Για μια πολιτική του συγκεκριμένου: Τελική ελπίδα της σοσιαλδημοκρατίας

Κώστας Σοφούλης 08 Δεκ 2016

Αν γινόταν μια έρευνα για να διαπιστωθεί η ουσία της πανθομολογούμενης δυσπιστίας του εκλογικού σώματος στον πολιτικό λόγο και σε αυτούς που τον εκφέρουν, είμαι βέβαιος ότι θα έφερνε στην επιφάνεια ένα αίτημα του τύπου «πες μου συγκεκριμένα πώς θα λύσεις το κάθε πρόβλημα και μη κρύβεσαι σε γενικολογίες, αοριστολογίες και συνοπτικές υποσχέσεις». Η απαίτηση για ένα τέτοιο  πραγματολογικό πολιτικό διάλογο είναι απότοκος της κατάρρευσης του απατηλού υποσχοσιολογίου με το οποίο αναρριχήθηκε ο Τσίπρας στην εξουσία, σε συνδυασμό με την αντικειμενική ευθύνη που φέρουν τα κόμματα εξουσίας για την κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας,  η οποία έχει εγχαραχθεί οριστικά στη συνείδηση της πλειονότητας των συμπολιτών μας ως δεδομένο. Τώρα, ως μη όφειλε, η αντιπολίτευση, αντί να απαντήσει σε τέτοια ερωτήματα, επιμένει σε γενικόλογες αναφορές θεωρητικού περιεχομένου που θα ταίριαζαν περισσότερο σε σεμινάριο θεωρητικής οικονομικής παρά σε διαφωτιστική πολιτική συζήτηση με τους ενδιαφερόμενους πολίτες. Συγχέει συστηματικά το είδος του διαλόγου που ταιριάζει σε συναθροίσεις της ιντελιγκέντσιας με εκείνο που εμπρέπει σε συγκεντρώσεις απλών πολιτών που έχουν ανάγκη πληροφόρησης ακόμη και για τα βασικά.

Εδώ προκύπτει ένα συνακόλουθο ερώτημα τακτικής: Η προσέγγιση του εκλογικού σώματος πρέπει να γίνεται με όρους αποκλειστικά κριτικής του κυβερνητικού έργου ή και συγκεκριμένης αντιπρότασης; Γιατί μόνο η αντιπρόταση συγκεκριμενοποιεί πλήρως την όποια κριτική. Η σωστή απάντηση σε ένα τέτοιο μάλλον σκληρό ερώτημα εμποδίζεται από την διάχυτη ασάφεια που έχει κληρονομήσει ο πολιτικός χώρος από τον κατά παράδοση πολυσυλλεκτισμό των δημοκρατικών κομμάτων. ‘Όταν στην πολιτική παιδεία του λαού έχει κυριαρχήσει για σαράντα περίπου χρόνια η τακτική του «αφήστε τον καθένα να βρει το δικό του ΠΑΣΟΚ μέσα στον πολυσυλλεκτικό πολιτικό φορέα μας» τώρα προφανώς είναι εξαιρετικά δύσκολο να εμπιστευθεί η όποια κεντροαριστερά ηγεσία μια αλλαγή δόγματος και αποφασιστική μετακίνηση σε πραγματολογική συγκεκριμένη πολιτική ατζέντα. Φοβάται πως θα χάσει οπαδούς αν μιλήσει ξεκάθαρα.  Και, όμως, αυτό χρειάζεται και αυτό απαιτεί η κοινωνία, επειδή οι καιροί έχουν αλλάξει μέσα στα επτά χρόνια της μακρόσυρτης χρεοκοπίας και πολλών πολιτών η συνείδηση έχει εξ αυτού ωριμάσει. Ο φόβος του συγκεκριμένου στις μέρες μας ισοδυναμεί με προδοσία των ιδεών μας.

Είναι μάλλον προφανές ότι η αξιοπιστία όλων των πολιτικών παρατάξεων θα πρέπει να ξαναχτιστεί σχεδόν εκ του μηδενός. Αν εξαιρέσουμε τους κάθε μορφής ιδεόληπτους, το υπόλοιπο εκλογικό σώμα δείχνει να βρίσκεται σε απόλυτη σύγχυση, ακόμη και όταν δημοσκοπικά εκφράζει προτίμηση προς κάποιο κόμμα του δημοκρατικού τόξου. Η σύγχυση πραγμάτων και ιδεών γίνεται έκδηλη όταν επιχειρήσει κάποιος να ανοίξει πολιτική συζήτηση σε χώρους συνάθροισης πολιτών, αλλά και στους ατελείς διαλόγους που αναρτώνται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Στις οργανωμένες κομματικές ή «κινηματικές» συγκεντρώσεις απλώς παπαγαλίζονται οι κοινότυπες θέσεις του φορέα και γίνεται πολλή φασαρία για το τίποτα, εν τέλει. Είναι φανερό  πλέον ότι η σοσιαλδημοκρατία χρειάζεται να αναπτύξει μια πορεία προς τον λαό και όχι να περιχαρακωθεί στις νοήμονες ιντελιγκέντσιες.  Η «πορεία προς τον λαό», δεν είναι πια κοινότοπη μεγαλοστομία αλλά αναπότρεπτη αναγκαιότητα.  Η πορεία, όμως, πρέπει να γίνει με νέους όρους γιατί αλλιώς θα πέσει κι αυτή στο κενό.

Αυτή η εξαιρετικά δυσάρεστη κατάσταση έχει και την καλή της άποψη: Με το σφουγγάρι που σβήστηκε η αξιοπιστία των πολιτικών κομμάτων καθάρισε και ο πίνακας για να δεχτεί εκ του μηδενός τις όποιες νέες ιδέες και προπάντων προτάσεις. Έτσι, για πρώτη φορά εδώ και πολλές δεκαετίες, δίνεται η ευκαιρία στην σοσιαλδημοκρατία να διατυπώσει την πρότασή της σε συνθήκες περίπου ισηγορίας με τις παγιωμένες πολιτικές δομές του συστήματος. Δεν πρέπει να χάσει την ευκαιρία αυτή.

Δύο πρακτικοί τρόποι υπάρχουν για να οργανωθεί και να πραγματοποιηθεί μια «πορεία προς τον λαό». Και οι δύο είναι σωρευτικοί και όχι διαζευκτικοί: Ο πρώτος και ευκολότερος είναι η συστηματική προβολή συγκροτημένης αντιπρότασης σε κάθε πολιτική κίνηση της κυβέρνησης. Και για να είναι πλήρης αυτή η τακτική, πρέπει να περιλαμβάνει και ρητή κατάφαση σε όσες κυβερνητικές πρωτοβουλίες η σοσιαλδημοκρατία δεν έχει λόγο διαφωνίας. Αν στόχος της σοσιαλδημοκρατίας είναι να συμβάλλει στη λύση των προβλημάτων και όχι να παίξει απλώς το παιχνίδι  της εξουσίας ως αυτοσκοπό, δεν έχει τίποτα να φοβηθεί από την κατάφασή της είτε σε κυβερνητικές πρωτοβουλίες είτε και σε θέσεις άλλων κομμάτων της αντιπολίτευσης. Η ξεχωριστή της ταυτότητα θα διαμορφωθεί από την συνολική της πολιτική δράση και όχι από τις επί μέρους θέσεις της, γιατί στην δημοκρατία σπάνια μια πολιτική δύναμη είναι είτε εντελώς λάθος είτε εντελώς σωστή, όσο τουλάχιστο παίζει τυπικά μέσα στα όρια του δημοκρατικού πολιτεύματος. Η παραδοσιακή τακτική της ολοκληρωτικής άρνησης κάθε πρωτοβουλίας του αντιπάλου δεν οδηγεί παρά στα γνωστά αποτελέσματα: Καταλήγει στη χρήση ενός ξύλινου πολιτικού λόγου από τον φόβο της κακοτοπιάς του συγκεκριμένου. Αυτός ο φόβος του συγκεκριμένου, άλλωστε,  αποτέλεσε ο ίδιος ισχυρό παράγοντα υπονόμευσης της αξιοπιστίας της πολιτικής στις μέρες μας. Σε μια τέτοια τακτική, η περιοδική συνόψιση των πολιτικών προτάσεων με την μορφή προγραμματικής διακήρυξης μπορεί να δώσει στο εκλογικό σώμα την δυνατότητα μιας γενικής πολιτικής εκτίμησης που αργά η γρήγορα θα το οδηγήσει στην εκλογική υποστήριξη του σοσιαλδημοκρατικού εγχειρήματος.

Ο δεύτερος τρόπος για να ολοκληρωθεί μια «πορεία προς το λαό» είναι η άμεση επαφή με το εκλογικό σώμα στους χώρους που αυτό έχει επιλέξει για την κοινωνική του ζωή αντί ο πολιτικός φορέας να το προσεπικαλεί σε «ιδιαίτερους» πολιτικά προσδιορισμένους χώρους συγκέντρωσης. Όταν ο σοσιαλδημοκρατικός φορέας καλεί στον «δικό του χώρο» τους πολίτες για να συζητήσουν, ήδη έχει διαπράξει μια εκ των προτέρων πράξη διάκρισης μεταξύ των δικών του και των άλλων. Γιατί η ίδια η παρουσία σε τέτοιες συγκεντρώσεις, εκλαμβάνεται ως δήλωση οπαδού και όχι ως απλή πράξη απροκατάληπτης προσέλευσης σε ελεύθερο διάλογο. Έτσι, όμως, αποκλείονται από τον διάλογο όλοι εκείνοι που γνήσια ψάχνουν απαντήσεις στις πολιτικές απορίες τους. Αυτοί είναι πολλοί στις μέρες μας, ίσως περισσότεροι από του πολίτες που είναι προικισμένοι με βεβαιότητες.

Είναι πια κραυγαλέα φανερό, ότι το άνοιγμα της πολιτικής «αγοράς» για την σοσιαλδημοκρατική θεώρηση υπάρχει και περιμένει την είσοδό της: Η είσοδός της, όμως, δεν μπορεί να γίνει με την γλώσσα της στείρας πολιτικής αντιπαράθεσης. Το πρώτο που έχει να κάνει είναι να δώσει στην κοινωνία μια ξεκάθαρη και ολοκληρωμένη διάγνωση της κατάστασης. Δεν μπορεί να πορευόμαστε ακόμη  με απατηλή εικόνα της «κρίσης». Όλα τα κόμματα αποφεύγουν μια ξεκάθαρη και ολοκληρωμένη διάγνωση της κατάστασης γιατί φοβούνται την αντίδραση μπροστά στην αντιπαθητική αλήθεια. Αυτό, όμως, τα εμποδίζει στη συνέχεια να είναι ξεκάθαρα στις θέσεις τους ακριβώς για να μην αποκαλύψουν την συνολική τους άποψη. Η σοσιαλδημοκρατία δεν έχει κανένα λόγο να ακολουθήσει αυτή την τακτική του «μισού ψέματος». Πρέπει να περιγράψει ρεαλιστικά την «κατάσταση» στην οποία έχει περιέλθει η κοινωνία μας μετά την κρίση και να οριοθετήσει τις ζώνες πολιτικής παρέμβασης με πρακτικό λόγο. Η ‘Ελληνική κοινωνία έχει εκπέσει σε ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ παρακμές που ούτε προσωρινή είναι, μήτε στενά οικονομική. Γιαυτό η σοσιαλδημοκρατία πρέπει να ξεκινήσει από την σωστή διάγνωση των χαρακτηριστικών αλλά των συντελεστών και της παρακμής και πάνω εκεί να χτίσει την πολιτική της πρόταση. Η διαγνωστική οπτική της σοσιαλδημοκρατίας, όπως εύκολα μπορούμε να αποδείξουμε, είναι σαφώς διαφορετική από εκείνη του μονοδιάστατου οικονομικού φιλελευθερισμού. Αν δεν ξεκινήσει από εκεί η «διαφώτιση» δύσκολα η σοσιαλδημοκρατία θα κάνει σαφώς διακριτή την πρόταση και την φυσιογνωμία της. Αξίζει να ασχοληθούν πολλοί και ειδικοί με αυτή την όψη του ζητήματος.