Η Αριστερά αναδύεται από την ελπίδα, βασίζεται στην αισιόδοξη προοπτική ότι μακροπρόθεσμα οι κοινωνικές καταστάσεις εξελίσσονται προς το καλύτερο. Παράλληλα όμως δεν αναγνωρίζει εύκολα τα λάθη της, ίσως διότι ο ορθολογισμός της ανάλυσης επικαλύπτεται από τον υπερβάλλοντα συναισθηματισμό της. Δεν είναι ευχάριστο να ανασύρει κανείς παλιά πολιτικά κείμενα κριτικής της Αριστεράς και να διαπιστώνει ότι δυστυχώς παραμένουν επίκαιρα. Το κείμενο που ακολουθεί δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΝΕΑ ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ πριν 22 χρόνια, τότε που ο ενθουσιασμός της Μεταπολίτευσης δεν είχε κοπάσει στην Ελλάδα, ενώ ο πλανήτης ζούσε στην έξαρση της δημοκρατικής κοσμογονίας που ήλθε ξαφνικά, 200 χρόνια μετά την Γαλλική Επανάσταση. Η ιστορική αυτή καμπή χάραξε νέες ιδεολογικές κατευθύνσεις που μάλλον θα καθορίσουν την πορεία του κόσμου μας για πολλές δεκαετίες. Είναι λοιπόν απογοητευτικό να διαπιστώνεται σήμερα, μετά από τόσα χρόνια, ότι η Αριστερά δεν έχει καταλάβει τί συνέβη τότε και, ακόμα και το ανανεωτικό της κομμάτι, εξακολουθεί να προβάλει ιδεολογικά σχήματα, π.χ. δημοκρατικός σοσιαλισμός (προφανώς διαφορετικός από την σοσιαλδημοκρατία!), που στερούνται υπαρκτού συγκεκριμένου περιεχομένου.
.
.
Η κοσμογονία των διεθνών πολιτικών εξελίξεων κατά τους τελευταίους μήνες συνδέεται κυρίως με μακροχρόνιες μεταβολές στο επίπεδο της οικονομίας, που συνετέλεσαν αποφασιστικά στο ν αναδειχτεί ο νικητής του Τεσσαρακονταετούς Ψυχρού Πολέμου. Η ομολογημένη πια οικονομική αποτυχία του ανατολικού κόσμου δεν μπόρεσε να εμποδίσει άλλο την αποκάλυψη της πολιτικής του αποτυχίας, η οποία ξέσπασε αλλού βίαια και αλλού ειρηνικά, αλλά παντού με πρωτοφανή σφοδρότητα. Έτσι, οι συμπυκνωμένες ιστορικές στιγμές, που σφράγισαν το τέλος της δεκαετίας, βάζουν ήδη στο περιθώριο τις γνωστές κλασικές αντιλήψεις της Αριστεράς, που ουσιαστικά περιορίζεται στο να παρατηρεί ανήμπορη τις εξελίξεις. Ωστόσο, η αμφισβήτηση των παραδοσιακών αριστερών ιδεών είχε από αρκετά χρόνια φουντώσει, ιδιαίτερα στους πιο προβληματισμένους κύκλους της ευρωπαϊκής Αριστεράς. Παρά την προχωρημένη κριτική της όμως, τελικά αποδείχτηκε «λίγη», με την έννοια ότι προσπάθησε να μετασχηματίσει παραδεδεγμένα πρότυπα, που αναπόφευκτα ήταν καταδικασμένα να καταρρεύσουν. Μάταια λοιπόν η παραδοσιακή Αριστερά έδινε και δίνει μάχες ενάντια στο χρόνο, προσπαθώντας να διασώσει έναν βασικό πυρήνα της ιδεολογίας της από τον απότομο κατήφορο των ιδεών. Αν η απεγνωσμένη αντίσταση των αθεράπευτα ορθόδοξων αριστερών τείνει να θεωρείται πια ένας γραφικός αναχρονισμός της πολιτικής σκηνής, είναι γεγονός ότι και η κάθε είδους ανανέωση ξεπερνιέται από τα πράγματα, εμφανίζεται κατά κανόνα καθυστερημένη και ανεπαρκής.
Αποτελεί ίσως ιστορική αδικία το γεγονός ότι η ανανέωση της Αριστεράς στην Ευρώπη δεν μπόρεσε ή δεν πρόλαβε να παίξει τον ρόλο που της άξιζε. Όμως, η πολιτική προϋποθέτει σε μεγάλο βαθμό ορθή εκτίμηση και πρόβλεψη και στο σημείο αυτό οι αριστεροί διανοούμενοι δεν έφθασαν αυτά καν στο επίπεδο των Αμερικανών σοβιετολόγων και αναλυτών. Μπορεί να ήταν αναμενόμενες κάποιες εξελίξεις και μεταρρυθμίσεις στο ανατολικό μπλοκ, αλλά ξεπέρασε κάθε προσδοκία η επελθούσα ουσιαστική κατάρρευση του «υπαρκτού» σοσιαλισμού, τόσο σε πολιτικό και οικονομικό όσο και σε ιδεολογικό επίπεδο. Βέβαια, οι προσπάθειες που καταβάλλονται απ όλες τις πλευρές για ν αναχαιτισθεί και να διοχετευθεί κατάλληλα η ορμή των αλλαγών επιτρέπουν και στους ιδεολογικούς συγγενείς να διασώζουν προς το παρόν τα προσχήματα. Το αντικείμενο που παίζεται είναι, ούτε λίγο ούτε πολύ, η οργάνωση του κόσμου μας κατά τις ερχόμενες δεκαετίες και θα ήταν επικίνδυνο να αναγνωριστεί, μέσα από την υπαρκτή αυτή κατάρρευση, η θριαμβευτική επικράτηση του αντίπαλου οικονομικού και πολιτικού συστήματος. Οι ιδεολογικές συνέπειες δεν είναι όμως δυνατόν να καθυστερήσουν για πολύ και είναι πια παραδεχτό, ακόμα και από ηγετικές προσωπικότητες της Ανατολής, ότι η σοσιαλιστική ιδεολογία δεν σώζεται παρά μόνο με μια ουσιαστικά άταχτη και άνευ όρων επιστροφή στην σοσιαλδημοκρατία. Η τελευταία μοιάζει προς το παρόν γερά ριζωμένη και ανθεκτική στις αναπτυγμένες κοινωνίες, οπότε το ιδεολογικό παιχνίδι αναμένεται να περιοριστεί στα χρόνια που έρχονται ανάμεσα σε δύο βασικούς χώρους, την φιλελεύθερη και την σοσιαλδημοκρατική εκδοχή του καπιταλισμού, ενώ και οι μεταξύ τους διαφορές τείνουν μάλλον σε παραπέρα άμβλυνση.
Το σημαντικό επομένως ερώτημα, ακόμα κι αν τα πράγματα δεν εξελιχθούν ακριβώς έτσι, είναι το ποια Αριστερά μπορεί να υπάρξει σ ένα τέτοιο πλαίσιο και ποιος θα είναι ο ρόλος της.
Όσοι βιάστηκαν να ξεγράψουν αυτόν τον ρόλο, υποστηρίζοντας ότι τα παραδοσιακά σχήματα Δεξιά-Αριστερά έχουν ξεπεραστεί, ξεχνούν ότι η Αριστερά δεν είναι μια ορισμένη πολιτική κίνηση ή κόμμα αλλά μάλλον μια θετική στάση απέναντι στην ανανέωση και τον μετασχηματισμό της κοινωνίας και σαν τέτοια θα εξακολουθεί να υπάρχει ενόσω το κοινωνικό σώμα παραμένει ζωντανό. Αν όμως η Αριστερά δεν θα μπορούσε να συμβαδίσει με τον φιλελευθερισμό, στο βαθμό που αυτός εξυπηρετεί κυρίως κατεστημένα συμφέροντα, εξίσου δεν θα ήταν δυνατό να ταυτιστεί με την κλασική σοσιαλδημοκρατία και κυρίως με την γραφειοκρατική και συντηρητική δομή που φέρνει μαζί της. Και θα ήταν φυσικά αναχρονισμός μια Αριστερά που θα ξαναπρότεινε οποιουδήποτε τύπου αυταρχικά σοσιαλιστικά πρότυπα. Αντίθετα, μια ρεαλιστική και χωρίς προκαταλήψεις εκτίμηση των εξελίξεων των τελευταίων χρόνων οδηγεί σαφώς προς κάποια Αριστερά που δεν θα προσδιορίζεται αποκλειστικά από τον σοσιαλιστικό της χαρακτήρα. Βέβαια ο σοσιαλισμός αποτέλεσε το βασικό ιδεολογικό περιεχόμενο της Αριστεράς ήδη από τον προηγούμενο αιώνα. Όμως η έννοια της Αριστεράς δεν παύει να είναι παλιότερη και πλουσιότερη από την ιδέα του σοσιαλισμού και να εκφράζει μια τάση ανατροπής της κάθε συντηρητικής καθεστηκυίας τάξης, ένα γενικότερο δυναμικό αλλαγής προς την κατεύθυνση της κοινωνικής ευημερίας (βλ.«Είναι η Οικολογία συνιστώσα της Αριστεράς»; Ν.Ο. τ. 48, Οχτ. 88).
Εξάλλου ο σοσιαλισμός, που τελευταία συνδέθηκε βιαστικά και μάλλον καιροσκοπικά με την δημοκρατία, δεν δίνει παρά αποσπασματικές απαντήσεις στο αίτημα της κοινωνικής ευημερίας, βασισμένες προπάντων σε στενά ταξική και οίκονομίστικη προσέγγιση. Και αυτές όμως οι υποσχέσεις του κινούνται στο χώρο της ουτοπίας, διότι όλες οι εφαρμοσμένες εκδοχές του σοσιαλισμού δεν μπόρεσαν να προσφέρουν παρά ένα επίπεδο ζωής ποσοτικά ανεπαρκές και ποιοτικά χαμηλό σε σχέση με αντίστοιχες μη σοσιαλιστικές κοινωνίες. Βέβαια η παραδοσιακή αντίληψη περί Αριστεράς προσπαθεί να διασώσει, με κάθετρόπο, κάποιο μάλλον αόριστο σοσιαλιστικό ιδεώδες. Προβάλλεται έτσι ως ύστατη γραμμή άμυνας η θέση ότι δεν κατέρρευσε η ιδέα του σοσιαλισμού αλλά η σταλινική εκδοχή του, δηλαδή ένα δογματικό πρότυπο που βασίστηκε σε διαστρεβλώσεις και επιβλήθηκε με τρομοκρατικές μεθόδους. Εδώ όμως γεννιούνται και μένουν αναπάντητα μια σειρά από ερωτήματα σχετικά με το πώς στάθηκε δυνατό να οικοδομηθεί ένα λάθος σύστημα σε σωστές ιδέες. Τα γεγονότα της Ανατολικής Ευρώπης δείχνουν ότι οι μάζες ζητούν πολιτική και οικονομική ελευθερία και απορρίπτουν με μανία τις κομμουνιστικές θέσεις. Φταίνε άραγε μόνο οι διαστρεβλώσεις για το γεγονός ότι ο υπαρκτός σοσιαλισμός μισήθηκε σε τόσες χώρες, από τόσους πολλούς και με τέτοια ένταση; Εξάλλου, θα αναρωτιόταν και ο πιο καλόπιστος παρατηρητής, ποιες είναι εκείνες οι σοσιαλιστικές ιδέες που διατηρούν σήμερα μια αναμφισβήτητη αξία; Πώς μπορεί να πραγματοποιηθεί η κοινοκτημοσύνη, η κατάργηση των τάξεων, η ισοκατανομή των αγαθών και ταυτόχρονα ν αποφευχθεί η ισοπέδωση, η παθητικότητα, η κοινωνική στασιμότητα; Πόσοι θα επιμείνουν ν αρνούνται ότι η συλλογική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής συνδέεται με την δημοσιοϋπαλληλική νοοτροπία, την έλλειψη αποτελεσματικότητας και την αδιαφορία και ότι ο ανταγωνισμός, η ατομική πρωτοβουλία, το κίνητρο του κέρδους είναι οι δυνάμεις που προάγουν την κοινωνική ευημερία, τουλάχιστον σε ποσοτικό επίπεδο;
Η Αριστερά δεν θα μπορούσε ν απαρνηθεί βασικές αρχές, όπως η ανθρώπινη ελευθερία, η ισότητα στα δικαιώματα ή η κοινωνική αλληλεγγύη στην προσπάθεια για επιβίωση και ευτυχία, αφού είναι θεμελιώδεις προϋποθέσεις, χωρίς τις οποίες δεν είναι δυνατή η ευημερία της κοινωνίας. Σε ό,τι αφορά όμως άλλες θέσεις, όπως π.χ. η ισότητα στην απόλαυση των αγαθών ή η κοινωνική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, θα έπρεπε να γίνει παραδεχτό ότι δεν αποτελούν αυτοσκοπούς, αλλά μόνον εργαλεία για την επιδίωξη της κοινωνικής ευημερίας. Και ένα εργαλείο χαρακτηρίζεται πάντα από κάποιο βαθμό καταλληλότητας και αποτελεσματικότητας, ο οποίος μάλιστα μπορεί να μεταβληθεί σημαντικά ανάλογα με τις ιστορικές συνθήκες. Δεν θα ήταν δυνατόν βέβαια να σπεύσει άμεσα η Αριστερά και ν απορρίψει τα βασικά εργαλεία με τα οποία επί δεκαετίες επιχείρησε να προωθήσει την κοινωνική αλλαγή. Ωστόσο, η επίμονη και αποκλειστική προσήλωση σε ιδέες που τίθενται πια σε ριζική αμφισβήτηση δεν είναι παρά μια κλασική εκδήλωση συντηρητισμού, αποτελεί επομένως μάλλον δεξιά παρά αριστερή θέση.
Γενικότερα η Αριστερά δικαιώνει το όνομα της και επιβεβαιώνει την ύπαρξη της μόνο στον βαθμό που συλλαμβάνει έγκαιρα τις νέες ιδέες και τα μηνύματα των καιρών, πρωτοπορεί στις μεγάλες κοινωνικές καμπές και πρωταγωνιστεί στο να λέει τα πράγματα με τ όνομα τους. Π.χ. η ανυποχώρητη υπεράσπιση των ανθρώπινων δικαιωμάτων, τόσο των μαύρων της Ν. Αφρικής όσο και των ελληνορθόδοξων της Αλβανίας, αποτελεί αριστερή θέση χαι η οποιαδήποτε αντίθετη άποψη είναι γνήσια αντιδραστική. Αντίστοιχα, η παντοειδής καταπίεση του μισού πληθυσμού από τον άλλο μισό θα έπρεπε ν αποτελεί κεντρικό ζήτημα για την Αριστερά, η οποία ουδέποτε δίστασε να τα βάλει με τους πλουτοκράτες, αλλά τρέμει μήπως και δυσαρεστήσει τους απανταχού φαλλοκράτες. Όταν η υπερτροφική αδράνεια της δημόσιας διοίκησης έχει συνειδητοποιηθεί και από τον τελευταίο πολίτη, τα σοσιαλίζοντα επιχειρήματα υπέρ των μονιμοποιήσεων και της παραπέρα διόγκωσης του δημόσιου τομέα δεν μπορούν να θεωρούνται αριστερά. Ούτε εξάλλου και οι λαϊκισμοί, που εμποδίζουν μια εξυγιαντική οικονομική πολιτική και γενικότερα την προώθηση ριζικών εκσυγχρονισμών, εν ονόματι της διατήρησης των εισοδημάτων και των διαφόρων κεκτημένων δικαιωμάτων. Και σε ό,τι αφορά την οικολογική ανανέωση της κοινωνίας, η αριστερή πρόταση δεν μπορεί ν αγνοεί την ανάγκη κάποιας μείωσης του βιοτικού επιπέδου ως προϋπόθεση για την ουσιαστική προστασία του περιβάλλοντος και την αναβάθμιση της ποιότητας ζωής.
Η σύγχρονη Αριστερά οφείλει να ξεπεράσει τον οικονομισμό της και να παραδεχτεί ότι η βελτίωση της κοινωνίας δεν σημαίνει μόνο περισσότερα και δικαιότερα κατανεμημένα αγαθά.
Αλλά και η παραδοσιακή πρόταση της για σοσιαλιστικά σχήματα οργάνωσης της παραγωγής τείνει ήδη να ξεπεραστεί. Το πρωταρχικό ενδιαφέρον της Αριστεράς για την μεγιστοποίηση του κοινωνικού οφέλους δεν συνδέεται αναγκαστικά και αυτονόητα με την κοινωνική ιδιοκτησία ή την κοινωνική διαχείριση των παραγωγικών συστημάτων. Είναι φανερό ότι η καλή οργάνωση, η παραγωγικότητα, η υψηλή ποιότητα, όλ αυτά σχετίζονται περισσότερο με μια ιδιωτική παρά με μια δημόσια διαχείριση. Γιατί λοιπόν να επιμένει η Αριστερά σε κοινωνικοποιημένες μορφές που προσφέρουν κακές υπηρεσίες στο κοινωνικό σύνολο; Γιατί να μην προτείνει όχι την αύξηση αλλά την μείωση της δημόσιας διαχείρισης, δίνοντας ταυτόχρονα το βάρος στον κοινωνικό έλεγχο των συστημάτων παραγωγής και εξουσίας και στον προσανατολισμό τους προς την κατεύθυνση του μέγιστου κοινωνικού οφέλους;
Η σοσιαλιστική ιδεολογία αντιπροσωπεύει μεν ακόμα την μεγάλη μάζα του αριστερού κινήματος, αλλά είναι πλέον καταδικασμένη να δίνει στο εξής μάχες οπισθοφυλακής. Η κύρια προσπάθεια της Αριστεράς, προσανατολισμένη αναπόφευκτα σε σοσιαλδημοκρατική κατεύθυνση, είναι πιθανό ότι θα περιοριστεί στον, παρ όλ αυτά σημαντικό, ρόλο της διαμόρφωσης ενός «καπιταλισμού με ανθρώπινο πρόσωπο», θα ήταν λάθος όμως να πιστέψουμε ότι αυτό σημαίνει και το τέλος της Αριστεράς. Η ανάγκη ανανέωσης και εξέλιξης της κοινωνίας δεν σταματά στα ζητήματα οργάνωσης και διανομής της παραγωγής, πηγαίνει πολύ πιο πέρα από την αντιδικία μεταξύ σοσιαλισμού και καπιταλισμού. Οι αριστερές αναζητήσεις, ανάμεσα στις οποίες πρωτεύουσα θέση κατέχουν οι οικολογικές, όχι μόνο δεν χάνουν σήμερα το νόημα τους, αλλά αποκτούν καθοριστική σημασία για την διαμόρφωση των νέων δεδομένων της μεταβιομηχανικής μας κοινωνίας.
.
.
Ο Κίμων Χατζημπίρος είναι αναπληρωτής καθηγητής στο ΕΜΠ