Για πόσο καιρό ακόμα αντέχουμε μία εξωτερική πολιτική εσωτερικής κατανάλωσης;

Νίκος Ράπτης 24 Απρ 2025

H εξωτερική μας πολιτική βασίζεται σε θέσεις που προβάλλονται ως αυτονόητες, ενώ μόνο τέτοιες δεν είναι. Αναπτύσσεται μία καθησυχαστική ρητορική που προσθέτει αταβιστικά επίθετα στις τουρκικές θέσεις, οι οποίες είναι συλλήβδην «ψεύτικες» (ψευδοκράτος), «παράνομες» (τουρκολιβυκό μνημόνιο), «υπερβολικές» κ.ο.κ. Αυτή όμως η παραπλανητική τακτική απευθύνεται κυρίως στο εσωτερικό μας. Η εξωτερική πολιτική όμως, υποτίθεται πως είναι για τα διεθνή fora και όχι για τα προεκλογικά μπαλκόνια.

Είναι αλήθεια ότι η Συνθήκη της Λοζάνης αναφέρεται αποκλειστικά σε θρησκευτικές  μειονότητες. Αυτή όμως η αναφορά συμπεριλαμβάνεται στη «Σύμβαση περί ανταλλαγής των ελληνικών και των τουρκικών πληθυσμών». Στη σημερινή εποχή, δύσκολα μπορεί να θεωρηθεί ως «αποκλειστικά θρησκευτική» μια μειονότητα που διαφέρει και γλωσσικά, ιδίως όταν διεκδικεί τον αυτοπροσδιορισμό της. Εξ ου και οι -καταδικαστικές για την Ελλάδα- σχετικές αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΑ).

Σε ό,τι αφορά τη στρατιωτικοποίηση των νησιών του ανατολικού Αιγαίου, η ελληνική θέση είναι πολύ ισχυρότερη της τουρκικής στα νησιά του Βορείου Αιγαίου, μετά τις αλλαγές που έφερε η Σύμβαση του Μοντρέ (1936). Είναι όμως αδύναμη στα Δωδεκάνησα. Στη Συνθήκη των Παρισίων (1947) αναφέρεται ρητά ότι τα Δωδεκάνησα «θα παραμείνουν αποστρατιωτικοποιημένα».

Η ελληνική άποψη πως η εναέρια κυριαρχία της Αθήνας φθάνει τα 10 μίλια, τεκμηριώνεται από έναν περίπλοκο και εύθραυστο νομικό συλλογισμό, που συνδυάζει τη (μονομερή) εσωτερική νομοθεσία και τη «σιωπηλή αποδοχή» της από την Τουρκία για σαράντα χρόνια, έως τη δεκαετία του 1970. Αντιβαίνει όμως στη «Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας» (UNCLOS) που ταυτίζει τον εναέριο χώρο και να χωρικά ύδατα. Σε ότι αφορά τα δεύτερα (12 μίλια de jure, 6 de factο) η ελληνική θέση μας είναι πως μία γενική πρόνοια του Δικαίου της Θάλασσας μπορεί, στις ειδικές συνθήκες του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου, να αποκλείσει από το παγκόσμιο θαλάσσιο εμπόριο μία χώρα με ΑΕΠ $1.3 τρις. Αυτή η θέση παραπέμπει σε μία Προκρούστεια λογική, που θα έπρεπε να αγωνισθεί σκληρά προκειμένου να σταθεί σε ένα δικαστήριο.

Από το 1974 έως σήμερα, μας χωρίζει τόσος χρόνος όσος χώριζε το 1974 από το 1922 . Θυμίζω πως στη Μεταπολίτευση είχαμε αποδεχθεί την απώλεια της ελληνικότητας της Σμύρνης, παρά τη σφαγή του 1922. Αλλά η Αθήνα συνεχίζει να ισχυρίζεται πως στην Κύπρο έχουμε, επί μισό αιώνα, κυρίως «πρόβλημα εισβολής και κατοχής». Αυτά τα πενήντα και πλέον χρόνια δεν παρήχθη δήθεν κανένα δικαίωμα εκεί, καμία πολιτική πραγματικότητα, καμία οικονομική προοπτική.

Η αδυναμία της «εθνικής θέσης» μας στο Κυπριακό αναδεικνύεται από το ότι, το 2004, η Αθήνα και η Λευκωσία συγκατάνευσαν πως η Τουρκία μπορεί να γίνει κράτος-μέλος της ΕΕ. Κάνοντάς το αποδέχθηκαν πως η Άγκυρα εκπληροί τα «κριτήρια της Κοπεγχάγης», δηλαδή πως (ο εισβολέας στην Κύπρο!) σέβεται τα ανθρώπινα δικαιώματα, προστατεύει τις μειονότητες και αποδέχεται το σύνολο του Ευρωπαϊκού Δικαίου! Αφήνω κατά μέρος το ζήτημα των «σχέσεων καλής γειτονίας» που εμμέσως αλλά με σαφήνεια απαιτείται για να ξεκινήσει μία χώρα ενταξιακές συνομιλίες με την ΕΕ.

Από την άλλη, ενώ υποτίθεται πως επιζητούμε «Διζωνική και Δικοινοτική Ομοσπονδία» στην Κύπρο, οι ηγέτες μας θεωρούν ανυπόφορο να «παραδώσουν κοινότητα», από τη στιγμή που «παρέλαβαν κράτος»!

Συμπερασματικά: προβάλλοντας το -πασιφανώς παράλογο, εντελώς αυθαίρετο και βλαπτικό, ακόμα και για τα δικά μας συμφέροντα- δόγμα της «μίας διαφοράς με την Τουρκία», στην πράξη φυγοδικούμε από το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, τον μόνο θεσμό που θα μπορούσε να προσφέρει βιώσιμη ειρηνική διευθέτηση των σχέσεών μας με την Τουρκία, όπως εισηγήθηκε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, πριν μισό αιώνα.

Όλα συμβαίνουν ως πραγματική «εθνική θέση» μας να είναι η αναβλητικότητα. Το πολιτικό σύστημα μας προτρέπει «μην κοιτάς ψηλά», στον εγκλωβισμό μας σε μία πολιτική «μη πολέμου», «μην κοιτάς ψηλά» στα δις επί δις που δαπανούμε για όπλα, «μην κοιτάς ψηλά» στους συσχετισμούς δύναμης, που αλλάζουν διαρκώς εις βάρος μας.

Οι «εθνικές θέσεις» μας είναι: υπερασπιζόμαστε τη Συνθήκη της Λοζάνης ή και όχι, είμαστε υπέρ του Διεθνούς Δικαίου ή και όχι. Θέλουμε λύση στην Κύπρο ή και όχι.

Εκτός συνόρων, πολλές από τις «εθνικές θέσεις» μας προκαλούν ειρωνικά μειδιάματα στους επαΐοντες και γουρλωμένα μάτια στους αδαείς. Εντάξει, αντιμετωπίζονται ακόμα με κατανόηση οι εσωτερικές μας ισορροπίες. Εξάλλου, όποτε μας απαιτηθεί, στα μουλωχτά ξεχνάμε μια χαρά τις «εθνικές θέσεις» μας, και προχωρούμε στις δέουσες παραχωρήσεις!

Στην πράξη, ολόκληρη η εξωτερική μας πολιτική βασίζεται στο ό,τι είμαστε ο κατ’ εξοχήν «προβλέψιμος» σύμμαχος της Δύσης στην περιοχή, εδώ και πάνω από ενάμισι αιώνα, στο ότι η Turkyie προκαλεί αντιπάθεια και φόβο σε πολλούς, στο ότι, στο κάτω κάτω, είμαστε η Ελλάδα, η κοιτίδα του πολιτισμού.

Όλα αυτά έστεκαν μια χαρά στα βαλτόνερα του Ψυχρού Πολέμου και κατόπιν στη νηνεμία της μονοκρατορίας των ΗΠΑ. Αλλά σήμερα, στην εποχή της αποδυνάμωσης και του διχασμού της Δύσης, οι «εθνικές θέσεις» μας κινδυνεύουν να μας συμπαρασύρουν «whenever it takes» στην αναξιοπιστία και σε μεγάλες εθνικές ήττες. Στο κάτω κάτω, το πρώτο μέλημα για κάποιον που φιλοδοξεί να υπηρετήσει το Εθνικό Συμφέρον, είναι να μη βρεθεί στο στρατόπεδο των χαμένων σε έναν Παγκόσμιο Πόλεμο, και μάλιστα για τους λάθος λόγους. Και πολλοί ισχυρίζονται πως ήδη ζούμε στην επόμενη παγκόσμια σύγκρουση, μετά τον Ψυχρό Πόλεμο.

Ας δούμε πόσο εύκολα, κυνικά και βαριά τιμωρήθηκε η Ουκρανία, που είχε κι εκείνη εμπιστευτεί την ύπαρξη της στην «προβλέψιμη» συμμαχία της  με το ΝΑΤΟ, με τις ΗΠΑ και με την ΕΕ. Κοιτάξτε τι έπαθε το Κίεβο όταν πίστεψε στην ίδια του την προπαγάνδα, και τρομάξτε.

Ο Νίκος Ράπτης είναι Συμπρόεδρος του «Κόσμος-Πράσινη Συμμαχία» και ανεξάρτητος Περιφερειακός Σύμβουλος Θεσσαλίας.