Τα περισσότερα ζητήματα που έχουν τεθεί στη συνεχιζόμενη συζήτηση για τη συνταγματική αναθεώρηση αποβλέπουν κυρίως στη δημιουργία εντυπώσεων και όχι στην εξυγίανση του πολιτικού συστήματος και την έξοδο από την κρίση. Με εξαίρεση δυο θέματα που έχουν από μακρού ωριμάσει -την ποινική ευθύνη των υπουργών και την κατάργηση της βουλευτικής ασυλίας- οι σχετικές προτάσεις, όταν δεν εξυπηρετούν απλώς προσωπικές στρατηγικές, είναι ανεπαρκώς επεξεργασμένες και η πρόταξή τους δεν εντάσσεται στη τη λογική μιας θεματικά «εντοπισμένης» αναθεώρησης.
Γι’ αυτήν, νομίζω ότι ο καθένας μας θα πρέπει να ξεχάσει για λίγο τις προσωπικές του προτιμήσεις, ακόμη και σε ζητήματα που τον «καίνε», και να προσπαθήσει να ιεραρχήσει τα θέματα, παίρνοντας υπ’ όψη τις ανάγκες της χώρας.
Σε μια τέτοια λογική, θα ξεχώριζα ως ζητήματα άμεσης προτεραιότητας:
* Την ευθύνη των πολιτικών, υπουργών και βουλευτών, με ριζική αναθεώρηση των άρθρων 62 και 86, προς την κατεύθυνση που υποδείχθηκε ως άνω.
* Την ενίσχυση των πολιτικών ελέγχων, με αναβάθμιση του ρόλου της Βουλής, αλλαγή του τρόπου επιλογής των μελών των ανεξάρτητων αρχών και εξορθολογισμό της λειτουργίας τους.
* Την ενίσχυση του ρυθμιστικού ρόλου του προέδρου της Δημοκρατίας, με ανάθεση σε αυτόν αρμοδιοτήτων όπως η επιλογή της ηγεσίας της δικαιοσύνης και των ανεξάρτητων αρχών.
*Την αλλαγή του τρόπου ανάδειξης του προέδρου της Δημοκρατίας, ώστε να μην διαλύεται η Βουλή λόγω μη εκλογής του.
* Το «άνοιγμα» του δημόσιου πανεπιστημίου, με σταδιακή άρση της απαγόρευσης των ιδιωτικών ΑΕΙ.
* Στην ίδια τέλος κατηγορία, θα περιλάμβανα και την κατάργηση της πενταετούς υποχρεωτικής αναθεωρητικής αδράνειας του άρθρου 110 του Συντάγματος, ώστε να απαλλαγεί η αναθεώρηση του Συντάγματος από ένα αναχρονιστικό περιορισμό, που σήμερα την εξαρτά από τυχαίους εν πολλοίς παράγοντες.
Τα ζητήματα αυτά θα μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενο κοινοβουλευτικής συζήτησης στην επόμενη Βουλή, ώστε να υποβληθεί σχετική πρόταση το ταχύτερο.
Αν η πρωτοβουλία αυτή συνδυαζόταν με την ψήφιση μερικών βασικών νόμων για ζητήματα που η λύση τους δεν χρειάζεται συνταγματική αναθεώρηση, όπως η κατάργηση του σταυρού προτίμησης, η διαφάνεια στη χρηματοδότηση της πολιτικής αν όχι και η μείωση του αριθμού των βουλευτών, θα είχε γίνει ένα σημαντικό βήμα για την αλλαγή του πολιτικού συστήματος προς την ορθή κατεύθυνση.
Ως ζητήματα απώτερου ενδιαφέροντος, που η μελέτη τους όμως θα μπορούσε να αρχίσει από σήμερα, ώστε να αντιμετωπισθούν υπεύθυνα σε εύθετο χρόνο, θα ανέφερα τα εξής:
* Την εξ υπαρχής ρύθμιση των νομοθετικών αρμοδιοτήτων της εκτελεστικής εξουσίας, τόσο στο πλαίσιο του δικαίου της ανάγκης όσο και υπό ομαλές περιστάσεις. Θετικά βήματα στην εποχή τους, είναι αμφίβολο αν τα άρθρα 44 και 43 του Συντάγματος, αντίστοιχα, μπορούν να εξασφαλίσουν σήμερα το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, σε συνθήκες κοινοβουλευτικής ευθύνης και διαφάνειας.
* Την πρόβλεψη, κατά το σουηδικό πρότυπο, ότι αν διαλυθεί πρόωρα η Βουλή, η νέα Βουλή εκλέγεται για το υπόλοιπο της θητείας της διαλυθείσης.
* Την αποσυμφόρηση των δικαστηρίων με πρόβλεψη της δυνατότητας (αρχικά ίσως μόνον των ανώτατων) να θέτουν στο αρχείο ένδικα βοηθήματα και μέσα που κρίνουν προδήλως απαράδεκτα και αβάσιμα.
* Την επανεξέταση του ρόλου του Ελεγκτικού Συνεδρίου ως δικαστηρίου, με ανάδειξή του σε διοικητικό φορέα υπεύθυνο για την εφαρμογή της λεγόμενης «νέας δημοσιονομικής διακυβέρνησης».
* Την «αποσυνταγματοποίηση» των σχέσεων Εκκλησίας και πολιτείας, με κατάργηση πιθανόν ολόκληρου του άρθρου 3 του Συντάγματος.
* Την «ελάφρυνση» του Συντάγματος, με την κατάργηση περιττών ή παρωχημένων διατάξεων, όπως οι περισσότερες παράγραφοι του άρθρου 14 για τον τύπο, η κατοχύρωση προνομίων για συγκεκριμένες κατηγορίες προσώπων, όπως οι καθηγητές πανεπιστημίου (άρθρο 56 παρ. 2), οι δικαστικοί υπάλληλοι, οι υποθηκοφύλακες και οι συμβολαιογράφοι (άρθρο 92) και πολλές από τις εξαιρετικά λεπτομερείς διατάξεις που το Σύνταγμα αφιερώνει χωρίς λόγο στους δικαστές, τα δικαστήρια, το Ελεγκτικό Συνέδριο, ακόμη και το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους (άρθρα 87-100Α).
Ειδικά σε ό,τι αφορά την κατοχύρωση των συνταγματικών δικαιωμάτων, παρ’ ότι πολλοί αναχρονισμοί επιβιώνουν (όπως π.χ. η απαγόρευση του προσηλυτισμού στο άρθρο 13 παρ.2 του Συντάγματος) θα ήμουν εξαιρετικά φειδωλός σε νέες αλλαγές. Όπως αποδείχθηκε τα τελευταία χρόνια, η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου του Στρασβούργου ασκεί θετική επιρροή στην ερμηνεία και εφαρμογή των σχετικών διατάξεων, όχι μόνο από τη διοίκηση αλλά και από τα δικαστήρια. Η επιρροή αυτή, σε συνδυασμό με την διείσδυση του ενωσιακού δικαίου σε ένα πεδίο συναλλαγών που διαρκώς διευρύνεται, νομίζω ότι θέτει σε δεύτερη προτεραιότητα τις όποιες σχετικές αλλαγές.
* Ομιλία στην εκδήλωση της Επιτροπή Διαλόγου του Ποταμιού με θέμα «Για ένα νέο μοντέλο διακυβέρνησης»