Τις τελευταίες ημέρες, έχουν ξεσπάσει στο Παρίσι και σε άλλες Γαλλικές πόλεις, βίαια επεισόδια, με αφορμή τον θάνατο ενός νεαρού 17 ετών από πυρά αστυνομικού, στην περιοχή της Ναντέρ.
Πιο συγκεκριμένα, τα επεισόδια ξέσπασαν αμέσως μετά την γνωστοποίηση του συμβάντος και απλώθηκαν πολύ γρήγορα, πράγμα που αποδεικνύει πως ο φόνος του 17ου χρόνου, ήσαν μόνο η αφορμή για την εκδήλωση ενός μαζικού ‘κύματος’ βίας, το οποίο έχει κάποιες ομοιότητες με το εδώ ‘κύμα’ βίαιης διαμαρτυρίας που ξέσπασε το 2008, με την ίδια αφορμή (θάνατος του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου από πυρά αστυνομικού στην περιοχή των Εξαρχείων), με την πλέον σημαντική να αφορά την μαζική συμμετοχή σε αυτό το βίαιο ‘κύμα’ ατόμων νεαρών σε ηλικία.
Οι ομοιότητες όμως σταματούν εδώ, ακριβώς διότι τα δύο βίαια ‘κύματα’ διαφέρουν και ως προς το εύρος της ασκούμενης βίας, με τους διαδηλωτές στη Γαλλία να είναι πολύ περισσότερο βίαιοι και να θέτουν στο στόχαστρο τους τα πάντα[1], και ως προς το ίδιο το εφαρμοσθέν ρεπερτόριο. Και εδώ έγκειται το παράδοξο του ‘βίαιου κύματος’ που έχει ξεσπάσει στη Γαλλία.
Το ό,τι δηλαδή, προσπέρασε τον συνήθη συγκρουσιακό κύκλο που εκδηλώνεται μετά από τέτοια γεγονότα (ας θυμηθούμε τις πορείες ή αλλιώς, τις διαδηλώσεις διαμαρτυρίας στις οποίες εμπλέκονταν διάφοροι κινηματικοί, πολιτικοί και συνδικαλιστικοί φορείς μετά τον θάνατο του Αλέξη Γρηγορόπουλου), δίχως ουδεμία στιγμή να συνυπάρξει μαζί του τροφοδοτώντας τον, χάριν της άμεσης και της στρατηγικής επένδυσης σε μία βία στον πυρήνα της οποίας εμπεριέχεται η έννοια της ‘ανταρσίας,’ παρμένης από τον καταστατικά αντι-κρατικό και αντι-εξουσιαστικό νεο-αναρχισμό που ενδημεί στο Παρίσι και στα προάστια.
Απόρροια αυτού, της επένδυσης σε μία βία που θέλει να είναι η μόνη δυνατή και ‘ελκυστική επιλογή,’ οι βίαιοι δρώντες (είναι δόκιμο να μιλήσουμε συμβατικά, για διαδηλωτές; ), δεν έχουν διατυπώσει κάποιο επίσημο και συγκεκριμένο αίτημα, όπως θα ήσαν για παράδειγμα, η τιμωρία του αστυνομικού, η παραίτηση του υπουργού Δημόσιας Τάξης και της κυβέρνησης.
Άρα, στρεφόμενοι στην διεισδυτική ανάλυση του καθηγητή Ανδρέα Πανταζόπουλου για τις διαδηλώσεις διαμαρτυρίας στα Παρισινά προάστια, το 2005, δεν θα διστάσουμε να κάνουμε λόγο για την «εξέγερση χωρίς λαλιά»,[2] για την ‘εξέγερση του φαίνεσθαι’ που σε κάθε βήμα της ‘καθαγιάζει’ και ‘υμνεί’ τελετουργικά, την βία.
Και το εν γένει αντι-εξουσιαστικό και βαθιά αντι-θεσμικό και αντι-Μακρονικό[3] της πνεύμα, διαμορφώνει τις προϋποθέσεις ώστε οι επιθέσεις να καθίστανται όλο και πιο στοχευμένες ή προσωποποιημένες, όπως δείχνει η επίθεση σε σπίτι δημάρχου.
Αυτό που έχουν πετύχει οι έμπλεοι οργής βίαιοι δρώντες χάριν και της αμηχανίας που διακατέχει τις πολιτικές δυνάμεις, είναι να εμβαπτίσουν την άσκηση της βίας πάνω στα νάματα της ‘σύγκρουσης γενεών,’ δηλώνοντας υπόρρητα προς άτομα μεγαλύτερων ηλικιών (εξού και οι εκκλήσεις του Γάλλου προέδρου προς τους γονείς των συμμετεχόντων), ‘φτάνει πια, ως πότε θα μας παίρνετε τα πάντα και θα ζητάτε και τα ρέστα’; ‘Ως πότε θα θρηνούμε παιδιά στην ηλικία μας και εσείς θα κοιτάτε αραχτοί και αδιάφοροι;’
Αυτό το ηλικιακό χάσμα υπήρχε και στα ‘Δεκεμβριανά’ του 2008, όπως δεν έφθασε σε τέτοιο βάθος, κύρια διότι υπήρξαν κατευναστικές δηλώσεις προσώπων όπως η μητέρα του νεκρού Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου.
Κύρια διότι, την κρίσιμη στιγμή η ασκούμενη βία ‘αποϊδεολογικοποιήθηκε’ και προσέλαβε το πραγματικό της περιεχόμενο: Καταστροφή.[4]
Κύρια διότι δεν βρέθηκαν πιονέροι του ‘κινήματος’ που να ομνύουν σε ένα τέτοιου τύπου αφήγημα, το οποίο, μεταγενέστερα, αρκετοί (βλέπε τον δημοσιογράφο Στέφανο Χίο), προσπάθησαν να επαναφέρουν στην επιφάνεια, καθιστώντας το βασική διαιρετική τομή. Κύρια διότι, η διατήρηση των ισχυρών δεσμών μεταξύ μεγαλύτερων και νεότερων, γονέων και παιδιών, παππούδων και εγγονών, εντός της ελληνικής κοινωνίας, απέτρεψαν ένα τέτοιο ενδεχόμενο.
Οι τωρινές δράσεις, εάν εξαιρέσουμε το εύρος της βίας, δεν έχουν κάποια ιδιαίτερη σχέση με τις πρόσφατες κινητοποιήσεις διαμαρτυρίας για την μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού-συνταξιοδοτικού συστήματος, με τους συμμετέχοντες να αξιοποιούν το μαύρο χρώμα το οποίο είναι συμβατό με την δράση τους. Τα βίαια επεισόδια πλέον έχουν σταματήσει.
[1] Παραπέμποντας στην ανάλυση του Αμερικανού κοινωνιολόγου Charles Tilly, θα υποστηρίξουμε πως στη Γαλλία, «ο βαθμός συνεργασίας των βίαιων δρώντων» είναι πολύ υψηλός. Και πως εκφράζεται αυτή η συνεργασία; Στις καταδρομικού τύπου επιχειρήσεις εναντίον δημόσιων κτιρίων τα οποία ‘πρέπει να καούν και να καταστραφούν γιατί εκεί μέσα λαμβάνονται μέτρα που καταστρατηγούν την ζωή μας και προαποφασίζονται ενέργειες όπως αυτή του Γάλλου αστυνομικού που πυροβόλησε εν ψυχρώ’ (περιττό να επισημάνουμε πως στο βίαιο και απλοϊκό φαντασιακό των δρώντων, ο θάνατος του νεαρού ήσαν ‘προαποφασισμένος. Οτιδήποτε άλλο πέραν αυτού, απλά αθωώνει τον μπάτσο’), στο κάψιμο μαγαζιών και αυτοκινήτων κατοίκων που λογίζονται ως ‘εμπόδια’ (δεν υπάρχει κάποιο κοινωνικό-ταξικό πρόσημο στην καταστροφή αυτοκινήτων: Όλα, ανεξαρτήτως μάρκας και κατόχου, μπορούν να καούν αδιαφοροποίητα), στις παράλληλες επιθέσεις εναντίον αστυνομικών, εκεί όπου η μία ομάδα διαδηλωτών εφορμά για να διασπάσει τις αστυνομικές δυνάμεις, υποχωρώντας μετέπειτα προκειμένου να δώσει την θέση της στις πίσω ομάδες για να επιτεθούν, να τραυματίσουν και να σκοτώσουν. Είναι τέτοιο το εύρος της ασκούμενης βίας που δεν θα πρέπει να θεωρηθεί παράλογο, θεωρητικά, το να επιδιώκουν οι δρώντες να σκοτώσουν έναν αστυνομικό ως πράξη εκδίκησης. Στα ‘Δεκεμβριανά’ του 2008, η παράμετρος που ακούει στο όνομα ‘συνεργασία’ υπήρχε, χωρίς όμως να φθάσει σε τέτοιο βαθμό και προπάντων, χωρίς να μπορεί να διασαλεύσει σε τέτοια έκταση την δημόσια τάξη και την κοινωνική ασφάλεια. Η απόφαση για την χρήση τεθωρακισμένων αυτό ακριβώς αποδεικνύει: Το ότι δηλαδή, οι βίαιες δράσεις βίαιων διαδηλωτών που δεν ‘αισθάνονται τίποτε,’ έχουν ήδη υπονομεύσει την δημόσια τάξη και την καθημερινότητα μίας πόλης που αν και συνηθισμένη σε πάσης φύσεως διαμαρτυρίες και ρεπερτόρια δράσης, τώρα στέκεται και παρακολουθεί εμβρόντητη. Βλέπε σχετικά, Tilly, Charles., ‘Terror, terrorism, terrorists,’ Sociological Theory, 22, 1, 2003, σελ. 5-13. Οι μικρές ομάδες των διαδηλωτών φλερτάρουν ανοιχτά με τον βίαιο εξτρεμισμό.
[2] Βλέπε σχετικά, Πανταζόπουλος, Ανδρέας., ‘Η Γαλλία φλέγεται; Η εξέγερση των προαστίων,’ Εκδόσεις Πόλις, Αθήνα, 2005. Εμβαθύνοντας περισσότερο, θα ισχυρισθούμε πως στον πυρήνα της η άσκηση της βίας που έχει αποκτήσει ιδιαίτερη δυναμική, συνιστά μείζον ‘σύμπτωμα’ του φαινομένου του ‘αποπολιτισμού,’ για το οποίο έχει μιλήσει τελευταίο ο Γάλλος πρόεδρος Εμμανουέλ Μακρόν, της έλλειψης ευγένειας και σεβασμού προς τους θεσμούς που εξελίσσεται σε σημαντικό πρόβλημα στις Δυτικές κοινωνίες, της έλλειψης γνώσεων πάνω στο τι σημαίνει κανόνας και πολιτική-θεσμική αγωγή, της σχετικής αδιαφορίας για τον ρόλο που επιτελούν οι αστυνομικοί μέσα σε μία κοινωνία. Όταν ο νεαρός (δεν δικαιολογούμε την εν ψυχρώ εκτέλεση του από το ένα μέτρο), σπεύδει να φύγει με κάθε τρόπο για να αποφύγει τον αστυνομικό έλεγχο, αυτό φανερώνει την απαξίωση με την οποία αντιμετωπίζει τους αστυνομικούς, την αδιαφορία του μπροστά στο ενδεχόμενο επιβολής του νόμου, τον τρόπο με τον οποίο η σκέψη του έχει εμποτιστεί από το μανιχαϊκό δίπολο ‘κακοί μπάτσοι-καλοί γκαζιάρηδες γρήγορων αυτοκινήτων.’ Οπότε τι μένει; ‘Να πατήσω το γκάζι για να ξεφύγω από τους ‘κακούς μπάτσους.’ Στις διάφορες εκδοχές της «νεολατρείας» για να χρησιμοποιήσουμε έναν όρο του Αντώνη Λιάκου, που καλλιεργείται συστηματικά, το φλερτ με τον κίνδυνο και με τον θάνατο που θα προβληθεί στο ‘τικ τοκ’, συμπεριλαμβάνει, ‘σχεδόν υποχρεωτικά’ και την αντιπαράθεση με τους ‘μπάτσους.’ Και αυτό το φλερτ είναι ‘ποπ ‘ή θέλει να είναι ‘ποπ,’ όπως ένα τραγούδι της Μαντόνα ή της Britney Spear, με τους δρώντες να σπεύδουν να δημιουργήσουν οι ίδιοι τα ‘είδωλα του δρόμου’ που πλέον δεν έχουν. Για τον όρο του Αντώνη Λιάκου, βλέπε και, Μαρβάκης, Αθανάσιος., Αναστασιάδου, Μαριάνθη., Πετρίτση, Ιωάννα., & Αναγνωστοπούλου, Τάνια., ‘Η νεολαία δείχνει τον δρόμο” – προς τα πού όμως; Νεολαία και Άκρα Δεξιά στην Ελλάδα,’ Ίδρυμα Friedrich Ebert, 2013, σελ. 4, Διαθέσιμο στο: E neolaia dichni ton dromo - pros ta pou omos : neolaia kai Akra Dexia stin Ellada (fes.de)
[3] Σε κάθε αστυνομικό, οι βίαιοι δρώντες βλέπουν έναν ‘Μακρόν,’ με αποτέλεσμα να επιτίθενται όλο και πιο βίαια, όλο και πιο ‘λυσσασμένα,’ στο εγκάρσιο σημείο όπου απλοϊκά και προδήλως εσφαλμένα, ο Γάλλος πρόεδρος θεωρείται ως ο ‘ηθικός αυτουργός της δολοφονίας.’ Όσο οι φαντασιακές διαστρεβλώσεις επηρεάζουν την στάση και την συμπεριφορά των διαδηλωτών που προφανώς δεν γνωρίζουν τι θα πει ‘δημοκρατική συμβίωση,’ τόσο περισσότερο θα απελευθερώνονται παράλληλα ‘κύματα’ βίας που μπορεί να μην έχουν την ισχύ των πρώτων (η κηδεία του νεαρού Γάλλου δεν διαδραμάτισε κάποιο ρόλο στην πυροδότηση ενός νέου ‘κύματος’, ακριβώς διότι η δυναμική του αμέσως προηγούμενο δεν είχε διόλου ‘εξατμισθεί’), αλλά θα αρκούν για να κρατούν τις αστυνομικές δυνάμεις απασχολημένες και να εντείνουν την αμηχανία των πολιτικών δυνάμεων που στέκουν σιωπηλές μπροστά στην ‘λατρεία των πολλών’ που επιβάλλει η ‘εξέγερση,’ στο πνεύμα του κοινοτισμού: ‘Η πόλη μας ανήκει. Ντου από παντού.’
[4] Πάντα νηφάλια και στοχαστική είναι η προσέγγιση της Σώτης Τριανταφύλλου που έχει το πλεονέκτημα μάλιστα της δια ζώσης παρατήρησης των όσων συμβαίνουν, λόγω του ότι διαμένει στο Παρίσι. Πρώτα και κύρια και προτού αναφερθεί σε έναν ‘εμφύλιο πόλεμο χαμηλής έντασης,’ αποφεύγει να εξιδανικεύσει την ‘μαχόμενη νεολαία,’ όπως κάνουν εκπρόσωποι Αριστερών κομμάτων που βλέπουν με περισσή ευκολία και επιφανειακά, σε κάθε διαδήλωση, κοινωνικά αίτια, όπως οι ανισότητες και η φτώχεια. «Σε ό,τι αφορά τον θάνατο του 17χρονου στη Ναντέρ, μπορούμε να μιλήσουμε για τρία φαινόμενα:
1. Τον συνεχιζόμενο πόλεμο δυνάμεων ασφαλείας και νεολαίας, ακροαριστερής, παραβατικής ή προερχόμενης από τη μετανάστευση.
2. Το αίσθημα της ατιμωρησίας που έχει αυτό το κομμάτι της νεολαίας.
3. Το ότι ένα μέρος του πληθυσμού καραδοκεί αδιαλείπτως προκειμένου να βάλει φωτιά στη χώρα όταν συμβεί αδικία και κατάχρηση εξουσίας». Βλέπε σχετικά, ‘Σώτη Τριανταφύλλου: Η εργαλειοποίηση ενός φόνου για να καεί η μισή Γαλλία,’ Συνέντευξη στον Γιώργο Φιντικάκη, Ιστοσελίδα ‘Liberal.gr,’ 02/07/2023, Σώτη Τριανταφύλλου: Η εργαλειοποίηση ενός φόνου για να καεί η μισή Γαλλία | Liberal.gr Είναι η φτώχεια που κινητοποιεί έναν ανήλικο (και τότε γιατί όχι έναν μεγαλύτερο σε ηλικία; ), όπως τονίζουν Αριστεροί αναλυτές επηρεασμένοι από τον οικονομισμό, ή η μεγάλη επιθυμία του να ‘δει τον εαυτό του αλλιώς;’ Να του φανερωθεί ωσάν ‘αποκάλυψη του Ιωάννη,’ η ‘φωτιά’ του πολέμου μέσα στις πόλεις; Παράλληλα με τον φόνο του παιδιού, ‘εργαλειοποιείται’ και ο δημοφιλής στη νεολαία, ‘αντι-Μακρονισμός’, που προσεγγίζεται ως ‘καμουφλαρισμένος (να οι ευθύνες της Γαλλικής Αριστεράς) ναζισμός.’ Εάν οι βίαιες διαδηλώσεις (δεν πρέπει να χάνουμε από το οπτικό μας πεδίο την βία) οφείλονταν σε φαινόμενα όπως η κοινωνική περιθωριοποίηση και η φτώχεια, τότε οι διαδηλώσεις θα διέθεταν συνοχή, συγκεκριμένα αιτήματα και το κυριότερο, θα στηρίζονταν σε συλλογικότητες που θα μπορούσαν να εκφράσουν πολιτικά αυτά τα αιτήματα.