Σύμφωνα με την κυβέρνηση, προκειμένου να καλυφθούν οι μελλοντικές χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας, δεν θα καταφύγει στην υπογραφή τρίτου μνημονίου αλλά θα προσφύγει στις αγορές.
Αυτό σημαίνει ότι η χώρα θα ενταχθεί στο μεταμνημονιακό πρόγραμμα εποπτείας που προβλέπεται από το νέο, αυστηρότερο πλαίσιο δημοσιονομικής πολιτικής της ευρωζώνης, το οποίο εφαρμόζεται στην Ιρλανδία και την Πορτογαλία.
Η απόφαση αυτή της κυβέρνησης έχει και πολιτική στόχευση, αφού οδηγεί στην αναίρεση του τεχνητού πολιτικού διχασμού των τελευταίων χρόνων μεταξύ μνημονιακών και αντιμνημονιακών δυνάμεων και συνδέεται με την ανάγκη επίτευξης ευρύτερων δυνατών συναινέσεων στη Βουλή ενόψει της προεδρικής εκλογής.
Η επιλογή αυτή γίνεται σε μια ευνοϊκή περίοδο, αφού στις διεθνείς αγορές υπάρχει υπερπροσφορά κεφαλαίων ως αποτέλεσμα της χαλαρής νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ.
Οδηγεί όμως σε αύξηση του κόστους δανεισμού και σε συνεπακόλουθη επιβάρυνση του προϋπολογισμού. Είναι λοιπόν σημαντικό να διασφαλιστεί ότι η χώρα θα μπορεί να δανείζεται με ανταγωνιστικά επιτόκια.
Η προσφυγή στις αγορές ενέχει και σημαντικούς κινδύνους, αφού σε περίπτωση μιας διαταραχής, η χώρα κινδυνεύει να βρεθεί ξανά αντιμέτωπη με το ενδεχόμενο
αδυναμίας δανεισμού από τις αγορές με ανταγωνιστικά επιτόκια.
Σε ακραίες συνθήκες ίσως χρειαστεί να προσφύγει εκ νέου στους θεσμικούς πιστωτές με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την οικονομία και το πολιτικό σύστημα.
Αυτό γίνεται κατανοητό αν λάβουμε υπόψη τι συνέβη με τα επιτόκια τις τελευταίες ημέρες, αλλά και σε πρόσφατη έκδοση ομολόγου. Τότε, το πρόβλημα που ανέκυψε με μια πορτογαλική τράπεζα επηρέασε τη στάση των αγορών ως προς την Ελλάδα.
Για να αποτελέσει λοιπόν βιώσιμη λύση η κάλυψη των χρηματοδοτικών αναγκών της χώρας από τις αγορές, θα πρέπει να συντρέξουν ορισμένες προϋποθέσεις όπως:
1) Το ποσό που θα χρειαστεί να αντλήσει η χώρα από τις αγορές στο προσεχές διάστημα να είναι όσο το δυνατόν μικρότερο. Το εύρος των αναγκών το 2015 κυμαίνεται, ανάλογα με τις υποθέσεις που γίνονται, στα 12,5 δισ. περίπου. Η κυβέρνηση δήλωσε ότι εξετάζει σοβαρά το ενδεχόμενο να μην αντλήσει τα κεφάλαια που δικαιούται από το ΔΝΤ. Είναι σημαντικό να συνυπολογίσουμε ότι θα εφαρμοστούν οι διαρθρωτικές δεσμεύσεις που αφορούν την επισκόπηση Σεπτεμβρίου, ότι θα κλείσει επιτυχώς και θα εκταμιευτούν από το υφιστάμενο πρόγραμμα 7 δισ.
2) Το πρόγραμμα αποκρατικοποιήσεων θα υλοποιείται ώστε να εξασφαλιστούν έσοδα και να μειωθούν οι χρηματοδοτικές ανάγκες.
3) Οι τράπεζες, μετά την ευρωπαϊκή αξιολόγηση, θα καλύψουν -αν προκύψουν- τις όποιες κεφαλαιακές απαιτήσεις από τις αγορές. Σε αυτή την περίπτωση, για τα 11 δισ. περίπου του ΤΧΣ θα πρέπει να γίνει διαπραγμάτευση, για το πώς θα χρησιμοποιηθούν ή αν θα επιστραφούν στο ESM ώστε να μειωθεί το χρέος της χώρας.
4) Το προσχέδιο αλλά και ο προϋπολογισμός για το 2015 που θα κατατεθούν θα στοχεύουν σε ένα πρωτογενές πλεόνασμα το οποίο θα σηματοδοτεί ότι η χώρα συνεχίζει τη δημοσιονομική προσπάθεια που ξεκίνησε το 2010 για να ελέγξει τη δυναμική του χρέους.
5) Θα έχει εξασφαλιστεί η συναινετική αποχώρηση των θεσμικών πιστωτών, αφού οι αγορές θα αξιολογήσουν όχι μόνο το κείμενο της τελευταίας επισκόπησης αλλά και τα όποια μελλοντικά κείμενα αφορούν την ελληνική οικονομία.
6) Οι θεσμικοί πιστωτές θα συναινέσουν στη δημιουργία μιας ανοικτής πιστωτικής γραμμής, π.χ. μέσω του ESM, ώστε οι αγορές να γνωρίζουν ότι σε περίπτωση που δεν καταφέρει κάποια στιγμή η χώρα να αντλήσει κεφάλαια από τις αγορές, θα καλύψει άμεσα και αποτελεσματικά τις ανάγκες της μέσω αυτής της πιστωτικής γραμμής.
7) Η λήψη θετικών αποφάσεων για το χρέος από τη μεριά των θεσμικών πιστωτών θα ενισχύσει ακόμη περισσότερο την άποψη των αγορών ότι η χώρα μπορεί να το εξυπηρετήσει.
8) Οι αγορές θα δανείζουν την Ελλάδα όσο πιστεύουν ότι μπορεί να εξυπηρετεί τις υποχρεώσεις της. Οποιος παράγοντας επηρεάζει αρνητικά τη δυνατότητα αυτή λειτουργεί αποτρεπτικά. Αυτό βέβαια αφορά και την αντιπολίτευση, η οποία δηλώνει δημόσια ότι η χώρα θα αποπληρώνει τόκους μόνο αν υπάρχουν θετικοί ρυθμοί ανάπτυξης.
9) Η ΕΚΤ θα συναινέσει ότι και μετά το πρόγραμμα οι ελληνικές τράπεζες θα μπορούν να αντλούν ρευστότητα με ενέχυρο που θα γίνει αποδεκτό από αυτήν.
Για να είναι βιώσιμη η προσφυγή της χώρας στις αγορές, να δανειζόμαστε δηλαδή με ανταγωνιστικά επιτόκια, θα πρέπει στο προσεχές διάστημα η κυβέρνηση να εργαστεί ώστε να συντρέξουν οι παραπάνω προϋποθέσεις.
Η μεγάλη πρόκληση για την κυβέρνηση, όταν ενταχθεί η χώρα στη μεταπρογραμματική φάση, θα είναι να δώσει ακόμη μεγαλύτερη έμφαση στην αναδιάρθρωση του παραγωγικού προτύπου και στην αντιμετώπιση των μεγάλων κοινωνικών προβλημάτων της ανεργίας και της καταπολέμησης των κοινωνικών ανισοτήτων.
Οι επιτυχίες στο μέτωπο αυτό θα καθορίσουν σε μεγάλο βαθμό τη στάση των αγορών έναντι της Ελλάδας τα προσεχή χρόνια.