Το 2021 είναι έτος συμπλήρωσης χρονικών οροσήμων για την ελληνική ιστορία. Δεν είναι μόνο το έτος όπου και συμπληρώνονται 200 χρόνια από την επανάσταση του 1821 (1821-2021), με την προσέγγιση της συμπλήρωσης 200 ετών από το επαναστατικό συμβάν να έχει ήδη εκκινήσει, αλλά παράλληλα, είναι και το έτος όπου συμπληρώνονται 40 χρόνια από την ένταξη της Ελλάδας στην τότε Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΟΗΕ).
Ένταξη που έλαβε χώρα συντεταγμένα, έχοντας ήδη ενσωματώσει τις διεργασίες των προηγούμενων ετών, εκεί όπου το πολιτικό-ιστορικό συμβάν της ένταξης, επιμέρους πτυχές της οποίας άρχισαν να εκδηλώνονται σταδιακά τα αμέσως επόμενα χρόνια, να εμπλουτίζει την Μεταπολίτευση με το στοιχείο του εξευρωπαϊσμού σε μία σειρά από τομείς.
Το ιστορικό υπόβαθρο αυτό που είθισται να αποκαλείται ένταξη της χώρας στην τότε Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα εντοπίζει, με άρθρο του στην εφημερίδα ?Τα Νέα,? ο Σωτήρης Ντάλης: «Έτσι το 1961 φτάσαμε επιτυχώς στη Συμφωνία Σύνδεσης με την ΕΟΚ και το 1975 μετά το τέλος της απομόνωσης που βίωσε η χώρα λόγω της επταετούς δικτατορίας και το «πάγωμα» της ελληνικής σύνδεσης, ξεκίνησε η πορεία προς την πλήρη ένταξη μας στην ΕΟΚ. Πρόκειται για κορυφαία στρατηγική επιλογή της Ελλάδας που συνέδεσε τη χώρα μας με τις πιο ανεπτυγμένες δημοκρατικές και αναπτυγμένες χώρες της Ευρώπης».[1]
Διαθέτουμε έτσι το βασικό περίγραμμα ή αλλιώς, διαφορετικά ειπωμένο, τα βασικό στάδια μίας σύνθετης και με ιδιαίτερες κοινωνικές, πολιτικές-πολιτειακές, ιστορικές διακυμάνσεις διαδικασίας, κορωνίδα της οποίας υπήρξε η επίσημη και οργανωμένη ένταξη της χώρας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα. Κάτι που όμως δεν σήμανε το τέλος και δη το επίσημο και πανηγυρικό «τέλος», καθότι, δεν προσεγγίζουμε την όλη διαδικασία τελεολογικά, αλλά, αντιθέτως ως σύνθετης και εξελισσόμενης διαδικασίας εντός της οποίας η χώρα και οι θεσμοί της βίωσαν μία σειρά δραστικών αλλαγών[2] οι απολήξεις των οποίων φθάνουν έως τις ημέρες μας, και με μία βαθιά κοινωνικοοικονομική και πολιτική κρίση να έχει μεσολαβήσει.
Μία κρίση που έθεσε στο μικροσκόπιο της και την ίδια την συμμετοχή της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και ιδίως στον στενό της πυρήνα (Οικονομική & Νομισματική Ένωση), αναδεικνύοντας μία χορεία ζητημάτων που είχαν να κάνουν τόσο με την λειτουργία και τα χαρακτηριστικά της Ένωσης, όσο και την οιονεί πρόσληψη της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην Ελλάδα.
Θεωρούμε πως στον διάλογο που πραγματοποιείται στη δημόσια σφαίρα, και όσον αφορά την συμμετοχή της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στην ΟΝΕ, παραγνωρίζονται δύο ουσιώδη ζητήματα. Το πρώτο, που θα το χαρακτηρίζαμε περισσότερο συγκαιρινό, έχει να κάνει με ό,τι ακριβώς λόγω της συμπλήρωσης 200 ετών από την έναρξη της επανάστασης του 1821, οι αναφορές στην ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ λαμβάνουν έναν επετειακό χαρακτήρα, εκεί όπου η ίδια η πρόσληψη περί ένταξης ?αριθμοποιείται? (1981), δίχως να επιχειρείται μέχρι στιγμής μία ευρύτερη σύνδεση με το κοινωνικό κλίμα και τα πολιτικοϊδεολογικά διακυβεύματα της εποχής όπου έλαβε χώρα.
Και το δεύτερο, που δεν προκύπτει ως απόρροια του πρώτου, σχετίζεται με ό,τι, ως προς το διακύβευμα της ένταξης στην τότε ΕΟΚ και μετέπειτα Ευρωπαϊκή Ένωση,[3] αρκετές αναλύσεις συντείνουν στο οικονομικό σκέλος της διαδικασίας και κατ? επέκταση, στα οφέλη που προέκυψαν για την ελληνική οικονομία μέσω διαφόρων τρόπων (ΟΝΕ/εισροή κονδυλίων).Εάν αυτό είναι μόνο ένα από τα σκέλη που σπεύδουν να συμπληρώσουν το παζλ της ένταξης, τότε, θα υπογραμμίσουμε πως ανακύπτουν εν τοις πράγμασι διάφορες διαστάσεις, συνεπεία της ένταξης και των εκροών (output) που αυτή προκάλεσε.
Σταχυολογώντας ενδεικτικά, θα αναφέρουμε την, ως αποτέλεσμα της ένταξης, ενίσχυση της νεοπαγούς Μεταπολιτευτικής Δημοκρατίας και την εμβάθυνση των δημοκρατικών θεσμών.[4] Και παράλληλα, την απαγκίστρωση από λογικές εθνικής περιχαράκωσης (και μειονεξίας) και εθνικής αυταρέσκειας που διαπερνούσαν τμήμα του πολιτικού συστήματος της χώρας, στο σημείο όπου το άνοιγμα προς τον κοινότητα υπήρξε άνοιγμα προς την Ευρώπη πολιτικά, γεω-πολιτικά, αξιακά και πολιτισμικά. Την μέσω της ένταξης-συμμετοχή στην κοινότητα/Ένωση, επανεπινόηση του ονόματος και της εικόνας της χώρας. Την συμπερίληψη του εξευρωπαϊσμού στον πολιτικοϊδεολογικό λόγο πολιτικών κομμάτων.[5]
Την οιονεί θεσμοθέτηση μίας κουλτούρας διαβούλευσης και διαλόγου που με την πάροδο των ετών κατέστη Μεταπολιτευτικό ?κεκτημένο? για πολιτικά κόμματα και κοινωνικούς φορείς. Την εισαγωγή και θέσπιση μορφών διαβούλευσης που ειδικότερα έλαβαν την μορφή της κοινωνικής διαβούλευσης ή αλλιώς, του κοινωνικού διαλόγου. Την εναρμόνιση με βέλτιστες πρακτικές.
Την περαιτέρω ενίσχυση του πεδίου των ατομικών και βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Τον προσδιορισμού του κρίσιμου στοιχείου της ανάλυσης και της τεκμηρίωσης όσον αφορά την διαδικασία χάραξης πολιτικών για την διεκδίκηση ευρωπαϊκών κονδυλίων. Στοιχείο ευκρινές εν καιρώ κρίσης στην λειτουργία της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Τις συνέργειες σε επίπεδο πολιτισμού.
Την εμπέδωση της αντίληψης ό,τι για να συνεχίσει η χώρα να παρακολουθεί εκ του σύνεγγυς τις εξελίξεις στο διεθνές γίγνεσθαι, οφείλει να ενισχύσει την παρουσία της εντός της Ένωσης. Το άνοιγμα σε μορφές κοινωνικής-πολιτισμικής κινητικότητας, όπως η αύξηση των μετακινήσεων και ακόμη, των ελεύθερων μετακινήσεων Ελλήνων προς χώρες-μέλη, και η εφαρμογή του προγράμματος ανταλλαγής φοιτητών ?Εράσμους.?
Όλα τα παραπάνω αλλά και αρκετά περισσότερα, εξηγούν επαρκώς γιατί η ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ, το μακρινό αλλά όχι παραδομένο στην ιστορική-πολιτική λήθη, 1981, συνιστά, και μέσω αντιφάσεων, αμφιταλαντεύσεων, συγκρούσεων και τριγμών, ένα πολύ σημαντικό Μεταπολιτευτικό επίτευγμα. Με αφορμή την συμπλήρωση 40 ετών, είναι ευκαιρία να εστιάσουμε στο πλαίσιο της ένταξης και της εξέλιξης της εν συνόλω. Δίχως προσκόμματα και παρωπίδες.
[1] Βλέπε σχετικά, Ντάλης Σωτήρης, ?Η Συμμετοχή στο Ευρωπαϊκό Σχέδιο ως Στρατηγική Επιλογή,? Εφημερίδα ?Τα Νέα,? 04/03/2021, σελ. 14.
[2] Κάνουμε λόγο, για την εμφάνιση ενός τύποις πολιτικού παράδοξου που σχετίζεται με την άνοδο του Πανελληνίου Σοσιαλιστικού Κινήματος (ΠΑΣΟΚ) και της διαχείρισης από πλευράς του της κυβερνητικής εξουσίας. Σε αυτό το πλαίσιο, η άνοδος του κόμματος στην εξουσία που χρονικά συμπίπτει με την είσοδο της χώρας στην ΕΟΚ, συμβαδίζει με την ύπαρξη ενός συγκεκριμένου όσο και ριζοσπαστικού πολιτικοϊδεολογικού φορτίου, το οποίο όμως, διαμέσου αντιφάσεων και αντινομιών, δεν αίρεται όπως κάποιο θεωρούν, όσο ανα-πλαισιώνεται δραστικά, βρίσκοντας πεδίο εφαρμογής στις σχέσεις της Ελλάδας (της κυβέρνησης) με την ΕΟΚ. Έτσι, ο ριζοσπαστισμός του ΠΑΣΟΚ διοχετεύεται προς το ευρωπαϊκό κανάλι, διεκδικεί μέσω της εστίασης στην διαπραγματευτική διαδικασία (ας θυμηθούμε την αρχική συγκρουσιακή στάση του κινήματος προς την ΕΟΚ), και επιτυγχάνει απτά αποτελέσματα, όπως είναι τα περιώνυμα Μεσογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα. Και το παράδοξο είναι πως το ΠΑΣΟΚ και δη το κυβερνητικό ΠΑΣΟΚ (με το γνωστό Μεταπολιτευτικό υπόβαθρο), με τις προσεγγίσεις και περί Ευρώπης επεξεργασίες του, συνέβαλλε στην ανα-διαμόρφωση και εδραίωση της συμμετοχής της χώρας στο τότε ευρωπαϊκό γίγνεσθαι, κάτι που όμως δεν είναι μονοσήμαντο: Μέσω αυτής της προσέγγισης που αποτέλεσε συνέπεια ενός διεκδικητικού ρεαλισμού, άλλαξε περαιτέρω και το ίδιο το ΠΑΣΟΚ.
[3] Το ενδιαφέρον στοιχείο εδώ έχει να κάνει με το ό,τι η Ελλάδα, αν και εντάχθηκε στην Ένωση την δεκαετία του 1980, όντας συστατικό στοιχείο του ενταξιακού ?κύματος? εκείνης της δεκαετίας που συμπεριέλαβε και την Ισπανία με την Πορτογαλία, διέτρεξε και η ίδια τις σημαντικές φάσεις θεσμικής μετεξέλιξης της Ένωσης, με σημείο αναφοράς, την συνθήκη του Μάαστριχτ του 1992, όταν και η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα μετεξελίχθηκε σε Ευρωπαϊκή Ένωση. Ιδίως από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 και έπειτα (διακυβέρνηση Κώστα Σημίτη), η Ελλάδα έτεινε προς την κατεύθυνση εφαρμογής μίας στρατηγικής συμμετοχής που είδε πέραν της παραδοσιακής αντίληψης περί «κόστους-οφέλους,?»συμμετέχοντας ενεργότερα, καταθέτοντας στοχευμένες και εξειδικευμένες προτάσεις για επιμέρους θεματικές και αντλώντας τεχνογνωσία καθ όλα χρήσιμη για την συγκρότηση ενός διπλωματικού-διαπραγματευτικού «κεφαλαίου» που διαδραμάτισε ιδιαίτερο ρόλο σε μετέπειτα σημαντικές επιτυχίες. Όπως η ένταξη της χώρας στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση, η διαδικασία του Ελσίνκι που τροχοδρόμησε σε νέες βάσεις τις διμερείς ελληνο-τουρκικές σχέσεις, η ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ένωση το 2004. Και ας συγκρατήσουμε αυτό: Χωρίς να έχει προηγηθεί ούτε η επίλυση του Κυπριακού ούτε η αναφορά του ως μείζονος προϋπόθεσης ένταξης.
[4] Όπως ορθώς επισημαίνει ο Παναγιώτης Ιωακειμίδης, για τον οποίο η ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ το 1981 συνιστά μείζον επίτευγμα (ίσως το πλέον σημαντικό) της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, «η συμμετοχή στην Κοινότητα θεωρήθηκε ως συντελεστής που θα μπορούσε να συμβάλει- όπως και συνέβαλε- προς την κατεύθυνση αυτή», δηλαδή της ενίσχυσης της δημοκρατικής διαδικασίας. Βλέπε σχετικά, Ιωακειμίδης Παναγιώτης, ?Επιτεύγματα και στρατηγικά λάθη της εξωτερικής πολιτικής της Μεταπολίτευσης. Προβλήματα και λύσεις. Παθογένειες και προκλήσεις,? Εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα, 2020, σελ. 15.
[5] Από τα σημερινά κόμματα του ελληνικού κοινοβουλίου, το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας (ΚΚΕ), διατηρεί μία έντονη κριτικά, ευρω-σκεπτικιστική θέση, που αποδίδει έμφαση στον τρόπο λειτουργίας και στα καταστατικά χαρακτηριστικά συγκρότησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο ευρω-σκεπτικισμός του ΚΚΕ είναι ?καταστατικός,? πολιτικά, ιδεολογικά.