Πολλά πράγματα έχει διαλύσει η κρίση, ένα από αυτά είναι οι παρέες. Κάνοντας προσφάτως έναν πρόχειρο απολογισμό των φίλων μου, τους μέτρησα λιγότερους. Χαθήκαμε γιατί κάναμε παιδιά; Μπα, όχι. Γιατί δουλεύουμε πολύ; Ούτε. Μας χώρισαν γυναίκες; Βλακείες. Μία είναι η αιτία: διαφωνούμε πολιτικά, τόσο πολύ που έχουμε φτάσει να μη μιλιόμαστε! Συναντιόμαστε τυχαία φίλοι ετών και κάνουμε πως δεν βλέπουμε ο ένας τον άλλο, γυρνάμε το βλέμμα με αποστροφή, ίσως ψιθυρίζοντας και κάνα «κοσμητικό» επίθετο για τον «κακό» δρόμο που έχει πάρει ο πρώην κολλητός.
Γελάω από πικρία με αυτή την κατάντια μας. Η πολιτική είναι η ζωή μου, αποτελεί για μένα ένα από τα βασικά εργαλεία για να αναλύω την πραγματικότητα κι έχω πάρει μεγάλες χαρές και λύπες παρακολουθώντας από κοντά τα ελληνικά και διεθνή τεκταινόμενά της. Κι όμως ουδέποτε υπήρξε η πολιτική ένταξη αυστηρό κριτήριο για τις διαπροσωπικές μου σχέσεις. Με την εξαίρεση ακραίων ανθρώπων που πιστεύουν στη φυσική εξόντωση του άλλου προκειμένου να επιβάλουν τις ιδέες τους, ποτέ δεν έκοψα φίλο επειδή είχε άλλες απόψεις από εμένα για το Μνημόνιο, για το κλείσιμο της ΕΡΤ, για τον Σαμαρά, τον Βενιζέλο ή τον Τσίπρα.
Δεν είναι ότι δεν έχω τις απόψεις μου, δεν είναι ότι ενίοτε δεν φανατίζομαι και δεν μου ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι με ορισμένες απόψεις των συμπολιτών μου, δεν είναι ότι είμαι ένας «συμβιβαστικός» άνθρωπος που του αρέσει να ακολουθεί πάντα τη «μέση οδό».
Αν θεωρώ κουτό τον διαχωρισμό σε «πολιτικό φίλο» και «πολιτικό εχθρό» είναι διότι πιστεύω ότι είναι καταστροφικός για τον τρόπο που βλέπουμε τον εαυτό μας και τους άλλους. Είναι πλέον σαφές στο μυαλό μου ότι στην Ελλάδα πριν από όλα υφίσταται ένα βαθύ πολιτισμικό πρόβλημα: δεν γνωρίζουμε να διαφωνούμε, ούτε ιδιωτικά ούτε δημόσια. Αν ήταν μόνο θέμα καλών τρόπων, θα ανήκε στη δικαιοδοσία των κοσμικογράφων. Νομίζω όμως ότι εδώ πρέπει να απευθυνθούμε στους ανθρωπολόγους. Η διαφωνία δεν είναι εύκολο πράγμα για έναν Ελληνα. Εκπλήσσομαι πάντα με τον φανατισμό με τον οποίο συχνά «αντεπιτίθεται» κάποιος όταν του πω ότι δεν συμφωνώ με την άποψή του, ιδίως αν αυτή αφορά τη σημερινή πολιτική κατάσταση. Το βλέπει σαν ζήτημα ζωής και θανάτου, είναι σαν να ακυρώνω την ίδια την ύπαρξή του. Ο ίδιος ως πρόσωπο είναι τόσο ταυτισμένος με την εκάστοτε «άποψή» του, που η αμφισβήτησή της μπορεί να επιφέρει επώδυνες ρήξεις, μπορεί να φτάσει ώς την οριστική διαγραφή του άλλου από τη ζωή του. Είναι τρομακτικό δε ότι η αντίδραση αυτή είναι συνηθέστερη σε μεσήλικες, 50άρηδες και 60άρηδες, παρότι υποτίθεται ότι η ίδια η εμπειρία της ζωής και οι ανατροπές της θα έπρεπε να τους είχαν σχετικοποιήσει όσα αφορούν τον πολιτικό ανταγωνισμό. Στο κάτω κάτω υπάρχει ένας βασικός κανόνας γι’ αυτά τα πράγματα: όπως έλεγε και ο Γκάντι, οι πράξεις και οι σκέψεις του καθενός ξεχωριστά ελάχιστα αλλάζουν τον ρου της Ιστορίας, ασχέτως φυσικά αν είμαστε υποχρεωμένοι να συνεχίζουμε να παλεύουμε γι’ αυτές. Οχι όμως αδιαφορώντας για το τίμημα.
Αυτό θα ήταν –φευ– το καλύτερο αντίδοτο στον βούρκο μας: ένας λόγος που να περιλαμβάνει τον αντίπαλο. Οχι που να συμφωνεί μαζί του, όχι σώνει και καλά που να ψάχνει για γέφυρες εκεί που δεν υπάρχουν – πολιτική σημαίνει σύγκρουση, δεν είναι κακό αυτό. Αλλά ένας λόγος που να δίνει χώρο στον άλλο να υπάρχει, να μπορεί να εκφέρει πολιτισμένα τη διαφωνία του και μετά να πηγαίνει ο καθένας στο σπίτι του για να συνεχίσει την ήρεμη ζωούλα του. Διότι αυτή είναι η μεγάλη επινόηση των σύγχρονων δημοκρατιών, με όλα τα κακά τους: ένα θερμοκήπιο εκατομμυρίων μονάδων που θέλουν να ζουν τους συνήθως βαρετούς ιδιωτικούς βίους τους, χωρίς να τρέμουν τον διπλανό τους. Κι ευτυχώς που είναι έτσι.