Τις τελευταίες δεκαετίες, η συσσώρευση αποτυχιών στην προσπάθεια για επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών μοιάζει να αποτελεί μια φυσιολογική κατάσταση. Μια κατάσταση όπου η «δική μας πλευρά» έχει όλα τα δίκαια με το μέρος της, ενώ η άλλη πλευρά είναι πάντα αδιάλλακτη και επιθετική. Πέρα από το πλήρες αδιέξοδο, που συχνά ακολουθεί την δυσμενή πορεία του Κυπριακού, η «εθνική ορθότητα» επιβάλει προκαθορισμένες απόψεις και δαιμονοποιεί κάθε εναλλακτική πρόταση, ακόμα και εάν αυτή βασίζεται στο διεθνές δίκαιο ή αποτελεί καθιερωμένη διεθνή πρακτική. Η προσχηματική επίκληση των «εθνικών δικαίων» από τους εκάστοτε υπερασπιστές της «εθνικής αλήθειας» μόνο αρνητικές επιπτώσειςέχει για την Ελλάδα.
Η καλλιέργεια του φόβου, η εμπέδωση αναληθών πληροφοριών, στρεβλών εκτιμήσεων και η οικοδόμηση διάφορων εθνικών μύθωνοδηγούν στην σταθερή άρνηση κάθε διαλόγου με στόχο την επίλυση των διαφορών στη λογική του κοινού οφέλους. Αντίστροφα, η αυτάρεσκη εσωστρέφεια τροφοδοτεί την εθνική ανασφάλεια,η οποία δικαιολογεί με τη σειρά της υπερμεγέθη εξοπλιστικά προγράμματα, που περιοδικά υπερχρεώνουν την οικονομία των δύο κρατών και υποθηκεύουν την ανάπτυξη και την ευημερίατων δύο λαών.
Μια σειρά ζητημάτων φαίνονται άλυτα, ενώ δεν είναι. Τις τελευταίες δεκαετίες, η τουρκική πλευρά κλιμακώνει την αμφισβήτηση ορισμένων σημείων ελληνικής κυριαρχίας συνοδευόμενη ενίοτε από βερμπαλιστικές απειλές, ενώ η ελληνική πλευρά επιμένει σε μαξιμαλιστικές αξιώσεις ζωνών κυριαρχίας αμφίβολης νομιμότητας (πχ. εναέριος χώρος, τάση για μονομερή οριοθέτηση της αιγιαλίτιδας ζώνης και της ΑΟΖ).
Έτσι, και στις δύο πλευρές του Αιγαίου έχουν διαμορφωθεί βεβαιότητες και πεποιθήσεις ότι η «δική μας πλευρά (μόνον) έχει δίκιο». Όμως, τα πράγματα δενείναι έτσι. Υπάρχουν δύο κατηγορίες ανορθολογικών βεβαιοτήτων: οι αμφισβητήσεις για τα κατοχυρωμένα κεκτημένα και τα νομιμοποιημένα δικαιώματα της άλλης πλευράς, και η ανακήρυξη ιδίων κυριαρχικών δικαιωμάτων σε σαθρή βάση. Ορισμένες από τις βεβαιότητες που αναπαράγει η ελληνική πλευρά, όπως και η τουρκική, δύσκολα τεκμηριώνονται νομικά. Από την άλλη πλευρά, το ελληνικό κοινό, όπως και το τουρκικό, δύσκολα θα αμφισβητήσει τις βεβαιότητες που έχουν καλλιεργήσει όλες οι προηγούμενες κυβερνήσεις και τα ΜΜΕ. Ποιος μπορεί να παραγνωρίσει ότι η αναγνώριση των φαινομένων στην πραγματική τους διάσταση και η διμερής συνεργασία (ή η προσφυγή σε διαμεσολάβηση ή στη διεθνή δικαιοσύνη) είναι απαραίτητη προϋπόθεση όχι μόνο για την επίλυση των διαφορών αλλά και για την αξιοποίησηή διατήρηση των κοινών πόρων; Για παράδειγμα, ηαποτελεσματική απορρύπανση των πλαστικών του Αιγαίου μπορεί να επιτευχθεί μόνο με κοινή προσπάθεια, ενώ η εκμετάλλευση του αλιεύματος και των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, μόνο με συνέργειες μπορεί να γίνει εφικτή. Εξάλλου, στην νέα κατάσταση πραγμάτων που επιβάλει η κλιματική κρίση η συνεργασία δεν είναι επιλογή, είναι ανάγκη επιβίωσης.
Αυτό, λοιπόν, που επιδιώκουμε είναι η (επαν)εκκίνηση ενός διαλόγου στην Ελλάδα για τα ζητήματα που πράγματιτραυματίζουν τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Να ακυρώσουμε την αυτοματοποιημένη αμφισβήτηση εκ των προτέρων της εμπιστοσύνης της άλλης πλευράς, η οποίαυπονομεύει τις πιθανότητες επίτευξης συμφωνίας. Να συνεισφέρουμε στην εμπέδωση της εμπιστοσύνης, καθώς σημαντικότερη προϋπόθεση κάθε μορφής διαλόγου με στόχο την παραγωγική ελληνοτουρκική συνύπαρξη είναι η αμοιβαία απαλλαγή από όσα δηλητηριάζουν τις σχέσεις των δύο χωρών, επαπειλούν την ειρήνη, αδρανοποιούν τους φυσικούς πόρους και υποθηκεύουν την ευημερία των πολιτών τους.
Μια τέτοια προσέγγιση οφείλει να διαρρήξει και το άβατο των ελληνικών «εθνικών θεμάτων». Στα ακόλουθα θέματα θα πρέπει να δοθεί από ελληνικής πλευράς προτεραιότητα με στόχο την ανεύρεση λύσεων μετά από ειλικρινή διάλογο και διμερείς διαπραγματεύσεις με την Τουρκία (κατά προτίμηση διμερώς χωρίς διαμεσολαβητές ή επιδιαιτητές), λύσεων που θα είναι θετικού αθροίσματος, με δύο κερδισμένους:
- Οριστική οριοθέτηση των θαλάσσιων συνόρων (αιγιαλίτιδα ζώνη).
- Οριοθέτηση των ζωνών άσκησης δικαιωμάτων εκμετάλλευσης (ΑΟΖ, υφαλοκρηπίδα).
- Οριοθέτηση του ελληνικού εναέριου χώρου.
Επίσης είναι απαραίτητο να υπάρξει διάλογος, συμφωνίες ή τερματισμός μονομερούς διεκδίκησης σε θέματα, όπως:
- Ενεργειακή πολιτική, συνέργειεςόπου αυτό είναι δυνατό (ανανεώσιμες πηγές ενέργειας). Διάλογος για τους υδρογονάνθρακες.
- Περιβαλλοντική πολιτική, συνέργειες ειδικά σε σχέση με το Αιγαίο.
- Ευθυγράμμιση πολιτικών ως προς τις εκατέρωθεν μειονότητες, σύμφωνα με το ευρωπαϊκό κεκτημένο.
- Συνεννόηση για τον εξανθρωπισμό της διαχείρισης των μετακινήσεων προσφύγων και μεταναστών.
Ως προς το Κυπριακό, ήδη έχει «σπαταληθεί» αλόγιστα το διπλωματικό κεφάλαιο, που προσέφερε στην Κύπρο η ένταξή της στην ΕΕ. Θα πρέπει να συζητηθούν οι προϋποθέσεις του διαλόγουκαι οι προοπτικές ουσιαστικής συνύπαρξης των δύο κοινοτήτων. Διαφορετικά, η κατάσταση πραγμάτων οδηγεί σε οριστική διχοτόμηση της Κύπρου, επικυρώνοντας έτσι τα αποτελέσματα της τουρκικής εισβολής.
Εν κατακλείδι, αυτό που μας αναλογεί ως δημοκρατική κοινωνία είναι μία συνεχής πλουραλιστική συζήτηση για την αναζήτηση λύσεων με στόχο το αμοιβαίο όφελος. Έμμεση ή άμεση συνεργασία συνεπάγεται τονπολλαπλασιασμό του κέρδουςκαι για τις δύο πλευρές. Διπλό όφελος το κοινό όφελος, το οποίο θα εδράζεται στην κοινή ασφάλεια και τη σταθερότητα στην περιοχή.Η εφαρμογή,λοιπόν,βιώσιμων πολιτικών για το μέλλον με την εξασφάλιση συναινέσεωνστη βάση του διεθνούς δικαίου, συνιστά συμφέρον της Ελλάδας σε αυτή την κρίσιμη καμπή τωνελληνοτουρκικών σχέσεων.
Ο πρόσφατος σεισμός στην Τουρκία πέρα από τη μεγάλη δυστυχία που προκάλεσε, ίσως αποδομήσει τη ρητορική της έντασης των τελευταίων ετών, όπως είχε συμβεί και με τους σεισμούς του 1999. Ίσως ανοίγει την ευκαιρία για μία αποτελεσματική επαναπροσέγγιση.
Πηγή: www.kathimerini.gr