Για μια ριζική ανασύνθεση του προοδευτικού χώρου

Γιώργος Χ. Σωτηρέλης 25 Αυγ 2015

Α. Είναι αναμφίβολο ότι οι επερχόμενες εκλογές θα διεξαχθούν σε ένα εντελώς διαφορετικό τοπίο σε σχέση με αυτό των προηγούμενων εκλογών. Μετά από την ατελέσφορη προσπάθεια της -παράταιρης- συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ να θέσει τέλος στην εποχή των μνημονίων, που οδήγησε στην αναδιάταξη των πολιτικών δυνάμεων και ιδίως στην απόσχιση των (νεοσταλινικών και αριστεριστών) οπαδών της δραχμής, η ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας δεν τίθεται πλέον εν αμφιβόλω από την συντριπτική πλειονότητα των πολιτικών δυνάμεων, ενώ το «αντιμνημονιακό» στρατόπεδο (που ταυτίζεται πλέον πλήρως με τον αντιευρωπαϊσμό και με την έκδηλη ή συγκαλυμμένη άρνηση της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας) όχι μόνον συρρικνώνεται αισθητά αλλά και γίνεται ακόμη πιο ετερόκλητο, αφού σε αυτό έχουν απομείνει  μόνον η νεοσύστατη ΛΑΕ, το ΚΚΕ και η Χρυσή Αυγή, δηλαδή τρία κόμματα για τα οποία, μολονότι εκ των πραγμάτων συγκλίνουν στους προσανατολισμούς τους, δεν διαφαίνεται κανένα περιθώριο συνεργασίας (παρά το έντονο πλην άγονο φλέρτ των αποσχισθέντων προς το ΚΚΕ).

Εκείνο λοιπόν που προέχει, ενόψει των νέων δεδομένων, είναι να ξεφύγει επιτέλους η πολιτική διαμάχη από την σχηματική, απλουστευτική και εξόχως παραπλανητική αντίθεση «μνημόνιο-αντιμνημόνιο» (που είχε σαν σημαντική παράπλευρη απώλεια και την πολιτική νομιμοποίηση της ακροδεξιάς), και να επανέλθει στην φυσιολογική της κοίτη. Και αυτή, για μια σύγχρονη δημοκρατία, δεν είναι άλλη από την αντίθεση Αριστερά-Δεξιά, η οποία, κατά την άποψή μου διατηρεί ακέραιη την σημασία της, παραμένοντας και σήμερα η βασική αντίθεση που διαπερνά τους σύγχρονους κοινωνικούς σχηματισμούς, παρά τις πολλαπλές αλλοιώσεις και μεταλλάξεις που έχουν παρατηρηθεί και στους δύο πόλους  της και παρά το ότι οι εκάστοτε κυρίαρχες πλευρές αυτής της αντίθεσης πολλές φορές θολώνουν την ιδεολογικοπολιτική της καθαρότητα, λόγω της πρόταξης ευρύτερων προτεραιοτήτων (όταν πχ συγκρούεται η ευρωπαϊκή πορεία της χώρας με τον εθνικολαϊκιστικό  απομονωτισμό κάθε απόχρωσης).

Β. Ο πρώτος πόλος αυτής της αντίθεσης είναι αναμφίβολα η Νέα Δημοκρατία, η οποία δυστυχώς, παρά την θετική στάση της στην διασφάλιση της ευρωπαϊκής πορείας της χώρας, δεν έχει αποβάλει στο παραμικρό ούτε τις πελατειακές και συντηρητικές εμμονές της αλλά ούτε και τα εντόνως καθεστωτικά χαρακτηριστικά της,  καταφεύγοντας απλώς σε απλοϊκούς και θεατρικούς τακτικισμούς -με πρωταγωνιστή τον «προσωρινό» πρόεδρό της- και παραδέρνοντας ανάμεσα στην προσπάθεια να ανοιχτεί προς το κέντρο και την αγωνία της να συγκρατήσει τις ακροδεξιές και αντιευρωπαϊκές τάσεις της, που ρέπουν είτε προς την φασίζουσα είτε προς  την πολιτικά λούμπεν εκδοχή της ακροδεξιάς (Χρυσή Αυγή και ΑΝΕΛ, αντίστοιχα). Είναι φανερό ότι οι πιθανότητες να διεμβολίσει την δεύτερη (δηλαδή τους ΑΝΕΛ), είναι σαφώς περισσότερες, αφού ο αρχηγός αυτού του κόμματος απέβαλε πλέον, με μια μεγαλοπρεπή κυβίστηση, την αντιμνημονιακή λεοντή του και έδειξε το πραγματικό -απλώς πατριδοκάπηλο και εξουσιομανές- πρόσωπό του… Αυτό όμως δεν είναι βέβαιο ότι θα συγκινήσει ιδιαίτερα τους μετριοπαθείς ψηφοφόρους της, οι οποίοι ευτυχώς δείχνουν ολοένα και περισσότερο ιδιαίτερη δυσανεξία προς την ακροδεξιά, στην όποια εκδοχή της, και ως εκ τούτου είναι ανοιχτοί στην προοπτική νέων σχημάτων που κινούνται ή σκοπεύουν να κινηθούν στον χώρο του κέντρου. Πολλώ δε μάλλον όταν βλέπουν ότι το κόμμα τους, παρά την σχετική παραπλανητική ρητορεία του, δεν έχει να επιδείξει, όλα τα τελευταία χρόνια, καμία σοβαρή μεταρρυθμιστική προσπάθεια, αφού το μόνο που πρυτάνευσε στην πολιτική της ήταν αρχικά η ανάρρηση -με κάθε θεσμικό και πολιτικό κόστος για τη χώρα- και στην συνέχεια η διατήρηση του πρώην αρχηγού της στην εξουσία. Παρά ταύτα, η εγχώρια εκδοχή της Δεξιάς, παρά την καταστροφική για την χώρα πολιτική της την περίοδο 2004-2009 και παρά την τυχοδιωκτική και ανεύθυνη συμπεριφορά της ηγεσίας της στη συνέχεια, ενδέχεται να διεκδικήσει με αξιώσεις την πρώτη θέση, αν οι δύο βασικοί φορείς της Αριστεράς φανούν κατώτεροι των περιστάσεων και μείνουν περιχαρακωμένοι στις αδυναμίες και τις αντιφάσεις τους. Ας δούμε όμως τα πράγματα πιο συγκεκριμένα:

Γ. Η κυρίαρχη δύναμη το χώρο της Αριστεράς είναι αναμφίβολα ο ΣΥΡΙΖΑ, από την στιγμή ιδίως που επέλεξε την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας και απαλλάχθηκε από την νεοσταλινική πλατφόρμα του και τις πολιτικά γκροτέσκες και φαμφαρόνικες παραφυάδες του, που τόσο ζημιά προκάλεσαν στον ίδιο αλλά και στη χώρα. Ωστόσο, πολλά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται ότι δεν έχει αποβάλει ακόμα πλήρως -παρά την βίαιη πολιτική του ενηλικίωση και την συνακόλουθη στροφή στον πολιτικό ρεαλισμό- ορισμένες βασικές παιδικές ασθένειες της κομμουνιστογενούς Αριστεράς, όπως ο ανερμάτιστος βολονταρισμός, ο ανεύθυνος μαξιμαλισμός,  ο πολιτικός παλαιοημερολογητισμός και η εμμονή σε παρωχημένα ιδεολογικά στερεότυπα, που ανάγονται ευθέως στα εγχειρίδια «μαρξισμού» της Ακαδημίας Επιστημών της πρώην ΕΣΣΔ… Αυτός είναι και ο λόγος που εξακολουθούν να απευθύνουν μηνύματα ενότητας είτε προς το -ξεκάθαρα αντιευρωπαϊκό- ΚΚΕ είτε προς το κακέκτυπό του, δηλαδή προς τους αποσχισθέντες της ΛΑΕ. Αλλά και συνολικά ο ΣΥΡΙΖΑ, παρότι κυβέρνησε ήδη επτά μήνες, εξακολουθεί να δείχνει εντελώς  ανέτοιμος να μετεξελιχθεί από μικρό αριστερίστικο κόμμα διαμαρτυρίας σε ηγεμονικό προοδευτικό κόμμα εξουσίας, που θα μπορεί να συνδυάσει τον αναγκαίο ριζοσπαστισμό με την επιβαλλόμενη σοβαρότητα στην διαχείριση των κυβερνητικών υποθέσεων, σοβαρότητα την οποία δυστυχώς ελάχιστοι υπουργοί -μετρημένοι στα δάκτυλα του ενός χεριού- έχουν επιδείξει έως τώρα.  Αν σε αυτά προστεθεί η θεσμική του ανευθυνότητα, η εγγενής τάση του προς έναν τυχοδιωκτικό λαϊκισμό (που βρίσκεται, βέβαια, στον αντίποδα της -αναγκαίας για ένα κόμμα της Αριστεράς- λαϊκότητας) αλλά και η εμμονή του στην συνεργασία με την πολιτικά λούμπεν ακροδεξιά του Καμμένου (ο οποίος μάλιστα, παρότι οπαδός μιας ακραίας και γελοίας συνωμοσιολογίας, είχε τοποθετηθεί, ελαφρά τη καρδία, σε ένα τόσο νευραλγικό υπουργείο…), έχουμε μια εικόνα που καθόλου δεν πείθει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ από μόνος του μπορεί να αποτελέσει τον μόνο εναλλακτικό πόλο μιας εν δυνάμει κυβερνώσας  Αριστεράς στη χώρα μας. Πολλώ δε μάλλον όταν ο επικεφαλής του, παρά τα επικοινωνιακά και πολιτικά του χαρίσματα (τα οποία βέβαια πολλοί, εν τη αυταρεσκεία τους, τα είχαν υποτιμήσει) και μολονότι έχει κάνει σημαντικές προόδους προς την κατεύθυνση της υπευθυνότητας, δεν έχει πείσει ακόμη, με τις συγκεκριμένες θεσμικές και πολιτικές επιλογές του, ότι έχει μετεξελιχθεί -ή έστω ότι μπορεί να μετεξελιχθεί- σε πραγματικό ηγέτη του προοδευτικού χώρου, που μπορεί να βγάλει τη χώρα από την κρίση.

Δ. Αριστερά όμως, με την ευρωπαϊκή και όχι με την εγχώρια έννοια του όρου, δεν είναι μόνον ο ΣΥΡΙΖΑ. Στον χώρο αυτόν εντάσσονται και οι κατακερματισμένες πολιτικές εκφάνσεις της πάλαι ποτέ προοδευτικής παράταξης, δηλαδή τα δύο κόμματα (ΠΑΣΟΚ και ΚΙΔΗΣΟ) που προέρχονται από το παλαιό κραταιό ΠΑΣΟΚ (το οποίο θυμίζουμε ότι στο ξεκίνημα του υπήρξε πολύ πιο αριστερό από τον βαυκαλιζόμενο με το «πρώτη φορά Αριστερά» ΣΥΡΙΖΑ…), καθώς και η -συρρικνωμένη μεν αλλά υπαρκτή- ΔΗΜΑΡ. Αυτές οι δυνάμεις, βέβαια, παρουσιάζουν αυτήν την ώρα μια εικόνα έντονης παρακμής και προϊούσας φθοράς, που οφείλεται τόσο στις πολλαπλές μεταλλάξεις και αντιφάσεις τους όσο και στα κρίσιμα λάθη και τις κραυγαλέες ηγετικές αδυναμίες των τέως (σε ό,τι αφορά ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ) και νυν (σε ό,τι αφορά το ΚΙΔΗΣΟ) αρχηγών τους. Ωστόσο, για να υπάρξει ένας πραγματικά βιώσιμος νέος πόλος της Αριστεράς, οι δυνάμεις αυτές πρέπει να συμβάλουν στην ανασύνθεση του δημοκρατικού σοσιαλιστικού πόλου, για δύο λόγους:

πρώτον, για να δώσουν πολιτική έκφραση σε ένα υπαρκτό μεν και υπολογίσιμο πλην εντόνως απογοητευμένο πολιτικό ακροατήριο, το οποίο παρακολουθεί με έκδηλη δυσφορία τον κατακερματισμό του χώρου και ενδεχομένως να στραφεί και αυτό, κατά ένα μεγάλο μέρος, είτε στον μετεξελισσόμενο -έστω βραδέως και ανεπαρκώς- ΣΥΡΙΖΑ είτε σε αυτοπροσδιοριζόμενες σαν «νέες» και «κεντρώες» πολιτικές οντότητες (και ιδίως στο βαθύτατα  αρχηγικό και διόλου πειστικό, πέραν του ευρωπαϊκού προσανατολισμού του, «Ποτάμι», για να μείνουμε στα υπάρχοντα σχήματα), και

δεύτερον, για να αποτελέσουν ένα σημαντικό  αντίβαρο πολιτικής αξιοπιστίας -σε ότι αφορά την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας- αλλά και κυβερνητικής υπευθυνότητας, αφού ο χώρος που εν δυνάμει εκπροσωπούν -δηλαδή ο χώρος της σοσιαλιστικής και δημοκρατικής (κεντρο)Αριστεράς, που διαφοροποιείται ευκρινώς από τον ΣΥΡΙΖΑ- περιλαμβάνει, ιδίως σε μεσαίο και ανώτερο επίπεδο, πολλά δοκιμασμένα και ικανά πολιτικά στελέχη, που έχουν διακριθεί τόσο για το ήθος τους όσο και για την επάρκεια και την αποτελεσματικότητά τους στη διαχείριση κρατικών υποθέσεων.

Με αυτά τα δεδομένα,  οι σημερινές ηγεσίες των τριών προαναφερθεισών πολιτικών δυνάμεων πρέπει να επιδείξουν θάρρος και αποφασιστικότητα, αγνοώντας τις πολιτικά αυτιστικές σειρήνες της αυτάρεσκης περιχαράκωσης και της δήθεν πολιτικής καθαρότητας και προχωρώντας αποφασιστικά στην υπέρβαση όλων των προσκομμάτων, που οφείλονται άλλοτε σε -κατανοητές- εσωκομματικές πικρίες και άλλοτε -ιδίως θα λέγαμε- σε μικροκομματικές και προσωπικές ιδιοτέλειες. Μόνον έτσι μπορεί να αναδειχθεί στον χώρο της Αριστεράς ένας δεύτερος υπολογίσιμος και αξιόπιστος φορέας, ο οποίος, διδαγμένος από τα λάθη του και επαναπροσανατολίζοντας την πορεία του προς την κατεύθυνση μιας σύγχρονης σοσιαλιστικής και δημοκρατικής παράταξης, θα μπορέσει να αποτελέσει ισχυρό και αξιόπιστο κυβερνητικό εταίρο του ΣΥΡΙΖΑ, προκειμένου να διαμορφωθεί ένας ισχυρός πόλος της ευρείας Αριστεράς. Ένας πόλος, δηλαδή, ο οποίος θα μπορεί όντως να δώσει λύσεις στο μεγάλο ζητούμενο της χώρας, που δεν είναι άλλο από μια αδιαπραγμάτευτα ευρωπαϊκή πορεία με ένα ρηξικέλευθο και συνάμα ρεαλιστικό εθνικό σχέδιο ανασυγκρότησης της χώρας. Το σχέδιο αυτό, το οποίο είναι η πρώτη προτεραιότητα μιας τέτοιας συμμαχίας, θα ενσωματώνει μεν τα συμφωνηθέντα με τους ευρωπαίους εταίρους αλλά και θα τα υπερβαίνει, ώστε να επιτευχθεί η μέγιστη εφικτή κοινωνική δικαιοσύνη (με πολιτικές που θα εξαντλούν τα όρια της αναδιανομής του εισοδήματος στις παρούσες συνθήκες) και να προωθηθούν   στοχευμένες προοδευτικές μεταρρυθμίσεις σε όλα τα επίπεδα (οι οποίες  δεν θα ταυτίζονται φυσικά με την παραπλανητική ρητορεία περί γενικών και ουδέτερων «μεταρρυθμίσεων», που συνήθως υποκρύπτουν προσχώρηση στην διαβόητη «συναίνεση της Ουάσιγκτον», δηλαδή στο ευαγγέλιο του παγκόσμιου νεοφιλελευθερισμού).

Δ. Γνωρίζω ότι η παραπάνω προσέγγιση για τους όρους και τους πρωταγωνιστές της επερχόμενης εκλογικής διαμάχης αντιμετωπίζεται με έντονες επιφυλάξεις από πάρα πολλούς προοδευτικούς πολίτες. Κάποιοι από αυτούς διατηρούν ακόμη εντονότερους ενδοιασμούς  για τον ΣΥΡΙΖΑ (με ιδιαίτερη έμφαση, πέρα από τα προαναφερθέντα  εγγενή προβλήματά του, στα κρίσιμα λάθη που σφράγισαν την επτάμηνη κυβερνητική πορεία του) και άλλοι εστιάζουν είτε στην επιβίωση -ενίοτε δε και επαύξηση- πολλών αρνητικών χαρακτηριστικών του παλαιού ΠΑΣΟΚ (καθεστωτισμός, πελατειασμός, ιδεολογική μετάλλαξη, κομφορμισμός) στα δύο σχήματα που προέρχονται από αυτό  είτε στην ευκαιρία που έχασε η ΔΗΜΑΡ, λόγω των συνεχών παλινωδιών και αντιφάσεών της, να αναδειχθεί σε αξιόπιστη εναλλακτική λύση του χώρου.

Όλες αυτές οι επιφυλάξεις -και ακόμη περισσότερες, ίσως- είναι εύλογες. Πράγματι ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ αλλά ούτε και τα κόμματα του δημοκρατικού σοσιαλιστικού χώρου εγείρουν  κύματα ενθουσιασμού Άλλωστε και ο γράφων έχει επικρίνει επανειλημμένα τις έντονες παθογένειες και τις πολλαπλές αγκυλώσεις του ΣΥΡΙΖΑ, ενώ παράλληλα, σε προσωπικό επίπεδο, έχει τραυματικές εμπειρίες τόσο από την παρακμιακή πορεία, την εξουσιομανία και τις αλλεπάλληλες ιδεολογικές μεταλλάξεις του ΠΑΣΟΚ, του οποίου υπήρξε ιδρυτικό μέλος, όσο και από την ΔΗΜΑΡ, στην οποία αναζήτησε μια εναλλακτική -πιο προοδευτική αλλά και πιο αξιόπιστη- λύση, διαψευδόμενος οικτρά.

Ωστόσο, σε όλους όσοι διατηρούν τέτοιες επιφυλάξεις η απάντηση, νομίζω, είναι μία και μόνη. Η πολιτική δεν διεξάγεται σε συνθήκες θερμοκηπίου και ιδανικές πολιτικές εκφράσεις μιας σύγχρονης Αριστεράς, που να συνδυάζει τον λογισμό με το όνειρο, δεν υπάρχουν. Η μόνη λύση, επομένως, είναι η αισιοδοξία της βούλησης. Όσοι λοιπόν πιστεύουν ότι δεν έχει έλθει το τέλος της ιστορίας και ότι η πολιτική συναρτάται ευθέως με τις κοινωνικές αντιθέσεις και συγκρούσεις και όχι με ασκήσεις επί χάρτου και με αφ’υψηλού και κοινωνικά «ουδέτερες» σωτηριολογικές παρεμβάσεις, μπορούν να συμβάλουν, ο καθένας από την πλευρά του, και ανάλογα με την ειδικότερη ενδιάθετη τάση του, στην ανασύνθεση της ευρείας Αριστεράς προς δύο κατευθύνσεις:

αφ’ενός μεν στην ολοκλήρωση της μετεξέλιξης του ΣΥΡΙΖΑ, ώστε να κινηθεί, εγκαταλείποντας αυταπάτες, αμετροέπειες και παράταιρες συμμαχίες, σε μια νέα -ριζοσπαστική μεν πλην υπεύθυνη και σταθερά ποσανατολισμένη προς την Ευρώπη- πορεία,

αφ’ετέρου δε στην ενοποίηση  των δυνάμεων του δημοκρατικού σοσιαλιστικού χώρου, που θα ξεκινήσει μεν, με καταλύτη τις εκλογές, από μια ομοσπονδιακού τύπου συμμαχία αλλά θα μετεξελιχθεί, στην συνέχεια, σε εύθετο χρόνο, στην συγκρότηση ενός νέου φορέα, απαλλαγμένου από τις αμαρτίες και τα βαρίδια του παρελθόντος και εστιαζόμενου στην αποσαφήνιση μιας γνήσια προοδευτικής και ξεκάθαρα ευρωπαϊκής φυσιογνωμίας.

Μόνο μια τέτοια διπλή ανασύνθεση μπορεί, κατά την άποψή μου, να δώσει μια αξιόπιστη κυβερνητική προοπτική για την έξοδο της χώρας από την βαθύτατη κρίση και παράλληλα να αποκαταστήσει την τρωθείσα αξιοπιστία της χώρας στον ευρωπαϊκό χώρο, με την ανάληψη πρωτοβουλιών για ολική επαναφορά της στην ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή και για την μαχητική συμπαράταξή της με όλες εκείνες τις  ευρωπαϊκές πολιτικές δυνάμεις (Κεντρώους και Φιλελεύθερους,   Σοσιαλδημοκράτες, Οικολόγους και Ευρωπαϊκή Αριστερά) που συγκλίνουν, ολοένα και περισσότερο, στην προσπάθεια για μια συνολική αλλαγή παραδείγματος στην Ευρώπη. Η αλλαγή αυτή, που πρέπει να συνδυασθεί πολιτικά με την ως άνω αλλαγή παραδείγματος στην Ελλάδα,  συνοψίζεται στο ότι η Ευρώπη πρέπει να ολοκληρώσει ως τάχιστα την πολιτική και οικονομική της ενοποίηση, με κύριους άξονες την διάσωση, σε ανώτερο επίπεδο, της εθνικής κυριαρχίας -προκειμένου να αποτελέσει αντίβαρο απέναντι στους διαβρωτικούς ανέμους της παγκοσμιοποίησης- την εμβάθυνση της πολιτικής δημοκρατίας, του πλουραλισμού και των αντιπροσωπευτικών θεσμών και την υπεράσπιση -και σταδιακή διεύρυνση- όλων των κοινωνικών και δικαιοκρατικών κατακτήσεών της. Με άλλα λόγια, αλλαγή παραδείγματος σημαίνει μια ενοποίηση που θα στηριχθεί σε όλα εκείνα τα στοιχεία που συγκροτούν τον πυρήνα του ευρωπαϊκού νομικού και πολιτικού πολιτισμού, προάγουν την προοπτική μιας ανοιχτής, δημοκρατικής και αλληλέγγυας ευρωπαϊκής κοινωνίας και αποτελούν την μόνη στέρεα βάση τόσο για την διεκδίκηση ενός νέου ρόλου στον διεθνή καταμερισμό εργασίας όσο και για τον ριζικό αναπροσδιορισμό των σχέσεών της με τον υπόλοιπο -και ιδίως με τον τρίτο- κόσμο (βοηθώντας ιδίως  στην απαλλαγή της από άκριτες ομφαλοσκοπήσεις και αυτάρεσκες βεβαιότητες ότι η Ευρώπη αποτελεί το κέντρο του κόσμου).

Συμπερασματικά, επειδή οι εξελίξεις είναι ραγδαίες και οι καιροί ου μενετοί, είναι νομίζω επιτακτικό ο μεν ΣΥΡΙΖΑ να δώσει απτά δείγματα γραφής για ειλικρινή και αποφασιστική αλλαγή πλεύσης, που θα εκκινούν από μια γενναία αυτοκριτική για τις αυταπάτες που καλλιέργησε ερήμην του δυσμενούς ευρωπαϊκού και διεθνούς συσχετισμού δυνάμεων και για τις συμμαχίες που άκριτα επέλεξε και θα καταλήγουν σε ένα νέο -καλύτερα επεξεργασμένο και σε κάθε περίπτωση ρεαλιστικό- πρόγραμμα, οι δε κατακερματισμένες δυνάμεις του δημοκρατικού σοσιαλισμού να κινηθούν ως τάχιστα προς την συγκρότηση κοινών ψηφοδελτίων, ξεφεύγοντας από άγονες περιχαρακώσεις αλλά και από προσωπικές πολιτικές των παλαιών πρωταγωνιστών του χώρου περί «δικαίωσης», οι οποίες, αν και κατανοητές σε ανθρώπινο επίπεδο και εν μέρει (μόνον…) δικαιολογημένες, δεν παύουν να λειτουργούν αποπροσανατολιστικά,   σχετικοποιώντας και νοθεύοντας τις ιδεολογικοπολιτικές αντιθέσεις και προσφέροντας, κατ’επέκτασιν, την χειρότερη υπηρεσία στην προσπάθεια να αναδειχθεί το πραγματικό πολιτικό διακύβευμα της προσεχούς εκλογικής αναμέτρησης.