Τα αποτελέσματα των Ευρωεκλογών ενίσχυσαν την άποψη, ότι οι επιδόσεις των Σοσιαλδημοκρατικών Σοσιαλιστικών Κομμάτων στην Ευρώπη, σταδιακά -παρά τις εξαιρέσεις, όπως στην Ιταλία – μειώνονται. Τις απώλειες αυτές, δεν τις καρπώνονται οι παραδοσιακοί τους αντίπαλοι, τα συντηρητικά Κόμματα. Ούτε η Αριστερά, με εξαίρεση την Ελλάδα και την Ισπανία.
Αντίθετα, ενισχύονται οι επιδόσεις ακροδεξιών ή «πατριωτικών» Κομμάτων που χαρακτηρίζονται από λαϊκισμό, ξενοφοβία, ευρωσκεπτικισμό, εναντιώνονται στην παγκοσμιοποίηση και υπερασπίζονται την επιστροφή σε εθνικές και προστατευτικές πολιτικές.
Η αδυναμία των Σοσιαλδημοκρατών να αντιδράσουν έγκαιρα, με προτάσεις πολιτικής για τις συνέπειες στις εθνικές οικονομίες από την παγκοσμιοποίηση σε συνδυασμό με το περιορισμό των εργαλείων πολιτικής, μετά την εισδοχή χωρών στην ΟΝΕ και τη δημιουργία γκρίζων περιοχών σε ότι αφορά αρμοδιότητες εθνικών και ευρωπαϊκών Αρχών για την αντιμετώπιση των προβλημάτων, συνέβαλε στη σταδιακή τους αποδυνάμωση προς όφελος των αντιευρωπαϊστών.
Η Ευρώπη στις συνθήκες της παγκοσμιοποίησης, προκειμένου να διασφαλίζει υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, δημιουργία θέσεων εργασίας και ένα ισχυρό κοινωνικό κράτος, χρειάζεται να υιοθετεί έγκαιρα αλλαγές με προοδευτικό χαρακτήρα, που θα την καθιστούν ανταγωνιστική, ώστε να διασφαλίζει μερίδιο στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας.
Τα Σοσιαλδημοκρατικά Κόμματα πρέπει να ανακτήσουν το χαμένο έδαφος στο πολιτικό σύστημα της Ευρώπης, προκειμένου να εξασφαλίζουν τις πλειοψηφικές κοινωνικές συμμαχίες μεταξύ «παραγωγών» και «αδυνάτων» και να πραγματοποιούν τις αλλαγές που είναι απαραίτητες.
Προϋπόθεση, λοιπόν, για την ανασύνταξη της Ευρωπαϊκής Σοσιαλδημοκρατίας, είναι ο αναπροσανατολισμός των προγραμματικών της θέσεων στα ζητήματα της ανάπτυξης, απασχόλησης, μετανάστευσης, αναδιανομής και καταπολέμησης των κοινωνικών ανισοτήτων.
Κατά τη διάρκεια της κρίσης, σε αρκετά Σοσιαλιστικά Κόμματα διατυπώθηκαν προτάσεις για την αντιμετώπιση της ύφεσης, που ισοδυναμούσαν με την επιστροφή στον εθνικό κεϋνσιανισμό της χρυσής εικοσιπενταετίας της Σοσιαλδημοκρατίας (1945-1970).
Οι προτάσεις αυτές, αναδεικνύουν το ρόλο της δημοσιονομικής πολιτικής προκειμένου να τονωθούν οικονομίες σε ύφεση ή στασιμότητα. Παραβλέπουν, όμως, την ιστορική εμπειρία που καταδεικνύει, ότι μια συνεχής επεκτατική δημοσιονομική πολιτική σε μια χώρα ενισχύει τα δίδυμα ελλείμματα και οδηγεί σε κρίση δανεισμού ή νομισματική κρίση. Ειδικά σε χώρες σε δημοσιονομική ανισορροπία, όπως η Ελλάδα, δεν υπήρχε ούτε αυτή η επιλογή.
Στις νομισματικές ενώσεις, το πρόβλημα της ύφεσης σε χώρες, αντιμετωπίζεται μέσω μεταβιβάσεων από τον κεντρικό προϋπολογισμό, που στην περίπτωση όμως της Ευρωζώνης δεν υπάρχει. Εναλλακτικά, απαιτείται μεγαλύτερος συντονισμός δημοσιονομικών πολιτικών. Αυτό προϋποθέτει, σύγκλιση απόψεων για την καταπολέμηση της ύφεσης, που δεν έχει επιτευχθεί ακόμη στην Ευρωζώνη, αφού προσεγγίζει ιδεοληπτικά την κρίση ως κρίση χρέους και προτείνει ως λύση πολιτικές λιτότητας και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.
Επομένως, η λύση για την κρίση δεν είναι η επιστροφή στον εθνικό κεϋνσιανισμό αλλά η μετάβαση στον ομοσπονδιακό κεϋνσιανισμό. Επιλογή, στην οποία εναντιώνονται, κυρίως, οι ισχυρές χώρες της Ευρωζώνης. Ο συσχετισμός δυνάμεων έχει σημασία,, καθώς απαιτείται αλλαγή Συνθηκών για να προχωρήσουμε στη δημιουργία ομοσπονδιακού προϋπολογισμού στην Ευρωζώνη.
Άλλο κομβικό σημείο στη συζήτηση για την αντιμετώπιση της κρίσης, είναι η ενίσχυση των μισθών. Με αυτό τον τρόπο υποστηρίζεται ότι θα επιτευχθεί η υποκατάσταση της κατανάλωσης των εργαζομένων, που στηρίζονταν σε δανεισμό, με κατανάλωση που θα στηρίζεται σε ικανοποιητικές αμοιβές.
Η πρόταση αυτή, σε συνδυασμό με την πρόταση για την αύξηση των κατώτατων μισθών ενσωματώνεται στις προτάσεις του Ευρωπαϊκού Σοσιαλιστικού Κόμματος, με την επισήμανση ότι η αύξηση των μισθών πρέπει να αντανακλά αύξηση της παραγωγικότητας, ώστε να μην υπονομευτεί η ανταγωνιστικότητα των χωρών της Ευρωζώνης.
Οι Σοσιαλιστές του Βορρά, στο αίτημα των χωρών του Νότου να πληθωρίσουν οι Βόρειοι τις οικονομίες τους με υψηλότερες αυξήσεις μισθών, απαντούν ότι αυτή η πολιτική δεν θα ωφελήσει το Νότο, αλλά χώρες τρίτες, έξω από την Ευρωζώνη.
Η αναθεώρηση του Καταστατικού Χάρτη της ΕΚΤ, ώστε η νομισματική πολιτική να υπηρετεί, όχι μόνο τη σταθερότητα των τιμών αλλά και την αύξηση της απασχόλησης, πρέπει να αποτελέσει μέρος του διεκδικητικού πλαισίου της ευρωπαϊκής Σοσιαλδημοκρατίας.
Η άποψη αυτή, έχει ενταχθεί στη συζήτηση κάποιων Σοσιαλιστικών Κομμάτων χωρίς όμως να την υιοθετούν ως κεντρική τους θέση. Η ΕΚΤ επέδειξε στην πράξη ευελιξία μόνο όταν βρέθηκε αντιμέτωπη με ενδεχόμενη κατάρρευση τραπεζικών συστημάτων χωρών της Ευρωζώνης. Ακόμη και σήμερα, συντηρεί ένα πληθωρισμό πολύ κάτω από το ανώτατο όριο, με αποτέλεσμα, χώρες σε πρόγραμμα να εξωθούνται σε πολιτικές αποπληθωρισμού και ύφεσης.
Μετά την πρόσφατη κρίση, είναι πλέον αναγκαία η αλλαγή στάσης των Σοσιαλδημοκρατών στο ζήτημα ελέγχου των χρηματοοικονομικών αγορών. Τα Σοσιαλιστικά Κόμματα έχουν κάνει προτάσεις, όπως: καθιέρωση του φόρου χρηματοπιστωτικών συναλλαγών, ενίσχυση της εποπτείας των χρηματαγορών και στηρίζουν τις πρωτοβουλίες για την Ευρωπαϊκή Τραπεζική Ενοποίηση.
Όμως οι παρεμβάσεις που υιοθετήθηκαν, μάλλον δεν περιορίζουν την υπερβολική ανάληψη κινδύνων από το χρηματοπιστωτικό σύστημα, ώστε να αποφευχθούν νέες «φούσκες» στο μέλλον. Ούτε είναι επαρκείς, για να αποτρέψουν την επανάληψη του φαινομένου τα κέρδη να πηγαίνουν στους ιδιώτες και οι ζημιές στους φορολογούμενους.
Πολλές από τις παραπάνω προτάσεις πολιτικής, μπορούν να συμβάλουν στην αποκατάσταση της σχέσης της Σοσιαλδημοκρατίας με τα κοινωνικά στρώματα, που την εγκατέλειψαν αλλά προϋποθέτουν την αναθεώρηση των Συνθηκών για την Ευρώπη. Τα αποτελέσματα, όμως, των Ευρωεκλογών οδηγούν προς την ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση, δηλαδή, σε λιγότερη Ευρώπη.
Αυτό σημαίνει, ότι η Σοσιαλδημοκρατία, για να καταστεί ξανά πλειοψηφική δύναμη ενεργοποιώντας τη συμμαχία «παραγωγών» και «αδυνάτων» και να δρομολογήσει αλλαγές Συνθηκών, πρέπει τώρα να επεξεργαστεί προοδευτικές προτάσεις πολιτικής με το υφιστάμενο πλαίσιο Συνθηκών.
Οφείλει, λοιπόν, να αναδείξει τις προτάσεις της για την ανεργία, η οποία στα παρόντα υψηλά επίπεδα απειλεί την κοινωνική συνοχή σε χώρες, όπως η Ελλάδα και η Ισπανία.
Να αναδείξει την ανάγκη αντιμετώπισης των κοινωνικών ανισοτήτων, που διευρύνθηκαν και υπονομεύουν μεσοπρόθεσμα την αναπτυξιακή προοπτική της Ευρώπης. Η επικέντρωση στον αναδιανεμητικό ρόλο της φορολογικής πολιτικής σε συνδυασμό με τις επενδύσεις σε παιδεία και υγεία, μπορούν να συνδράμουν στη μείωση των ανισοτήτων.
Η λύση, και πάλι, δεν μπορεί να δοθεί μόνο σε εθνικό επίπεδο, αλλά σε Ευρωπαϊκό επίπεδο. Προϋποθέτει, τη συνεργασία των χωρών σε φορολογικά ζητήματα, ώστε οι φορολογικές πολιτικές μιας χώρας να μην δυσχεραίνουν το έργο άλλων χωρών.
Μεσοπρόθεσμα, η μόνη λύση για την Ευρωπαϊκή Σοσιαλδημοκρατία είναι η διεκδίκηση της περαιτέρω πολιτικής και οικονομικής ενοποίησης. Έτσι, η Ευρώπη θα έχει εργαλεία για να αντιμετωπίσει τις κυκλικές διακυμάνσεις της οικονομίας και να αποφεύγει μακροχρόνιες υφέσεις και υψηλή ανεργία, που μειώνουν την εικόνα της στους πολίτες και τους ωθεί να ζητούν λιγότερη ή καθόλου Ευρώπη. Διαφορετικά, η Σοσιαλδημοκρατία θα συνεχίσει να χάνει δυνάμεις, κινδυνεύοντας να κλείσει άδοξα τον ιστορικό της κύκλο.