Για μια στρατηγική συμμαχία μεταξύ Κεντροαριστεράς και Αριστεράς

Νίκος Μπιλανάκης 01 Φεβ 2020

Από την αρχή είχε δύο ιδιότητες που τον έφεραν σε πλεονεκτική θέση σε σχέση με όλους τους άλλους (ιδιότητες που σε άλλες εποχές θα δρούσαν ακριβώς αντίστροφα και θα τον απόκλειαν): την νεότητα του και την αριστεροσύνη του. Και αφού ήταν αριστερός-όπως πίστευε, συνεπαγόταν (νομοτελειακά) ότι ήταν και σωστός. Πλήρης ταυτολογικών συλλογισμών, εμπλεος  ιδεοληψιών.  

          “Τον κάλεσε η Ιστορία” είπε για να περιγράψει αυτό που  συνέβη με αυτόν (όπως και άλλους βέβαια σε περιόδους κρίσης), όταν δηλαδή, μια χαρισματική ηγετική φυσιογνωμία μαγεύει τον κόσμο και θρησκειοποιείται η πολιτική της,  καβαλάει το πρώτο αντιμνημονιακό κύμα που βρίσκει μπροστά της και δίνει διέξοδο στο σύστημα εξουσίας που βρίσκεται εν κινδύνω. Τότε, που έλεγε ότι θα ακυρώσει τα μνημόνια, ότι θα έκανε τις αγορές να χορεύουν, ότι το μνημόνιο έφερε την κρίση και όχι η κρίση το μνημόνιο κλπ κλπ. Έτσι, έγινε πρωθυπουργός.

            Η σύγκρουση με το νεοφιλελεύθερο δόγμα της ευρωζώνης και η συνειδητοποίηση ότι, παρά τα όσα έλεγε, δεν μπορεί να ανατρέψει αυτη την πραγματικότητα,  δεν τον οδηγεί σε παραίτηση όπως θα ταν το ηθικό, αλλά τον οδήγησε  στο δημοψήφισμα που ο κόσμος απάντησε “όχι” σένα θολό ερώτημα που του έθεσε. Λίγο αργότερα, αυτό το αποτέλεσμα, που “έκανε τον κόσμο να νοιώσει υπερήφανος” αλλά και τον δίχασε αφού οδήγησε τους “Οχιευρωπαίους” απέναντι στους “Μενουμεευρωπαίους”, το πέταξε στο κάδο απορριμάτων μαζί με τις υπόλοιπες “αυταπάτες” του και οδηγήθηκε στην kolotoumba, υλοποιώντας μνημόνια, αυτά ακριβώς που παλαιότερα ισχυριζόταν ότι θα σκίσει. Για να πραγματοποιηθεί αυτό χρειάστηκε βέβαια να τον ξαναψηφίσει ο κόσμος στις δεύτερες εκλογές του 2015 – κσι συτό κατέστη δυνατόν γιατί η απομάγευση δεν είχε αρχίσει ακόμα!

          Αντιμετώπισε με αμφιθυμία  αρχικά, και εμφανή απαρέσκεια στην συνέχεια, την πιθανή κυβερνητική συνεργασία του με το μεταρυθμιστικό κέντρο και την σοσιαλδημοκρατία, επιλέγοντας να συγκυβερνήσει με το έτερο εθνικολαικιστικό κόμμα γιατί όπως έλεγε “όλοι οι άλλοι κομματικοί χώροι ήταν σάπιοι και διεφθαρμένοι”, αφού όπως ισχυριζόταν “εμείς προερχόμαστε από άλλη στόφα ανθρώπων”. Το ύφος και το ήθος της εξουσίας που επέδειξε στην συνέχεια ήταν απωθητικό αφού το χαρακτήριζε η αυταρέσκεια, η εριστικότητα, οι διχαστικές παρεμβάσεις και ο κυνισμός που απέπνεαν οι δηλώσεις και οι κραυγές εμβληματικών στελεχών του, που αυτός στήριξε, και αποξένωσαν σημαντικό τμήμα του ακροατήριου του.

          Κατά την άσκηση της εξουσίας του αντιμετώπισε την διαφθορά ηθικολογικά, θεωρώντας την πρόβλημα που ανάγεται στην φύση και προδιάθεση των ανθρώπων που ψηφίζουν τα παλαιά τοξικά κόμματα, ενώ οι ανθρώποι που έχουν προδιάθεση εντιμότητας ανήκουν στο κόμμα του ή/και στο άλλο, το συγκυβερνόν. Και έστερξε να απαντήσει τιμωρητικά, εργαλειοποιώντας την δικαιοσύνη και παράγοντας οξύτατη πολιτική πόλωση. Ποτέ του δεν έδειξε να πιστεύει ότι η διαφθορά αποτελεί σύμπτωμα του στρεβλού παραγωγικού και διοικητικού μοντέλου, και μοιραία παρενέργεια του κρατισμού και της κομματοκρατίας, που ιστορικά κυριάρχησε και εμμένει στη χώρα μας.

          Πεπεισμένος ότι υπηρετεί την Αριστερά και τον λαό, ξαφνιάστηκε πάρα πολύ όταν ο λαός τον καταψήφισε στις εκλογές του 2019! Αν και είχαν προηγηθεί αι ειδοί του Μαρτίου μέσω των δημοσκόπων, αυτός προτίμησε να αμφισβητήσει τις δημοσκοπήσεις τους και να φοβίσει τους ίδιους.  Και εν πολλοίς, τα τελικά συμπεράσματα του από αυτή την ήττα (στην τριπλή εκλογική αναμέτρηση) είναι ότι αυτή οφείλεται στους ψηφοφόρους που δεν κατάφεραν να κατανοήσουν το πασιφανές, ότι αυτός είναι και παραμένει σωστός επειδή είναι αριστερός!

          Αντιλαμβανόμενος ότι η κανονικότητα εγκαθίσταται σταδιακά στη χώρα και ότι η απομάγευση του κόσμου έχει ήδη εκκινήσει αποφάσισε να αποκρύψει τις παλαιές ιδιότητες και να ενδυθεί νέων ιδιοτήτων για να συνεχίσει να εξυπηρετεί την πολιτική σκηνή. Επιχειρεί να δημιουργήσει ένα Προοδευτικό Μέτωπο με βάση το Κόμμα του, όπως παλαιότερα επιχειρήθηκε κάτι παρόμοιο με την Ελιά-Δημοκρατική Παράταξη. Η συγκρότηση Συμμαχικών σχημάτων εξ άλλου δεν είναι ξένη πρακτική στην κεντροαριστερά και την αριστερά.  Το project όμως που τώρα επιχειρείται δεν είναι εύκολο αφού χρειάζεται να τον ακολουθήσουν εκτός από τους δικούς του παράκλητους και οι τοξικοί άλλοι, στους οποίους συμπεριφερόταν μέχρι τώρα  αλλαζονικά και απαξιωτικά με το “ή αυτοί ή εμείς”! Η πιθανότητα να μην ακολουθήσουν οι μεν ή οι δε είναι υπαρκτή.

          Αποτελεί όμως εθνική αναγκαιότητα και μέρος της επιθυμητής κανονικότητας, η χώρα να αποκτήσει εκτός από μια σύγχρονη κεντροδεξιά παράταξη και μια άλλη εξ ίσου σύγχρονη κεντροαριστερή παράταξη. Για να συμβεί αυτό οφείλουμε να ενθαρύνουμε τις πρωτοβουλίες που κατευθύνονται προς τη συγκρότηση μιας στρατηγικής συμμαχίας μεταξύ της σοσιαλδημοκρατικής κεντροαριστεράς και της φιλοευρωπαϊκής Αριστεράς. Που θα αγκαλιάσει και το μεταρρυθμιστικό κέντρο και τους οικολόγους.  Η υπέρβαση προς το καινούργιο όμως δεν μπορεί να γίνει χωρίς πολιτικό, ακόμη και συναισθηματικό κόστος απέναντι σε ιστορικές παραδοχές και ιστορικά πρόσωπα και από τις δυο πλευρές. Η υιοθέτηση μιας σύγχρονης προοδευτικής αντζέντας  (κλιματική αλλαγή, δημογραφικό πρόβλημα, μεταναστευτικό-προσφυγικό, παγκομιοποιημένη οικονομία, χρήση νέων τεχνολογιών, τεχνητή νοημοσύνη κλπ), η συγκρότηση ενός ανοικτού δημοκρατικού κόμματος χωρίς την αριστερού τύπου δομή και λειτουργία, και το πέρασμα σε νεα ηγεσία (χωρίς κανέναν από τους σημερινούς Πρόεδρους, που δεν μπορούν με τα λάθη τους και τις ανεπάρκειες τους πλέον να συμβολίζουν το αύριο) φαίνονται αναγκαία συμφραζόμενα που οφείλουν να συνοδεύσουν το τελικό πέρασμα όλης της ελληνικής κοινωνίας στην εποχή της νέας απομαγευμένης κανονικότητας.