Διασχίζοντας τις πρώτες δεκαετίες του 21ου αιώνα, ο τόπος παραδέρνει ανάμεσα σε φαντάσματα του παρελθόντος και τραγωδίες του παρόντος. Τελειώνοντας η εποχή της αμεριμνησίας, άφησε πίσω της τον ερειπιώνα της κρίσης, μέσα στον οποίο ο αριθμός των πολιτών που οδηγούνται στο περιθώριο, αυξάνει μέρα με την ημέρα και η φτώχεια αγκαλιάζει ολοένα και περισσότερους. Όπως συμβαίνει σε παρόμοιες περιπτώσεις, υπάρχει ένα ατελείωτο πλήθος από μαθητευόμενους μάγους, που θέλουν να αποκτήσουν επάγγελμα μαθαίνοντας «την κομμωτική στου κασίδη το κεφάλι». Έτσι, ο τόπος και η κοινωνία βρίσκονται μεταξύ της σφύρας του «αντιμνημονιακού» παραληρήματος και τον άκμονα της «μνημονιακής» ακρισίας. Ο νέος διπολισμός, έτσι όπως διαμορφώνεται πλέον στο πολιτικό σκηνικό, δεν προοιωνίζει τίποτα καλό, αφού πρόκειται για μια μετάλλαξη του προηγούμενου διπολισμού, που οδήγησε τη χώρα στην καταστροφή.
Μία από τις έννοιες που αποτελούν «πεδία βολής» στο νέο πολιτικό και κοινωνικό σκηνικό, είναι αυτή της «πατρίδας». Η ίδια είναι και μία από τις βασικές έννοιες, οι οποίες, λόγω της ιδιομορφίας της πρόσφατης ιστορίας, έχουν κακοπάθει περισσότερο από πολλές άλλες, έχοντας τύχει τέτοιας κακομεταχείρισης, που, ώρες – ώρες, την καθιστά αγνώριστη.
Την έννοια την πατρίδας την κακομεταχειρίστηκαν σε βαθμό αλλοίωσης, οι νικητές του τελευταίου εμφυλίου της χώρας. Τη διαστρέβλωσαν και την κακοποίησαν στην προσπάθειά τους να δικαιολογήσουν το γεγονός ότι στον εμφύλιο πόλεμο, χρησιμοποίησαν τις υπηρεσίες εκείνων που κατά τη διάρκεια της κατοχής φόρεσαν τις στολές των κατακτητών και φυλάκισαν, βασάνισαν, βίασαν και εκτέλεσαν τους συμπατριώτες τους που αντιστέκονταν στην φασιστική κατοχή. Το ελληνικό μετεμφυλιοπολεμικό κράτος, φέρει ακέραια την ευθύνη για τη διαστρέβλωση της έννοιας της πατρίδας και του πατριωτισμού, της αγάπης δηλαδή προς τον τόπο, την ιστορία του και τους ανθρώπους του, αφού ακολούθησε τη διχαστική πολιτική του διαχωρισμού σε «εθνικόφρονες» και «μιάσματα».
Η «άλλη» πλευρά, όπως ήταν φυσικό, αντέδρασε – και παρά τις εκατόμβες των θυσιών που έκανε για την απελευθέρωση του τόπου, φέροντας ανεξίτηλα σφραγισμένο το μέτωπό της από το σημάδι του Κάιν, υπονόμευσε την έννοια της πατρίδας, προτάσσοντας τη διεθνιστική διάσταση ενός τμήματος μόνο της κοινωνίας, εκείνο των εργατών και της παγκόσμιας αδελφοσύνης τους.
Η Μεταπολίτευση και όσα ακολούθησαν, αποδείχτηκαν απλά υποδειγματικό πεδίο εφαρμογής των πιο παρανοϊκών και ακραίων εκφάνσεων κάθε είδους θεωριών περί πατρίδας, έθνους, φιλοπατρίας, πατριωτισμού και εθνικισμού. Όλα ανακατεμένα στο μεγάλο καζάνι της μιας ελευθεριότητας στο όνομα της αρχής «δεν υπάρχει πατρίδα, άρα όλα επιτρέπονται», πράγμα που οδήγησε στις ανιστόρητες και ηλίθιες απόψεις περί «κατάργησης των συνόρων» από τη μια πλευρά και στην «υπεροχή του ελληνικού αίματος» από την άλλη. Και οι δύο αυτές ακραίες σχολές σκέψης και πολιτικής, το μόνο που έκαναν ήταν να πληγώσουν τον τόπο και να εξοστρακίσουν κάθε έναν που διαφωνούσε με την παράνοιά τους.
Σήμερα, ο τόπος, η κοινή μας πατρίδα, βρίσκεται σε ένα μεγάλο και κρίσιμο σταυροδρόμι. Στέκεται ανάμεσα στο παλιό που πέθανε οριστικά και στο καινούργιο που δεν έχει γεννηθεί ακόμη.
Σήμερα, η κοινωνία μας θα πρέπει να διαλέξει και να αποφασίσει το δρόμο που θα ακολουθήσει στον συναρπαστικό προβλεπόμενο 21ο αιώνα, ο οποίος κομίζει πρωτόγνωρες δυνατότητες στην ανθρωπότητα, αλλά και κολοσσιαία προβλήματα που αναζητούν λύσεις, και μάλιστα, επείγουσες.
Σήμερα, οι Έλληνες θα πρέπει να ανακαλύψουμε έναν νέο πατριωτισμό, θα πρέπει να αγαπήσουμε την Ελλάδα ξανά, έτσι όπως είναι, με τις αδυναμίες και τα πλεονεκτήματά της.
Σήμερα θα πρέπει να ξαναδούμε τη θέση μας ως χώρα και ως πολίτες, στο νέο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι, όπου η κοινότητα των πολιτισμικών αντιλήψεων δε σημαίνει, συνάμα, και αφομοίωση από τους οικονομικά ισχυρούς. Την ίδια στιγμή, θα πρέπει να διεκδικήσουμε μια νέα θέση στον παγκόσμια καταμερισμό της εργασίας, ο οποίος ξεδιπλώνεται μπροστά μας.
Σήμερα θα πρέπει να αποφασίσουμε για το ποια θα είναι η θέση μας απέναντι στον τόπο, την ιστορία του, μα κυρίως το μέλλον του. Είναι αντιπαραγωγικό και ατελέσφορο να συνεχίσουμε να πορευόμαστε με την επίκληση του παρελθόντος κλέους ή των επιτευγμάτων της ιστορίας των 3.000 ετών. Θα πρέπει, επίσης, να ξεπεράσουμε το νέο εθνικό διχασμό «μνημόνιο – αντιμνημόνιο», που επέβαλαν άφρονες δυνάμεις προσκολλημένες στο παρελθόν, με έντονες τάσεις απομονωτισμού και βαλκανικού επαρχιωτισμού και νεοκομμουνιστικής «αριστεροσύνης». Σε αυτήν την πορεία, είναι σίγουρο που θα υπάρξουν δυνάμεις που θα θελήσουν να κρατήσουν την πατρίδα δεμένη στο παρελθόν και μάλιστα στις πιο μαύρες και ζοφερές σελίδες του. Θα υπάρξουν όμως και δυνάμεις που με ζήλο, αυταπάρνηση και δημιουργικότητα, θα τραβήξουν μπροστά.
Θα πρέπει να εξετάσουμε και να αποφασίσουμε, ποιοι είμαστε σήμερα και πού θέλουμε να πάμε. Για να γίνει αυτό, θα πρέπει να ανακαλύψουμε ξανά την πατρίδα και τους ανθρώπους της, χωρίς τις διαιρέσεις και τους αποκλεισμούς του παρελθόντος, χωρίς τη δυσανεξία και την αποστροφή. Η νέα αυτή ανακάλυψη θα πρέπει να γίνει με τους όρους της εποχής και όχι με τους όρους του παρελθόντος, πράγμα που σημαίνει πως θα πρέπει κάποια στιγμή να αντιληφθούμε πως ούτε ο μοναδικός περιούσιος λαός είμαστε, ούτε ζούμε, υπάρχουμε και λειτουργούμε εν κενώ, μα πως πρέπει να μάθουμε να συνυπάρχουμε, να διδασκόμαστε και να επηρεάζουμε τους άλλους λαούς, μέσα από πολύπλοκες διεργασίες στο χώρο της πολιτικής, της οικονομίας και του πολιτισμού.
Ο νέος πατριωτισμός θα πρέπει να συνδυάζει ταυτόχρονα την αγάπη προς τον τόπο, αλλά και την κοσμοπολίτικη διάσταση ενός πολιτισμού που μεγαλούργησε στο παρελθόν μόνο όταν ερχόταν σε ώσμωση με άλλους πολιτισμούς. Ο νέος πατριωτισμός, θα πρέπει να στηρίζει τα πόδια του στην Ελλάδα, για να ατενίζει την οικουμένη.