Στα τέλη του μήνα συμπληρώνονται πέντε χρόνια από την προηγούμενη αναθεώρηση του Συντάγματος και καθίσταται πλέον εφικτή η έναρξη μιας νέας αναθεωρητικής διαδικασίας. Ολα τα πολιτικά κόμματα έχουν διατυπώσει προτάσεις για συνταγματικές αλλαγές. Είναι ώριμες όμως οι πολιτικές συνθήκες για έναν γόνιμο συνταγματικό διάλογο ή το αποτέλεσμα μιας αναθεωρητικής πρωτοβουλίας θα κατέληγε σε εξίσου παταγώδη αποτυχία με εκείνη του 2008;
Στην πρώτη φάση της αναθεωρητικής διαδικασίας προβλέπεται κατά το Σύνταγμα η υπερψήφιση των αναθεωρητέων διατάξεων είτε από την απόλυτη πλειοψηφία είτε από πλειοψηφία τριών πέμπτων του συνόλου των βουλευτών. Οι πλειοψηφίες αυτές αντιστρέφονται στην επόμενη φάση, η οποία ξεκινάει μετά τη μεσολάβηση βουλευτικών εκλογών. Η κοινοβουλευτική πλειοψηφία που συγκεντρώνουν σήμερα τα τρία συγκυβερνώντα κόμματα δεν επαρκεί για να προχωρήσουν ένα αναθεωρητικό εγχείρημα με αυξημένη πλειοψηφία των τριών πέμπτων χωρίς τη σύμπραξη και άλλων πολιτικών δυνάμεων. Ακόμη όμως και αν επιτυγχανόταν μια τέτοια πλειοψηφία, αυτό θα σήμαινε ότι στην επόμενη Βουλή οι διαθέτοντες την απόλυτη πλειοψηφία θα μπορούσαν να αναθεωρήσουν το Σύνταγμα κατά βούληση.
Από την άλλη πλευρά, εάν η επίτευξη αυξημένων πλειοψηφιών παραπεμφθεί για την επόμενη Βουλή, τότε είναι εντελώς αβέβαιο κατά πόσο οι προτάσεις αναθεώρησης που θα έχει υπερψηφίσει η παρούσα Βουλή θα γίνουν σεβαστές από την επόμενη. Ακόμη χειρότερα, ενδέχεται να υπερψηφιστούν μόνο τρεις ή τέσσερις περιορισμένης σημασίας τροποποιήσεις, με αποτέλεσμα εν συνεχεία να απαιτηθούν άλλα πέντε χρόνια για μια νέα αναθεωρητική πρωτοβουλία, όπως συνέβη το 2008.
Τι σημαίνουν όλα αυτά; Κατ? αρχάς, ότι το νέο, ρευστό και απρόβλεπτο κομματικό τοπίο που διαμορφώθηκε μετά τις δίδυμες εκλογές του 2012 δεν φαίνεται να επιτρέπει τη διαμόρφωση των αναγκαίων συναινέσεων, ιδίως όμως της θεσμικής και πολιτικής εμπιστοσύνης που είναι αναγκαία για το αναθεωρητικό εγχείρημα. Δεύτερον, ότι η ισχύουσα αναθεωρητική διαδικασία χρήζει βελτιώσεων. Αρα, αυτό το οποίο οφείλει να πράξει η παρούσα Βουλή είναι να προωθήσει τον εξορθολογισμό και την απλούστευση της αναθεωρητικής διαδικασίας και μετά να τεθούν προς συζήτηση περαιτέρω συνταγματικές αλλαγές.