Στην πρόσφατη συνέντευξή του στην Εφ. Συν., ο Αλέξης Τσίπρας δήλωσε πως «δεν αρκεί να επιδιώκουμε μια απλή εναλλαγή στην εξουσία. Αυτό που απαιτείται είναι ένα σχέδιο ανάταξης και ανασύνταξης της 3ης Ελληνικής Δημοκρατίας».[1] Προφανώς, η δήλωση αυτή ήταν αρκετή για να ανασύρει παλαιότερες παρόμοιες δηλώσεις του ίδιου αλλά και άλλων στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ για τους «αρμούς της εξουσίας», ενώ είναι ακόμη νωπές οι μνήμες από το λαϊκιστικό δημοψήφισμα του 2015, τον αντι-συνταγματικό νόμο για τις τηλεοπτικές άδειες, τους κουκουλοφόρους ψευδομάρτυρες για το «σκάνδαλο Novartis» · ένα σκάνδαλο που κατέληξε, ιδίως μετά το τελικό απαλλακτικό βούλευμα για τον Ανδρέα Λοβέρδο, στο φιάσκο μιας ακραίας πολιτικής σκευωρίας, χωρίς ούτε μια λέξη πολιτικής συγνώμης και αυτοκριτικής.
Με άλλα λόγια, ο ΣΥΡΙΖΑ κατηγορήθηκε, για άλλη μια φορά, πως επεξεργάζεται μια πιθανή απόπειρα αλλοίωσης του πολιτεύματος, ή πως επιχειρεί, ίσως, να επαναφέρει μια καρικατούρα θεσμικής διαβούλευσης, ανάλογη με εκείνη τη γραφική «Οργανωτική Επιτροπή Συνταγματικής Αναθεώρησης». Τώρα, μάλιστα, που η δικαιολογημένη ανησυχία και ευαισθησία των ενεργών πολιτών και των διανοουμένων αυξάνεται, ελπίζω πως οι σχετικές πολιτικές κινήσεις και πρωτοβουλίες θα προστατεύσουν το κύρος του δημόσιου διαλόγου, με μια γενναία αυτοκριτική διάθεση απέναντι στα πεπραγμένα της προηγούμενης κυβέρνησης, που ματαίωσε, κατ’ αρχάς και κατ’ αρχήν, τις προσδοκίες των ίδιων των ψηφοφόρων της.
Ευτυχώς, όμως, η απειλή για την περίεργη «εναλλαγή» στην εξουσία δεν ισχύει. Είναι μια κοινότοπη, ανούσια και προσχηματική δήλωση του κ. Τσίπρα, που απλώς διευκολύνει τον κ. Μητσοτάκη να θέσει, ακόμη πιο ανταγωνιστικά και πολωτικά, το εκλογικό δίλημμα της επόμενης διακυβέρνησης : αξίζει, άραγε, στη χώρα η καταστροφική επιστροφή στο παρελθόν της «πρώτη φορά Αριστεράς», που, όμως, τη «δεύτερη φορά θα είναι αλλιώς», αν μαζί με την κυβέρνηση «πάρει και την εξουσία», έτσι όπως επιτάσσει η παλαιά λενινιστική φαντασίωση ; Το ερώτημα θα κριθεί, βέβαια, στις κάλπες, μια συνηθισμένη Κυριακή («Any given Sunday», σύμφωνα με μια ταινία, που, απ’ ό,τι φαίνεται, δεν την βλέπουν συχνά στην Κουμουνδούρου), με μια όντως «απλή εναλλαγή» στην εξουσία. Μόνο που, μέχρι τότε, πρέπει να γνωρίζουμε ποια θα είναι αυτή η νέα κυβέρνηση.
Είναι σαφές, επομένως, πως, σε αυτή τη νέα συγκυρία, τίθεται με οξύτητα το ζήτημα της σοβαρής εκπροσώπησης της αξιωματικής αντιπολίτευσης στη Βουλή αλλά και στην κοινωνία. Το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ οφείλει να διαγνώσει έγκαιρα τον διαφαινόμενο εκλογικό πατερναλισμό του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. και να διαχωρίσει πλήρως τη θέση του από αυτόν, τουλάχιστον ως προς τη θεσμική θωράκιση των επιτευγμάτων της «τρίτης ελληνικής δημοκρατίας», στην οποία, άλλωστε, πρωταγωνίστησε. Έως τώρα, η στάση του Νίκου Ανδρουλάκη και, κυρίως, των στελεχών του «πολιτικού Κέντρου» που τοποθετήθηκαν δημόσια γύρω από το μείζον πρόβλημα των «επισυνδέσεων», έχει δικαιώσει αυτή την πορεία : καταγγελία των γεγονότων, απόδοση ευθυνών, κριτικός έλεγχος. Μένει να δούμε αν, στις επόμενες μέρες της κρίσιμης κοινοβουλευτικής αναμέτρησης, το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, θα επιλέξει το ρόλο του εκφραστή ενός κόσμου που δεν θρηνεί επειδή είναι θύμα παράνομων παρακολουθήσεων αλλά θέλει να πρωταγωνιστήσει στην πολιτική σταθερότητα επειδή γνωρίζει – και επειδή μπορεί να πραγματοποιήσει- τις μεγάλες μεταρρυθμιστικές τομές.
Ο Κώστας Σημίτης – ένας πρωθυπουργός που δοκιμάστηκε από τα «σκάνδαλα της διπλανής πόρτας» - είχε από νωρίς προειδοποιήσει πως το αντίδοτο στη σύγχρονη «κρίση της δημοκρατίας» θα πρέπει να είναι η «επαναπολιτικοποίηση της πολιτικής» αλλά και η δύσκολη «συγκρότηση πλειοψηφιών για τομές». Το θέμα είναι, λοιπόν, ποιος θα εκπροσωπήσει αυτή την «ανοιχτή κοινωνία ευθύνης».[2] Ανάμεσα, δηλαδή, στα δύο παρακμιακά σενάρια, (το «επιτελικό κράτος» της ΝΔ, που καλλιεργεί έναν σχεδόν «αυτοματικό» νέο-συντηρητικό αυταρχισμό, και την υπό όρους «εναλλαγή στην εξουσία» του ΣΥΡΙΖΑ, που οδηγεί προγραμματικά στον πειρασμό του λαϊκισμού), το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ πρέπει να απευθυνθεί στον/στην προοδευτικό/η ψηφοφόρο για να τον/την πείσει πως η ανατροπή αυτού του προβληματικού δικομματικού σκηνικού περνάει μέσα από την ενίσχυση της θεσμικής θωράκισης της δημοκρατίας.
Τις τελευταίες εβδομάδες μια σειρά στελεχών που εκφράζουν το ισχυρό αποτύπωμα του χώρου στις μεταρρυθμιστικές προτάσεις και παρεμβάσεις, έχουν υποδείξει το δρόμο της κριτικής αλλά και της ευθύνης. Για ένα κόμμα, λοιπόν, που διαθέτει ένα τόσο αξιόπιστο και αποτελεσματικό ανθρώπινο δυναμικό, η ευκαιρία για τη συγκρότηση μιας «μετωπικής ομάδας δράσης» είναι και αυτονόητη και επιβεβλημένη. Στη φάση αυτή, άλλωστε, η ανάκτηση της «εμπιστοσύνης» στους δημοκρατικούς θεσμούς δεν μπορεί να είναι μόνο μια ανακλαστική αντιπολιτευτική κίνηση, αλλά η ενδεχομενική βάση για τις μελλοντικές προγραμματικές συνεργασίες. Στις επόμενες εβδομάδες, θα ξέρουμε αν αυτό το μέλλον θα συνοδευτεί με μια συγκροτημένη και εναλλακτική πρόταση εξουσίας ή αν το ΠΑΣΟΚ θα συμφιλιωθεί με την «απλή εναλλαγή» δανεικών ψηφοφόρων από το ΣΥΡΙΖΑ.