Σταχυολογώντας από το δελτίο της βίας των τελευταίων 24ώρων. Επίθεση αντιεξουσιαστών με μολότοφ στο Αστυνομικό Τμήμα Ακροπόλεως. Συμπλοκή αντιεξουσιαστών- χρυσαυγιτών στον Αγιο Παντελεήμονα με τραυματίες και 15 συλλήψεις. Σύγκρουση ΜΑΤ με κατοίκους και χρυσαυγίτες στη Δράμα για το κέντρο φιλοξενίας μεταναστών.
Αυτή η τελευταία -οι εικόνες δηλαδή που είδαμε στην τηλεόραση- προκαλούσε εντύπωση. Καταρχήν για το μίσος με το οποίο οι χρυσαυγίτες επετίθεντο στα ΜΑΤ. Διαλαλούν δεξιά και αριστερά ότι έχουν τα Σώματα Ασφαλείας κορώνα στο κεφάλι τους, αν δεν είχαν όμως τα μαύρα μπλουζάκια και τα ξυρισμένα κεφάλια δεν θα τους ξεχώριζες από τους αναρχικούς.
Κι εκείνος ο κάτοικος με το αγροτικό που έβγαλε την καραμπίνα και άρχισε να ρίχνει στον αέρα; Τι ήταν αυτό που τον εξόργισε τόσο; Πόσο δυσανάλογη είναι η αντίδραση έστω και αυτών των 50 ή 100 που συγκεντρώθηκαν με το «πρόβλημα», τη δημιουργία δηλαδή του κέντρου.
Μου θύμισαν, σε μικρογραφία, τις άλλες διαμαρτυρίες των κατοίκων της Κερατέας που πετούσαν μολότοφ στα περιπολικά και τις πυροσβεστικές που επιχειρούσαν να τους συγκρατήσουν.
Και εδώ ειρωνεία της τύχης: έναν μόλις μήνα μετά το τέλος των επεισοδίων περίμεναν από αυτούς στους οποίους με τόσο μίσος επετίθεντο να τους σώσουν από τις πυρκαγιές που απειλούσαν τα σπίτια τους. Πυρκαγιές που πιθανώς, στον παράδεισο της αυθαιρεσίας, κάποιοι από αυτούς τις είχαν βάλει.
Φταίει η κρίση για όλα αυτά; Ως έναν βαθμό μπορεί, με την έννοια ότι προσφέρει σε κάποιους το άλλοθι που αναζητούσαν. Αλλά βέβαια, το ότι πάνω από δεκαπέντε χρόνια τώρα μια χώρα που θέλει να ανήκει στην Ευρωζώνη δεν μπορεί να αντιμετωπίσει το πρόβλημα των σκουπιδιών κάτι δείχνει.
Στην πραγματικότητα βρισκόμαστε μπροστά σε ένα φαινόμενο που αποτελεί ταυτόχρονα σύμπτωμα αλλά -προσοχή- και αίτιο της κρίσης: την αμφισβήτηση της κεντρικής εξουσίας από κάθε είδους ομάδες συμφερόντων.
Εκδηλώνεται πιο χαρακτηριστικά με την εξέγερση τοπικών κοινωνιών σήμερα για τα κέντρα φιλοξενίας, χθες για τα κέντρα θεραπείας εξαρτημένων ατόμων ή για τη δημιουργία χωματερών. Δεν περιορίζεται όμως σ’ αυτές.
Γιατί τι άλλο από αμφισβήτηση της κεντρικής εξουσίας είναι για παράδειγμα η εξέγερση μιας δυναμικής μειοψηφίας των πανεπιστημιακών που κατάφεραν να ακυρώσουν έναν νόμο που ψηφίστηκε από τα δύο τρίτα της Βουλής; Ή πάλι η εξέγερση των φαρμακοποιών που αρνήθηκαν να εφαρμόσουν τον νόμο για το άνοιγμα του επαγγέλματός τους και ως τώρα το έχουν καταφέρει;
Προφανώς όλοι μας έχουμε το δικαίωμα να διαμαρτυρόμαστε για ό,τι θεωρούμε ότι μας θίγει. Οταν όμως μια κοινωνία φτάνει ουσιαστικά να ακυρώνει τη νομοθετική και την εκτελεστική εξουσία, τότε υπάρχει σοβαρό πρόβλημα. Οχι απλώς «νόμου και τάξης». Αλλά αδυναμίας του κράτους να επιτελέσει βασικές λειτουργίες, απαραίτητες για τη διασφάλιση στοιχειώδους κοινωνικής δικαιοσύνης.
Όταν οι κάθε είδους ομάδες συμφερόντων κυριαρχούν, τότε την πληρώνουν οι αδύνατοι και το δημόσιο συμφέρον υποτάσσεται στο ιδιωτικό, που μπορεί και επιβάλλει τους όρους του.
Με αυτή την έννοια η ακύρωση του κράτους -και μπορεί να συζητάμε επ’ άπειρον για το ποιος φταίει, η κοινωνία ή οι πολιτικοί, η κότα ή το αβγό- μας οδήγησε στην κρίση. Και σε μεγάλο βαθμό μας εμποδίζει να βγούμε από αυτή. Γιατί από λιτότητα χορτάσαμε. Τις μεταρρυθμίσεις τις περιμένουμε ακόμα!