Η Ελλάδα βρίσκεται την περίοδο αυτή και πάλι σε προεκλογική περίοδο. Επίσημα και τυπικά, για τις λεγόμενες ευρωεκλογές τού Μαΐου. Εκλογές, που συμπίπτουν με την δυσκολότερη μετά την κατάρρευση της δικτατορίας προσπάθεια να αποδείξουμε σαν συντεταγμένη κοινωνία, σαν χώρα και σαν έθνος ότι προσπαθούμε να βγούμε από την κρίση. Ότι τα χειρότερα είναι πίσω μας. Κυρίως, όμως, να αποδείξουμε ότι η υπέρβαση, η κοινωνική συνοχή, το κράτος δίκαιου και ο πολιτειακός και πολιτικός εκσυγχρονισμός θα διαδεχθούν την ηθική, κοινωνική, πολιτική και κυρίως εθνική παρακμή.
Σε ένα μεγάλο και πολιτικά σημαντικό μέρος της Ευρώπης, που επίσης ετοιμάζεται για την εκλογή των μελών τού Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, η πολιτική αντιπαράθεση δεν γίνεται μόνο με ευρωπαϊκούς, άλλα και με εθνικούς όρους. Μπορεί να σφάλλω αλλά δεν θυμάμαι αν στο παρελθόν, στην Οδύσσεια της ευρωπαϊκής ενοποίησης, ο εθνικός παρονομαστής και τα εσωτερικά ζητήματα και διλήμματα να επηρέαζαν σε τόσο μεγάλο βαθμό την -κατά τα άλλα- εκτιμώμενη ως «χαλαρή» ψήφο.
Οι ευρωσκεπτικιστές, ο αριθμός των οποίων φαίνεται να αυξάνει συνεχώς και αναμφίβολα θα έχουν σημαντική εκπροσώπηση στο νέο Ευρωκοινοβούλιο, προέρχονται πλέον από όλο το φάσμα του πολιτικού κόσμου. Δεν είμαι σίγουρα ο μόνος που πιστεύει ότι, κατά τις ενδείξεις, μια άνευ προηγουμένου ισχυρή εκπροσώπηση τους στην Ευρωβουλή θα αποτελέσει εμπόδιο αντί προκρίματος των αναγκαίων σαρωτικών αλλαγών.
.
Διαβάστε ολόκληρο το άρθρο
.
.
* Το άρθρο αυτό δημοσιεύτηκε στο Foreign Affairs Μαρτίου