή αντιευρωπαϊκή θέση».[12]

Πολίτες, ψηφοφόροι και κόμματα, έχουν ιστορικά, πολιτικά και αξιακά, διαμορφώσει μία πολύσημη και σύνθετη πρόσληψη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που συμπεριλαμβάνει διάφορες παραμέτρους, όσο σύνθετη είναι και η σχέση της χώρας με την Ευρωπαϊκή Ένωση εδώ και σαράντα χρόνια. Το ?αντί? και το ?με την Ένωση? εναλλάσσονται ποιοτικά, κατασκευάζοντας έναν ?αστερισμό? αφηγήσεων.

 



[1] Βλέπε σχετικά, Παπακώστας Αντώνης, ?Πόσο ευρωπαϊκά είναι τα ελληνική κόμματα,? Εφημερίδα ?Τα Νέα,? 07/06/2021, σελ. 14. Θα είχε πρόσθετο ενδιαφέρον εάν διαθέταμε τις γνώμες πολιτών διαφόρων ευρωπαϊκών χωρών που είναι μέλη της Ένωσης, ώστε να μπορέσουμε να σχηματίσουμε μία πληρέστερη  εικόνα.

[2] Πραγματικά,  η μελέτη της σχέσης του ΣΥΡΙΖΑ με την Ευρωπαϊκή Ένωση θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο εκπόνησης τουλάχιστον μεταπτυχιακής διατριβής σε κάποιο τμήμα πολιτικών επιστημών της χώρας. Στην ανάλυση των ευρημάτων του ευρωβαρόμετρου, ο Αντώνης Παπακώστας, κάνει λόγο για την «χαλαρή φιλευρωπαϊκή στάση» του συγκεκριμένου κόμματος της Αριστεράς, συνυπολογίζοντας προφανώς, τα γεγονότα του 2015 ( και της περιόδου της διακυβέρνησης του), που συνιστούν τομή ως προς την δυνατότητα διαμόρφωσης μίας  συμβιωτικής και περισσότερο ομαλής  σχέσης του κόμματος με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, ως προς την ανα-διαμόρφωση του πολιτικοϊδεολογικού του λόγου. Ο ΣΥΡΙΖΑ, δεν απέκτησε την καταστατική, πολιτική έως βιωματική σχέση με την πάλαι ποτέ Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα και την σημερινή Ευρωπαϊκή Ένωση που απέκτησε το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας, ούτε την επεξεργάστηκε βαθύτερα, πολιτικά, προγραμματικά, ιδεολογικά και ιστορικά, με τον τρόπο που το επιχείρησε το Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα (ΠΑΣΟΚ), από το 1981 και έπειτα, δίχως όμως να εμπίπτει καθαρά στην κατηγορία του αντι-ευρωενωσιακού κόμματος (και όχι απλά αντι-ευρωπαϊκού), όπως το ΚΚΕ, όπως απλοϊκά έχει λεχθεί στο παρελθόν. Αντιθέτως, είχε μία θέση υπέρ της παραμονής της χώρας σε Ευρωπαϊκή Ένωση και Ευρωζώνη και περαιτέρω, της πραγματοποίησης μεταρρυθμίσεων στο εσωτερικό της Ένωσης, πηγαίνοντας όμως ένα βήμα παραπέρα εν καιρώ κρίσης, την περίοδο δηλαδή όπου το κόμμα βίωνε το τρίτο ?κύμα? της ριζοσπαστικοποίησης του, κινηματικά-πολιτικά,  όταν και φλέρταρε με έναν κριτικό ευρωσκεπτικισμό που δεν απείχε από δηλώσεις του τύπου ?το νόμισμα δεν είναι φετίχ,? επηρεαζόμενο από διεργασίες που την ίδια συντελούνται σε επίπεδο κινημάτων και της εν ευρεία εννοία, Αριστεράς. Οι δηλώσεις όμως δεν μετατράπηκαν σε προθέσεις και πολιτικές πράξεις, και την περίοδο της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, κάτι που μας ωθεί να πούμε πως, μεταξύ Ν.Δ., ΠΑΣΟΚ, και ΚΚΕ, το κόμμα τήρησε μία ενδιάμεση στάση, δίχως να επιχειρεί να ενσωματώσει διαλεκτικά και πολιτικά, προγραμματικό, σε επίπεδο λόγου και φυσιογνωμίας, τον ρητό φιλευρωπαϊσμό της πάλαι ποτέ ανανεωτικής, κομμουνιστικής Αριστεράς, ή αλλιώς, του εν Ελλάδι ρεύματος του ευρω-κομμουνισμού.

[3] Επίσης, το ποσοστό του 56%, όντας κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, όχι σε μεγάλη απόσταση από αυτόν, δείχνει και το σχετικό εύρος της δυσαρέσκειας των ερωτώμενων, και, σε περίπτωση που το δείγμα είναι αντιπροσωπευτικό,  μέρους της ελληνικής κοινωνίας απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

[4] Βλέπε σχετικά, Παπακώστας Αντώνης, ?Πόσο ευρωπαϊκά είναι τα ελληνική κόμματα…ό.π.

[5] Και άλλα κόμματα της Αριστεράς, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, δεν εγκολπώνονταν και δεν επεξεργάζονταν θέσεις εξόδου και ?καταστροφής? της ΕΟΚ/ Ένωσης, τείνοντας να την σημασιοδοτούν ως σύμμαχο σε διάφορα μεταρρυθμιστικά εγχειρήματα.

[6] Ακόμη και πολιτισμικά, μέσω διαφόρων καλλιτεχνικών, μουσικών, στιχουργικών, αριστερών  επιτελέσεων, η Ευρώπη και η θεσμική μορφή της ενωμένης Ευρώπης, δεν αναπαρίστανται συχνά και θετικά, με το σημαίνον της ?αντίστασης? και του ?αγώνα? να έχουν πρωτεύουσα θέση.

[7] Η Σοβιετική Ένωση, για το ΚΚΕ κύρια αλλά όχι μόνο, υπήρξε όχι μόνο το αντίπαλο δέος της τότε Ευρωπαϊκής, Οικονομικής Κοινότητας, αλλά και το ελκτικό σημείο αναφοράς. Ο χώρος της Αριστεράς όμως δεν υπήρξε ενιαίος και μονολιθικός, όσο διαπερνώνταν, όντας ετερογενής, από αντιφάσεις και διαφορετικές προσλήψεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κάτι που παρατηρήσαμε στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ.

[8] Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ό,τι το Βρετανικό δημοψήφισμα του 2016 και το αποτέλεσμα υπέρ της εξόδου της Μεγάλης Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση, δεν μεταπλάσθηκε πολιτικά και δεν προσέδωσε δυναμικά σε αριστερές αφηγήσεις εξόδου της Ελλάδας από την Ένωση, με το δημοψήφισμα του 2015 και οι τομές που αυτό ενέγραψε, να ρίχνουν βαριά την σκιά τους στη δημόσια σφαίρα.

[9] Η θεώρηση της σχέσης του ΠΑΣΟΚ, με την Ευρωπαϊκή Ένωση, χωρίς να τείνουμε στην περιπτωσιολογία, αποτελεί ή μπορεί να αποτελέσει case study, ακριβώς για την ανάδειξη του πως ένα κόμμα που εκκίνησε με ένα αντι-ευρωκοινοτικό υπόβαθρο, την περίοδο της πρώιμης Μεταπολίτευσης, εξέλιξε και επαναπροσδιόρισε τις σχέσεις του με την ΕΟΚ/Ε.Ε., καταστατικά και πολιτικά, ώστε σήμερα, να αποτελεί ένα καθαυτό φιλευρωπαϊκό κόμμα, να επιλέγει την διεκδίκηση εντός κοινότητας και δίχως να λοξοδρομεί, την δεκαετία του 1980,  να προκρίνει πολιτικές εξευρωπαϊσμού (βλέπε την οκταετία διακυβέρνησης του Κώστα Σημίτη), εκεί όπου, μπορούμε να τονίσουμε πως μέσω της ΕΟΚ/Ε.Ε., και των αντιφάσεων και εντάσεων που συνόδεψαν την σχέση της με το ΠΑΣΟΚ, το τελευταίο ωρίμασε, μετεξελίχθηκε, αποτελώντας το κόμμα εκείνο που προσέλαβε την Ένωση με όρους δομικούς. Και είναι ενδεικτικό, ό,τι όσον αφορά, τον δείκτη της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, το ΠΑΣΟΚ/Κίνημα Αλλαγής, προσεγγίζει το 9,8, με απώτατο θετικό όριο το 10, έχοντας ίδιο ποσοστό με τη Νέα Δημοκρατία. Ο ΣΥΡΙΖΑ, από την άλλη, φτάνει το 7,1 όντας αρκετά πίσω από τα κόμματα του άλλοτε ισχυρού δικομματισμού. Βλέπε σχετικά, Παπακώστας Αντώνης, ?Πόσο ευρωπαϊκά είναι τα ελληνική κόμματα…ό.π.

[10] Για το ΜέΡΑ 25 του Γιάνη Βαρουφάκη, το σημείο τομής μέσω του οποίου αναδεικνύεται και νοηματοδοτείται, κινηματικά, η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι η αποκαλούμενη ?Ελληνική άνοιξη? του 2015 και η ?κατάπνιξη? της (στις αφηγήσεις του κόμματος), από τους θεσμούς της Ένωσης. Ό,τι ορίζει ως «χαλαρή φιλευρωπαϊκή στάση» του κόμματος ο Αντώνης Παπακώστας, επιδέχεται διαφόρων ερμηνειών, με το κόμμα σήμερα, να μην κάνει ρητά και να μην θέτει ως κεντρικό επίδικο της δράσης του την έξοδο της χώρας από την Ένωση ή και την ευρωζώνη, αλλά, να μην παύει να ασκεί κριτική, δραστική κριτική στην αρχιτεκτονική της, στο λεγόμενο ?έλλειμμα? δημοκρατίας στο εσωτερικό της και στις πολιτικές που ασκεί.

[11] Με απώτατο όριο το 10, εξετάζεται η σημασία που έχει για ένα πολιτικό κόμμα η διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Ο ΣΥΡΙΖΑ προσεγγίζει το 6,7, ποσοστό που δεν απέχει και πολύ, αλλά πάλι υπολείπεται των αντίστοιχων της Νέας Δημοκρατίας (7,6) και του Κινήματος Αλλαγής (7,3). Ο δείκτης σημαντικότητας δείχνει την επικράτηση εντός κόμματος, της τάσης του ευρω-ρεαλισμού, μετά και από την κυβερνητική θητεία.  Βλέπε σχετικά, Παπακώστας Αντώνης, ?Πόσο ευρωπαϊκά είναι τα ελληνική κόμματα…ό.π.

[12] Βλέπε σχετικά, Παπακώστας Αντώνης, ?Πόσο ευρωπαϊκά είναι τα ελληνική κόμματα…ό.π. Το κόμμα της Ελληνικής Λύσης του Κυριάκου Βελόπουλου, προτάσσει την δημιουργία μίας Ευρώπης των λαών και των εθνών, ως αντιστάθμισμα στην σημερινή ?Γερμανική Ευρωπαϊκή Ένωση? που επίσης λειτουργεί ως Ένωση των ελίτ. Έτσι, μέσω της δόμησης μίας τομής μεταξύ λαών και ελίτ και μία κατά βάση, αντι-ελιτίστικης προσέγγισης, κλασικής για κόμματα παρόμοιας ιδεολογίας, αναπτύσσεται εμπρόθετα ενός, εθνο-κεντρικός ευρω-σκεπτικισμός που δεν διστάζει να εμβαπτισθεί στα νάματα της ?ανεξαρτησίας.?