Ομιλία στην εκδήλωση- συζήτηση του ΙΣΤΑΜΕ και του Friedrich Ebert Stiftung με θέμα : «Ελληνική Οικονομία: Ώρα Μηδέν» που πραγματοποιήθηκε την Τετάρτη 18 Ιανουαρίου 2017
Η Ελλάδα το 2017, επτά χρόνια μετά το δημοσιονομικό εκτροχιασμό του 2009 και εννέα χρόνια μετά την έναρξη της ύφεσης, έχει καταφέρει να αντιμετωπίσει το πρόβλημα του δημοσιονομικού ελλείμματος αλλά και του ελλείμματος στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών που αποτέλεσαν την αφορμή για την αποκοπή της από τις διεθνείς κεφαλαιαγορές το 2010.
Η διόρθωση των ανισορροπιών έγινε με κόστος όμως υπερβολικά μεγαλύτερο από ότι δικαιολογούσαν οι μακροοικονομικές ανισορροπίες.
Σωρευτικά η απώλεια στο ΑΕΠ από το 2008 έφτασε περίπου στο 25%. Μελέτες που έχουν γίνει αποδίδουν το 50% της απώλειας στη δημοσιονομική προσαρμογή και το υπόλοιπο 50% μεταξύ άλλων κυρίως στην πολιτική αστάθεια και αβεβαιότητα της περιόδου καθώς και στην έλλειψη ρευστότητας.
Σε πρωτοφανές, για την μεταπολεμική περίοδο, επίπεδο, κινείται και η ανεργία η οποία βρίσκεται γύρω στο 23% για περισσότερα από πέντε χρόνια.
Βλέποντας ποιο υπήρξε το τίμημα παραλείψεων και της αδράνειας μιας ολόκληρης δεκαετίας στο όνομα του πολιτικού κόστους, και ιδιαίτερα εξαιτίας του εκτροχιασμού της περιόδου 2004-2009 που οδήγησε σε αυτή την κρίση, αποκτά ιδιαίτερη σημασία η διερεύνηση των προϋποθέσεων εξόδου από την κρίση καθώς και των προοπτικών της ελληνικής οικονομίας.
Θα συνοψίσω, λοιπόν, τις εκτιμήσεις μου για την προοπτική εξόδου της Ελληνικής Οικονομίας από την κρίση, σε επτά σημεία.
1) Ο κύκλος της δημοσιονομικής προσαρμογής έχει ολοκληρωθεί. Η χώρα έχει καθυστερήσει υπερβολικά – με βάση το κριτήριο των αντοχών της κοινωνίας – να διασφαλίσει το πέρασμα σε βιώσιμη ανάπτυξη.
Τώρα, πρέπει να δοθεί έμφαση στην επιτάχυνση του μετασχηματισμού της οικονομίας σε ανταγωνιστική και εξωστρεφή.
Μια διαδικασία που ξεκίνησε αργά και της οποίας τα αποτελέσματα έχουν αρχίσει τώρα να φαίνονται. Οι παρενέργειες όμως της υστέρησης αυτής συνοψίζονται στην παρατεταμένη διάρκεια της κρίσης.
Σήμερα, έχει σημειωθεί σημαντική πρόοδος στην ανάκτηση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας σε όρους κόστους εργασίας.
Απώλεια που έγινε ιδιαίτερα έντονη την περίοδο 2007-2009 καθώς οι μισθολογικές αυξήσεις ήταν πλήρως αποσυνδεμένες από την πορεία της παραγωγικότητας.
Οι εξαγωγές όμως των αγαθών και υπηρεσιών δεν μπόρεσαν να συνεισφέρουν με την αύξηση τους στην αναχαίτιση της ύφεσης την περίοδο της δημοσιονομικής προσαρμογής.
Αυτό σε μεγάλο βαθμό οφείλεται στην έλλειψη επαρκούς χρηματοδότησης, στο υψηλότερο κόστος μακροπρόθεσμου δανεισμού, στην αυξημένη αβεβαιότητα και πιο πρόσφατα στην επιβολή των Capital Controls.
Εξίσου σημαντικό ήταν ότι οι μεταρρυθμίσεις στις αγορές αγαθών και υπηρεσιών και η εξάλειψη αντικινήτρων στην επενδυτική δραστηριότητα καθυστέρησαν σε σχέση με τις μεταρρυθμίσεις που έχουν γίνει στην αγορά εργασίας.
2) Η απότομη δημοσιονομική προσαρμογή, αποκάλυψε τη συγκαλυμμένη ανεργία που προϋπήρχε της κρίσης και σχετίζονταν με τη διόγκωση του μη ανταγωνιστικού και εσωστρεφούς παραγωγικού τομέα της ελληνικής οικονομίας.
Η Ελλάδα σήμερα, έχει την υψηλότερη ανεργία στην Ε.Ε, την υψηλότερη ανεργία μεταξύ των νέων, αλλά και των 55 και άνω.
Οι συνθήκες στην αγορά εργασίας είναι τέτοιες, που είναι πλέον αναγκαίο να διασφαλιστούν προϋποθέσεις για μείωση της ανεργίας, με δημιουργία θέσεων εργασίας κυρίως στον ανταγωνιστικό και εμπορεύσιμο τομέα της οικονομίας.
Η Ελλάδα, στο παρελθόν, δημιουργούσε περίπου 40-50 χιλ θέσεις εργασίας το χρόνο. Αν το μέλλον δεν υπερβεί το παρελθόν, η αντιμετώπιση της ανεργίας θα πάρει πολλά χρόνια.
Το αποτέλεσμα θα είναι η ανεργία η οποία είναι πλέον μακροχρόνια να οξύνει ακόμη περισσότερο τις κοινωνικές συνθήκες.
Να αυξήσει τις κοινωνικές ανισότητες και την πολιτική αστάθεια τροφοδοτώντας αντισυστημικές επιλογές από τους πολίτες.
Είναι αναγκαίο να δημιουργηθούν – με κίνητρα και αντικίνητρα – προϋποθέσεις για τη δημιουργία πολλών νέων, ανταγωνιστικών επιχειρήσεων, προκειμένου να αρχίσει να αντιμετωπίζεται άμεσα το πρόβλημα της ανεργίας.
Η αντιμετώπιση αυτής της κρίσης στην απασχόληση, δεν μπορεί να αφήνεται σε συμβατικά εργαλεία πολιτικής.
Απαιτούνται καινοτόμα εργαλεία. Χορήγηση φορολογικών κινήτρων, μείωση ασφαλιστικών εισφορών για τους νεοεισερχόμενους στην αγορά εργασίας ή για όσους ξεκινούν νέες επιχειρήσεις, διοικητική υποστήριξη, μείωση της γραφειοκρατίας για τις νέες αυτές επιχειρήσεις.
Σήμερα η πολιτική της κυβέρνησης όταν δεν κινείται προς την ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση υπολείπεται κατά πολύ των αναγκαίων πρωτοβουλιών.
3) Είναι ανάγκη να κλείσουμε άμεσα την εκκρεμότητα του χρέους ώστε να δοθεί οριστική απάντηση στο ερώτημα αν η Ελλάδα μπορεί να εξυπηρετήσει το χρέος της.
Η συζήτηση για τη βιωσιμότητα του χρέους επηρεάζει κατά τρόπο καθοριστικό την πορεία εξόδου από την κρίση.
Η συζήτηση για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους μετά το PSI δεν μπορεί να γίνεται μόνο στη βάση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ.
Πιο σημαντικό κριτήριο στην περίπτωση της Ελλάδας είναι η αξιολόγηση της δυνατότητας να εξυπηρετεί το χρέος της.
Η Ελλάδα με μια σειρά αποφάσεων πέτυχε να ελαφρύνει την εξυπηρέτηση του χρέους. Όμως τα ασφάλιστρα κινδύνου και η παρατεταμένη αβεβαιότητα για τη χώρα παραμένουν σε εξαιρετικά υψηλά επίπεδα και αυτό δυσχεραίνει την προσέλκυση επενδυτικών κεφαλαίων που δεν έχουν κερδοσκοπικό χαρακτήρα.
Την ίδια ώρα οι παρατεταμένες καθυστερήσεις στην ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης αφήνουν περιθώριο να επιστρέψει ξανά η συζήτηση για Grexit με ότι αυτό συνεπάγεται για το επενδυτικό κλίμα.
Είναι προφανές ότι η αποδοχή του 3,5% του ΑΕΠ ως στόχου για το πρωτογενές πλεόνασμα για μεγάλη περίοδο μετά το 2018 είναι δύσκολα επιτεύξιμη. Δεν θα επιτρέψει τη δημιουργία δημοσιονομικού χώρου και θα δυσκολέψει τη μετάβαση σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης
Είναι λοιπόν αναγκαίο η διαδικασία της δεύτερης αξιολόγησης του Τρίτου Προγράμματος να προχωρήσει, με χαμηλότερο στόχο για το πρωτογενές πλεόνασμα, ώστε να υπάρχει η δυνατότητα να ξεκινήσει η συζήτηση για τη συμμετοχή στο πρόγραμμα της ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ.
Η συζήτηση αυτή, σε αντίθεση με τις κυβερνητικές δηλώσεις, δεν θα είναι ούτε εύκολη ούτε γραμμική τόσο για νομικούς λόγους όσο και για λόγους πολιτικούς που σχετίζονται με τις πολιτικές εξελίξεις στην Ευρώπη.
Η ανάγκη όμως για θετική έκβαση στην αξιολόγηση και στη συμμετοχή στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ είναι καθοριστική αν η Ελλάδα θέλει να βγει στις αγορές το 2017 ώστε να καλύπτει το σύνολο των δανειακών αναγκών της από τις κεφαλαιαγορές μετά το 2018.
Διαφορετικά κινδυνεύει να μπει την περιπέτεια αναζήτησης ενός τέταρτου μνημονίου σε μια Ευρώπη που θα βλέπει εχθρικά ένα τέτοιο ενδεχόμενο.
4) Όλοι στην Ελλάδα συμφωνούν για την ανάγκη να περάσει η χώρα σε σταθερή αναπτυξιακή πορεία. Όμως, η επίτευξή της, δεν είναι μια μηχανική διαδικασία. Η ανάπτυξη, δε διατάσσεται ούτε επιστρατεύεται, ούτε νομοθετείται με ένα άρθρο.
Προϋποθέτει, πολιτική και κοινωνική σταθερότητα, ευρύτερες πολιτικές συναινέσεις για την πορεία και τις στρατηγικές επιλογές της χώρας, επενδύσεις από εγχώριους και ξένους επενδυτές και ρευστότητα.
Η χώρα στα επόμενα τρία χρόνια χρειάζεται πάνω 80 δις επενδύσεις για να αναπληρώσει μέρος από τον παραγωγικό ιστό που καταστράφηκε κατά την διάρκεια της κρίσης αλλά και εξαιτίας της αποεπένδυσης από το 2008 και μετά.
Όμως, ποιος θα διαθέσει αυτά τα κεφάλαια; Ο κρατικός Προϋπολογισμός μπορεί να καλύψει ένα περιορισμένο τμήμα αλλά όχι το συνολικό ποσό. Η χώρα χρειάζεται επειγόντως εγχώριες και άμεσες ξένες επενδύσεις αλλά η κυβερνητική στρατηγική για να προσελκύσει η χώρα επενδύσεις δεν υφίσταται αν δεν είναι εχθρική.
Το φορολογικό πλαίσιο, ο τρόπος λειτουργίας και η ταχύτητα απονομής της Δικαιοσύνης, η γραφειοκρατική αντιμετώπιση των επενδύσεων, οι υποδομές, οι αποκρατικοποιήσεις, οι δαπάνες για παιδεία, έρευνα και καινοτομία, πρέπει να αναπροσανατολιστούν προς αυτή την κατεύθυνση. Ταυτόχρονα πρέπει να προωθηθούν θεσμικές αλλαγές που θα ακυρώσουν το πελατειακό κράτος που προσπαθεί να ανασυγκροτήσει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ.
5) Το τραπεζικό σύστημα, σταδιακά, θα πρέπει να «στρέψει» σημαντικό μέρος της πιστοδοτικής του ικανότητας προς τις νέες επιχειρήσεις που χρειάζεται η χώρα.
Για να περάσει η χώρα σε βιώσιμη ανάπτυξη πρέπει να αποκατασταθεί η ομαλή λειτουργία του τραπεζικού συστήματος προκειμένου να επιτελέσει τον αναπτυξιακό του ρόλο από κοινού με άλλα χρηματοδοτικά εργαλεία.
Όσο η οικονομία είναι σε ύφεση και τα δάνεια δεν εξυπηρετούνται, αυξάνονται οι κίνδυνοι του ενεργητικού και μειώνεται η ικανότητα εσωτερικής συσσώρευσης κεφαλαίου των τραπεζών. Επομένως δεν συντρέχουν ευνοϊκές προϋποθέσεις για χορήγηση νέων δανείων.
Η πρόκληση, λοιπόν, για την αναπτυξιακή προοπτική της χώρας είναι να προχωρήσουν οι τράπεζες σε μια αναδιάρθρωση του δανειακού χαρτοφυλακίου τους ακόμη και με μερική προοδευτική διαγραφή χρεών εταιρειών οι οποίες είναι βιώσιμες και στις οποίες αξίζει να δοθεί μια δεύτερη ευκαιρία.
Το πρόβλημα της ΟΝΕ σήμερα δεν είναι το δημόσιο αλλά το ιδιωτικό χρέος που έχει γιγαντωθεί και στο οποίο η ΕΚΤ με αμεσότερα εργαλεία εποπτείας προσπαθεί να ομαλοποιήσει.
Για να επιταχυνθεί λοιπόν η διαδικασία ανασυγκρότησης της οικονομίας, είναι αναγκαίο να οριστικοποιηθεί και να εφαρμοστεί το πλαίσιο αντιμετώπισης των μη εξυπηρετούμενων δανείων καθώς και να αξιολογηθεί η βιωσιμότητα των προβληματικών επιχειρήσεων με διαφανή και δίκαια κριτήρια.
Οι βασικές δράσεις για την υλοποίηση του εν λόγω πλαισίου θα πρέπει άμεσα να ξεκινήσουν ή να επιταχυνθούν.
Οι δράσεις αυτές, μεταξύ άλλων, περιλαμβάνουν:
(α) την ολοκλήρωση και ψήφιση του θεσμικού πλαισίου για τον εξωδικαστικό συμβιβασμό και τις μεταρρυθμίσεις του πτωχευτικού δικαίου έτσι ώστε να «ελαφρυνθεί» από υποθέσεις το δικαστικό σύστημα
(β) την ανάπτυξη μιας δυναμικής δευτερογενούς αγοράς μη εξυπηρετούμενων δανείων και την προσέλκυση ξένων επενδύσεων
(γ) την παροχή φορολογικών κινήτρων αλλά και τη θεσμοθέτηση της νομικής κάλυψης των στελεχών των τραπεζών για την διευκόλυνση των μερικών ή ολικών διαγραφών χρέους.
Η μεγάλη πρόκληση της επόμενης ημέρας είναι κατά πόσο οι τράπεζες είναι έτοιμες και διατεθειμένες να αξιολογήσουν και να διαχειριστούν τις βιώσιμες επιχειρήσεις και οικονομικούς κλάδους, έτσι ώστε να διοχετεύσουν τα περιορισμένα κεφάλαια τους στις αποδοτικότερες επενδύσεις.
Καθώς θα δημιουργούνται νέες επιχειρηματικές δραστηριότητες και νέες θέσεις εργασίας με αντίστοιχα εισοδήματα, αυτό θα βελτιώνει τη ποιότητα των τραπεζικών χαρτοφυλακίων, επιτρέποντας τη στροφή των τραπεζικών πιστώσεων.
Έτσι, το τραπεζικό σύστημα θα δημιουργήσει προϋποθέσεις περιορισμού της έκθεσης του στις δραστηριότητες που θα συρρικνώνονται (μη ανταγωνιστικός τομέας) και θα μπορεί να τροφοδοτήσει το νέο που γεννιέται και αναπτύσσεται.
6) Η βίαιη δημοσιονομική προσαρμογή είχε ως αποτέλεσμα, τη σημαντική υποβάθμιση του βιοτικού επιπέδου, ιδίως για ευπαθείς ομάδες του πληθυσμού.
Δεν μπορούμε να μιλάμε για προοπτική ανάπτυξης, όταν επιταχύνονται οι κοινωνικές ανισότητες.
Επομένως, βασική προτεραιότητα για τις πολιτικές που πρέπει να σχεδιαστούν τα επόμενα χρόνια θα πρέπει να αποτελεί η μείωση των ανισοτήτων.
Αυτή θα γίνει μέσω σχεδιασμένων πολιτικών κοινωνικής προστασίας και ένταξης –που τώρα για δημοσιονομικούς κυρίως λόγους δεν υπάρχουν παρά τις ανάγκες- προκειμένου να διασφαλιστεί η κοινωνική συνοχή και μεσοπρόθεσμα η αναπτυξιακή προοπτική της χώρας.
Πρέπει όμως να μας απασχολήσει και το ερώτημα, αν ωφελούνται ομοιόμορφα οι πολίτες από την οικονομική ανάπτυξη που θα έρθει;
H κριτική στην παγκοσμιοποίηση δεν είναι ότι δεν δημιούργησε πλούτο αλλά ότι σε πολλές περιπτώσεις το 90% του πλούτου το καρπώθηκε το 1% του πληθυσμού ενώ το υπόλοιπο 10% πήγε στο 99% του πληθυσμού.
Είναι, λοιπόν, καθοριστικό για τις δυνάμεις του Δημοκρατικού Σοσιαλισμού στις προγραμματικές τους επεξεργασίες να προτάξουν την ενίσχυση της αποτελεσματικότητας των πολιτικών ανάπτυξης, ώστε να προκύπτουν από αυτή βιώσιμα οφέλη σε όρους απασχόλησης και εισοδήματος για το σύνολο των πολιτών και να διαχέονται αυτά σε όλα τα κοινωνικά στρώματα και όχι μόνο στα εισοδηματικά ανώτερα.
7) Κλείνω, λέγοντας ότι, η χώρα δεν μπορούσε να αποφύγει την απώλεια μέρους του ΑΕΠ καθώς η ενίσχυσή του σε ονομαστικούς όρους μέχρι το 2007 ήταν το αποτέλεσμα αποκλειστικά του άμετρου δημόσιου και ιδιωτικού δανεισμού.
Έτσι, το ονομαστικό ΑΕΠ φούσκωνε και έκρυβε τους κινδύνους από την ονομαστική αύξηση του δημόσιου και ιδιωτικού χρέους.
Θα μπορούσαν όμως οι απώλειες σε ΑΕΠ και κατεστραμμένες θέσεις εργασίας να περιοριστούν σε σημαντικό βαθμό αν συνέτρεχαν οι αναγκαίες πολιτικές και κοινωνικές συναινέσεις από το ξεκίνημα της κρίσης.
Συναινέσεις που διασφαλίστηκαν σε άλλες χώρες που μπήκαν σε προγράμματα και τώρα έχουν επανέλθει στις κεφαλαιαγορές.
Ενώ η Ελλάδα μετά τους πειραματισμούς με τα Ζάππεια και τη Θεσσαλονίκη παραμένει η μόνη χώρα σε πρόγραμμα. Στερώντας από τους πολίτες και ιδιαίτερα τη νέα γενιά το όραμα και την προοπτική για μια Ελλάδα της ευημερίας που δίνει ευκαιρίες σε όλους και όλες και προστατεύει όσους έχουν ανάγκη.
Αυτός πρέπει να είναι ο στόχος για τις προοδευτικές δυνάμεις και σε αυτό τον στόχο πρέπει να προσανατολιστούν οι δυνάμεις της Δημοκρατικής Συμπαράταξης αν θέλουν να ανακτήσουν την σύνδεση τους με τις δημιουργικές κοινωνικές δυνάμεις που τα χρόνια πριν ή κατά την διάρκεια της κρίσης ένοιωσαν ότι χάθηκε η επαφή με την Δημοκρατική Παράταξη.