Για μια συζήτηση που δεν έγινε

Μαριλένα Κοππά 05 Ιουλ 2013

Κατακεραυνώνοντας τον Ανδρέα Παπανδρέου, οι εκφραστές της ακροδεξιάς εντός της δεξιάς αναβίωσαν έναν χρήσιμο εχθρό.

Χρήσιμο, επειδή δεν μπορεί να απαντήσει ο ίδιος για τον εαυτό του. Χρήσιμο, επειδή ήταν ένα σύμβολο τόσο «του εχθρού» – προαιώνιου για μια παράταξη – όσο και οδηγός για μια άλλη. Χρήσιμο, επειδή η άρνησή του τελικά συσπειρώνει δεξιά αντανακλαστικά, σε μια εποχή που η ρητορική μιας σοβαροφανούς «τάξης και ασφάλειας», ανταγωνίζεται μια στερούμενη κάθε σοβαρότητας ρητορική μίσους. Και την ανταγωνίζεται για ψήφους. Έτσι, με μια έξυπνη φράση, η ακροδεξιά έκλεψε το συνέδριο της ΝΔ, αφήνοντας, δίχως άλλο, πολλούς ανθρώπους να αναρωτιούνται πού είναι το φιλελεύθερο κόμμα τους. Αλλά αυτά είναι παλαιά προβλήματα για τη ΝΔ, από τότε ακόμα που ο Καραμανλής προσπαθούσε να στήσει ένα μεταπολιτευτικό κόμμα που θα ελέγχει τη «φλέβα» της πάντα ακμαίας ακροδεξιάς στην Ελλάδα, ενσωματώνοντάς την. Το θέμα σ’ αυτή τη ΝΔ είναι ότι στη «μετά-μεταπολίτευση», είναι δύσκολο να προσδιορίσει κανείς ποιος θα ενσωματωθεί από ποιον.

Τώρα, όλη αυτή η συζήτηση, σ’ άλλες μεταπολιτευτικές εποχές δεν θα αφορούσε «εμάς τους άλλους». Αλλά σε κατάσταση συγκυβέρνησης είναι δύσκολο να μείνει κανείς εκτός τέτοιων συζητήσεων, ιδιαίτερα όταν χαλάει η ωραία και υπεύθυνη ατμόσφαιρα από την επίκληση της προαιώνιας και πάντα συσπειρωτικής έχθρας. Και ας μη γελιόμαστε, είναι καλό κάποιος να μας δίνει κάπως – έστω και εξ αντανακλάσεως – την ευκαιρία μιας δυνητικά τόσο συσπειρωτικής «έκπληξης».

Το ερώτημα είναι τώρα πώς να υπερασπιστείς τη μνήμη ενός πραγματικού προσώπου, που άλλαξε την Ελλάδα και σημάδεψε μια γενιά. Αυτό που είναι δύσκολο, είναι μια τίμια αποτίμηση της πολιτικής του κληρονομιάς, επειδή προφανώς δεν ήταν μονοσήμαντη και γιατί είναι αδύνατον να μπορέσει να χωρέσει κανείς σε μία και μόνη αφήγηση την ιστορία της σοσιαλδημοκρατίας στην Ελλάδα, χωρίς μια αίσθηση «παρένθεσης» των τελευταίων χρόνων. Μια ακέραιη και χωρίς αντιφάσεις εξιστόρηση, θα ήταν, άλλωστε, μάλλον «σταλινική». Ένα είναι σίγουρο: Για τα δομικά μας δεινά, δεν θα μπορούσε σε καμία περίπτωση να φταίει ένας άνθρωπος, ακόμα και εάν αυτός είναι σύμβολο.

Πράγματι, η ιστορία της γέννησης της ελληνικής μεσαίας τάξης που δημιούργησε το ΠΑΣΟΚ, δεν έχει μόνο ηρωικές μνήμες και βουνοκορφές. Μπορεί τη δεκαετία του ’80 να εδραιώνεται πλέον το δημοκρατικό πολίτευμα στην Ελλάδα και ο μισός πληθυσμός, αποκλεισμένος από το πολιτικό σύστημα μετά τον εμφύλιο, να ξαναβρίσκει μία θέση μέσα στην κοινωνία. Όμως, άκρατος δανεισμός και τόνωση των μισθών χωρίς αναδιανομή, υπήρξε, παιχνίδια κάθε τύπου με ΔΕΚΟ, υπήρξαν. Αλλά αυτή η μεταπολιτευτική κληρονομιά, είχε και διεθνή και εγχώρια συγκυρία, ενώ οι ευθύνες είναι πολύ περισσότερο διεσπαρμένες απ’ ό,τι πολλοί θέλουν να παραδεχτούν και ίσως έχουν σημείο αναφοράς σε χρόνια πολύ πριν από τη μεταπολίτευση. Με άλλα λόγια, η εξέλιξη του κράτους είναι μια πραγματικότητα, ενώ η επανίδρυσή του είναι μια φαντασίωση! Και η συνευθύνη μάλλον προϋπήρξε της συγκυβέρνησης, μια παράδοση που έσπασε με την τρικομματική κυβέρνηση και – δικαίως ή αδίκως – έκανε πάρα πολλούς να ελπίζουν ότι κάτι θα πάει μπροστά. Με άλλα λόγια, η ΝΔ μπορεί στο συνέδριό της να βρήκε «τον κακό» της μεταπολίτευσης, αλλά όσοι αποδέχονται αυτό το επιχείρημα, είναι είτε πολύ φανατικοί, είτε δεν έχουν ίχνος κριτικής σκέψης (ιδιότητες που συχνά πάνε μαζί).

Υπήρξε όμως και ένας Ανδρέας μοναδικός, που έκανε δύο βήματα παρακάτω. Έδωσε φωνή στην «άλλη μισή Ελλάδα» και έδωσε κρατήματα σε μια δημοκρατία που είχε «αμφισβητήσεις», που εκφράζονταν ενίοτε και με τσεκούρια. Υπήρχε και ένας Ανδρέας του Εθνικού Συστήματος Υγείας και των Ολοκληρωμένων Μεσογειακών Προγραμμάτων, της σύνταξης του αγρότη και της αγρότισσας. Όπως υπήρχε και ένας Καραμανλής που είχε τη σοφία να βρει μπροστά του μια δημοκρατική μετάβαση – με αυτόν ή με τα τανκς – και να μην την κρατήσει για τον εαυτό του.

Και οι δύο συμβολικοί ηγέτες δίδαξαν το σεβασμό «του άλλου», ακόμα και του προαιώνιου εχθρού, μάθημα που δεν είναι άχρηστο στη μετά-μεταπολίτευση. Επιστρέφοντας τώρα στην επίθεση στο όνομα του Ανδρέα, είναι προφανές ότι η ακροδεξιά εντός της δεξιάς επέλεξε να στοχοποιήσει τον Παπανδρέου. Συμβαίνουν αυτά. Αυτό που όμως φέρνει σε δύσκολη θέση το ΠΑΣΟΚ, είναι η δυσκολία να υπερασπιστεί την πολιτική κληρονομιά του. Και αυτό είναι δύσκολο για μια σειρά από λόγους.

Πρώτον, γιατί σήμερα το ΠΑΣΟΚ, σε μεγάλο βαθμό, διαπνέεται από μια κραυγαλέα σιωπή ή σημαίνουσα υποστήριξη της ρητορικής περί «τάξης και ασφάλειας», που απευθύνεται σε σιωπηρούς νοικοκυραίους. Για παράδειγμα, το ΠΑΣΟΚ δεν είχε τίποτα να πει για το γεγονός ότι δέρνουν δημοσιογράφους στο δρόμο στις διαδηλώσεις και είπε πολύ λίγα για τις ενδείξεις συνεργασίας της ακροδεξιάς με την αστυνομία στη δίωξη των μεταναστών. Με άλλα λόγια, το ΠΑΣΟΚ φαίνεται να έχει πρόβλημα «επί της αρχής» με πρακτικές που θυμίζουν άλλες εποχές, αλλά είναι επί της ουσίας εκτός της πολιτικής του ατζέντας η απαίτηση να εξιχνιάζονται περιπτώσεις υπέρβασης καθήκοντος και κατάχρησης εξουσίας.

Το ΠΑΣΟΚ κράτησε τους «θεσμικούς τύπους», άφησε τη μάχη για το νόμο της ιθαγένειας της δεύτερης γενιάς μεταναστών και παρακολουθεί χωρίς ίχνος ντροπής τον Πρωθυπουργό να υποδέχεται έναν μπασκετμπολίστα στο Μαξίμου. Το ΠΑΣΟΚ φαίνεται επίσης να έχει ξεχάσει το αίτημα του αντιρατσιστικού νόμου, παρ’ όλο που υπάρχουν και ευρωπαϊκά ερείσματα για τη διεκδίκησή του. Και παραδίδει στους εταίρους μας, χωρίς καμία μάχη, προοδευτικές κατακτήσεις του δικού του πρόσφατου παρελθόντος. Αυτή η κραυγαλέα σιωπή του ΠΑΣΟΚ, έχει αφήσει χώρο για την ανάδειξη μιας νέας «άλλης μισής Ελλάδας», την οποία φυσικά το ΠΑΣΟΚ δεν μπορεί να λέει ότι εκπροσωπεί. Για παράδειγμα, μπορεί με καλή πίστη ν’ αποδεχτεί κανείς ότι μετά το αυταρχικό κλείσιμο της ΕΡΤ, μπορεί κάπου, κάπως, κάποτε να ανοίξει ένας νέος δημόσιος ραδιοτηλεοπτικός φορέας. Με το μεταναστευτικό, τι γίνεται; Και στα παιδιά της δεύτερης γενιάς μεταναστών, τι θα πούμε: «Μάθετε μπάσκετ», μήπως;

Δεύτερον, το ΠΑΣΟΚ δε μπορεί να υπερασπιστεί τον Ανδρέα, επειδή, ίσως από ειρωνεία της τύχης, κλήθηκε να επιτηρήσει το γκρέμισμα της μεσαίας τάξης που δημιούργησε. Εδώ υπάρχουν μάχες που φαίνεται να ήταν χαμένες «από χέρι». Αλλά υπάρχουν πολλές μάχες, όπως η απνευστί αποδοχή των mini-jobs του γερμανικού μοντέλου, ή η πώληση των τραπεζικών warrants των τραπεζών από τα ασφαλιστικά ταμεία σε μία μόνο μέρα, που ποτέ δε δώσαμε. Και ποτέ δε θα μπορούμε να ισχυριστούμε ότι δώσαμε, είτε επί της ουσίας, είτε επί της αρχής.

Έτσι, όταν τόσο το κράτος δικαίου, όσο και το κράτος της μεσαίας τάξης που ίδρυσε ο Ανδρέας, χάνονται, είναι δύσκολο να βρει κανείς λόγια να τα υπερασπιστεί. Δεν είναι σίγουρο εάν δικαιούμαστε ή μπορούμε να υπερασπιστούμε αυτή την κληρονομιά. Τι να πει κανείς; Μπορεί και να μην πούμε τίποτα, αλλά τουλάχιστον μην κάνουμε ότι δεν καταλαβαίνουμε, μόνο επειδή αυτό που πρέπει να προέχει είναι μια κοινοβουλευτική δεδηλωμένη: σιωπηρή, νοικοκυρεμένη και τακτική, φερέγγυα, αξιόπιστη και, προπαντός, «προγραμματική».

Μία τρικομματική κυβέρνηση, όπως άλλωστε και μία δικομματική, απαιτεί αμοιβαίες υποχωρήσεις, «για το καλό του τόπου». Αλλά χτίζοντας μια κοινοβουλευτική δεδηλωμένη, όπως μας υπενθύμισε μια πρόσφατη ομιλία στο συνέδριο της ΝΔ, είναι καλό να θυμόμαστε από πού έρχεται ο καθένας, πού πάει και πού δεν θέλει τελικά να βρεθεί. Υπό αυτό το πρίσμα, όταν η καταπάτηση ενός συμβόλου προκαλεί αυτό το ερώτημα, πρόκειται για μια «εκπαιδευτική εμπειρία». Με ποιους συγκυβερνούμε και γιατί, το ξέρουμε. Από πού ερχόμαστε το ξέρουμε. Και έως πότε και με ποιους όρους, μάλλον το υποπτευόμαστε. Προς τι η έκπληξη λοιπόν;