Το σχέδιο Αθηνά, δηλαδή η αναδιάρθρωση του ακαδημαϊκού χάρτη που προτάθηκε από το Υπουργείο Παιδείας, έχει κατηγορηθεί ότι είναι άτολμο και πελατειακής λογικής. Μια ολοκληρωμένη αναδιοργάνωση των Πανεπιστημίων και των ΤΕΙ της χώρας, προτάθηκε από ομάδα εργασίας στο πλαίσιο της Δημοκρατικής Αριστεράς. Συμμετείχαν, η Χριστίνα Αγριαντώνη, η Μάνια Μαύρη, ο Γιώργος Μιαούλης και ο υπογράφων, ενώ σημαντική συμβολή είχε η Μαρία Ρεπούση. Η πρόταση εξετάστηκε από τον Τομέα Παιδείας της Δ.Α., σε μια συλλογική διαδικασία διαλόγου. Το κείμενο που ακολουθεί, εκφράζει μεν τις απόψεις του υπογράφοντος, αλλά είναι βασισμένο σε μεγάλο βαθμό στην πρόταση της ομάδας.
.
Η ολοκληρωμένη αναδιοργάνωση μπορεί να γίνει σε τρεις Φάσεις. Η πρώτη, προηγείται χρονικά και περιλαμβάνει αναγκαίες άμεσες συγχωνεύσεις, ή μετακινήσεις τμημάτων. Πρόκειται για αλλαγές που έχουν κοινά στοιχεία με την πρόταση του Υπουργείου Παιδείας, αλλά είναι πιο τολμηρές και πιο ορθολογικές. Οι επόμενες δύο Φάσεις, αντιστοιχούν στη γεωγραφική οργάνωση των ιδρυμάτων και στην αναθεώρηση των γνωστικών αντικειμένων. Οι Φάσεις αυτές θα αλληλοεπικαλύπτονται χρονικά, θα μπορούσαν να αναπτυχθούν ταυτόχρονα και να ολοκληρωθούν σε διάστημα πενταετίας.
.
Για να είναι ορθολογική η αναδιοργάνωση, πρέπει να ακολουθεί σαφή κριτήρια. Προτείνονται ως καταλληλότερα τα εξής:
.
.
- Συγκέντρωση τμημάτων και σχολών κάθε Ιδρύματος σε μία ή το πολύ δύο πόλεις.
.
- Περιορισμός και εκσυγχρονισμός των γνωστικών αντικειμένων.
.
- Αντιστοίχιση του αριθμού των εισακτέων με τις ανάγκες της αγοράς εργασίας και σύνδεση της τριτοβάθμιας τεχνολογικής με την δευτεροβάθμια εκπαίδευση.
.
- Υψηλού βαθμού αξιοποίηση του προσωπικού και των υποδομών στο πλαίσιο ενός ενιαίου χώρου ακαδημαϊκής και τεχνολογικής εκπαίδευσης και έρευνας.
.
.
Η διασπορά των Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων σε όσο το δυνατόν περισσότερες πόλεις, είχε παλιότερα θεωρηθεί κατάλληλο εργαλείο για την περιφερειακή ανάπτυξη της χώρας. Μετά από δεκαετίες εφαρμογής αυτής της τακτικής, υπάρχουν σήμερα 24 Πανεπιστήμια διάσπαρτα σε 37 πόλεις και 16 ΤΕΙ διάσπαρτα σε 35 διαφορετικές πόλεις και κωμοπόλεις. Είναι πολύ αμφίβολο αν το εργαλείο συνέβαλε σημαντικά στην τοπική κοινωνική και πολιτιστική ανάπτυξη, αλλά είναι βέβαιο ότι συνέβαλε στη μετατροπή δεκάδων τοπικών οικονομιών, από παραγωγικές σε παρασιτικές, αφού βασίζονται σημαντικά στην αγορά στέγης, τροφής και αναψυχής εκ μέρους των σπουδαστών και των υπαλλήλων των Ιδρυμάτων.
.
Συγκέντρωση τμημάτων
.
Με βάση λοιπόν το πρώτο κριτήριο, είναι αναγκαίο να περιοριστεί το φαινόμενο του ενός μόνου τμήματος σε μια πόλη και επίσης να αναπτυχθεί η δημιουργική αλληλεπίδραση μεταξύ τμημάτων και μια καλύτερη αξιοποίηση των υποδομών. Η ανάγκη να υπάρχει η κρίσιμη εκείνη μάζα, που εξασφαλίζει τις στοιχειώδεις προϋποθέσεις ενός ακαδημαϊκού περιβάλλοντος, δεν πρέπει να θυσιαστεί στο βωμό της εξυπηρέτησης κακώς εννοούμενων τοπικών συμφερόντων. Θα πρέπει να προσδιοριστεί ένα λογικό χρονικό πλαίσιο για να πραγματοποιηθούν οι μετακινήσεις εκπαιδευτικών μονάδων, που να μην ξεπερνά τα 5 χρόνια. Θα πρέπει επίσης να γίνει προσπάθεια ώστε η μετακίνηση των σπουδαστών να μην αποτελέσει τροχοπέδη στην ολοκλήρωση των σπουδών τους.
.
Περιορισμός γνωστικών αντικειμένων
.
Με βάση το δεύτερο κριτήριο, επισημαίνεται ότι υπάρχει σήμερα στα τμήματα μια πληθώρα γνωστικών αντικειμένων που είναι είτε υπερβολικά εξειδικευμένα, είτε πολύ γενικά, είτε, προπάντων, τεχνητά και άσχετα. Είναι φανερό ότι σε πολλές περιπτώσεις, τα γνωστικά αντικείμενα νέων τμημάτων εφευρέθηκαν για να εξυπηρετήσουν συγκεκριμένα πρόσωπα ή ομάδες, στο πλαίσιο μιας πελατειακής λογικής. Χρειάζεται λοιπόν να περιοριστούν τα γνωστικά αντικείμενα και επομένως τα είδη των πτυχίων σε επιστημολογικά σαφείς επιστημονικές περιοχές, σύμφωνα και με διεθνή πρότυπα. Σε προπτυχιακό επίπεδο, θα μπορούν ενδεχομένως να υπάρχουν κατευθύνσεις εξειδίκευσης, στο πλαίσιο του ενιαίου πτυχίου, ενώ ο τεχνολογικός τομέας θα πρέπει να οδηγεί σε συγκεκριμένα επαγγέλματα. Σημειώνεται επίσης ότι, παρά την μεγάλη εφευρετικότητα στην επινόηση περίεργων γνωστικών αντικειμένων, σήμερα απουσιάζουν μερικά σύγχρονα επιστημονικά ή και διεπιστημονικά γνωστικά αντικείμενα. Η πρόσθετη εξειδίκευση, αλλά και οι διεπιστημονικές προσεγγίσεις, πρέπει να αποτελούν αντικείμενο κυρίως των μεταπτυχιακών σπουδών. Εδώ επισημαίνεται η δυνατότητα διεθνών συνεργασιών και συμπράξεων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων, Ερευνητικών Κέντρων κ.λπ.
.
Μερικά παραδείγματα πανεπιστημιακών τμημάτων, το αντικείμενο των οποίων δεν ανήκει σε επιστημολογικά σαφή επιστημονική περιοχή, είναι τα ακόλουθα:
.
.
- Κοινωνικής και Εκπαιδευτικής Πολιτικής (Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου)
.
- Οικιακής Οικονομίας και Οικολογίας (Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο)
.
- Διδακτική της Τεχνολογίας των Ψηφιακών Συστημάτων (Πανεπιστήμιο Πειραιώς)
.
- Κοινωνικής Θεολογίας (ΕΚΠΑ)
.
- Φιλοσοφίας, Παιδαγωγικής και Ψυχολογίας (ΕΚΠΑ)
.
- Οικονομικής και Περιφερειακής Ανάπτυξης (Πάντειο Πανεπιστήμιο)
.
- Στατιστικής, Αναλογιστικών και Χρηματοοικονομικών Μαθηματικών (Πανεπιστήμιο Αιγαίου)
.
- Διαχείρισης Πολιτισμικού Περιβάλλοντος και Τεχνολογιών (Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων)
.
- Διοίκησης Τεχνολογίας (Πανεπιστήμιο Μακεδονίας)
.
- Επιχειρησιακής Έρευνας και Μ.Μ.Ε (Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών)
.
.
Αντιστοίχιση με ανάγκες αγοράς εργασίας
.
Με το τρίτο κριτήριο, επιδιώκεται η αναδιοργάνωση της ανώτατης εκπαίδευσης, έτσι ώστε η προσφορά θέσεων στα Ιδρύματα να βρίσκεται σε λογική αναλογία με τις δυνατότητες θέσεων εργασίας. Στις μέρες μας, είναι φανερή μια αίσθηση κορεσμού ορισμένων επαγγελμάτων. Είναι απαραίτητο να γίνει μια αντιστοίχιση σε βάθος χρόνου, ανάμεσα στον αριθμό των εισακτέων και στις ανάγκες της αγοράς. Πέραν του προφανούς εξορθολογισμού, είναι σημαντικό σήμερα, σε συνθήκες μακρόχρονης κρίσης, να περιοριστεί και το φαινόμενο της αθρόας εξαγωγής επιστημονικού δυναμικού που έχει σπουδάσει με κρατική δαπάνη στην Ελλάδα. Επίσης, η αναδιάρθρωση της τριτοβάθμιας θα πρέπει να γίνει σε συνδυασμό με μια αναδιάρθρωση στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση, προς την κατεύθυνση της ενίσχυσης τόσο της επιστημονικής, όσο και της επαγγελματικής εκπαίδευσης στη χώρα. Η αναδιάρθρωση ιδιαίτερα των Τεχνολογικών Ιδρυμάτων, πρέπει να συμβάλει στη στροφή της ελληνικής κοινωνίας προς την ενίσχυση της παραγωγικής προσπάθειας, της βιομηχανικής ανάπτυξης και της καινοτομίας. Πρέπει να προωθήσει αποφασιστικά την ανάπτυξη του όλου συστήματος επαγγελματικής εκπαίδευσης (τεχνολογικό λύκειο, μεταλυκειακή εκπαίδευση, κατάρτιση), τον εξορθολογισμό της πυραμίδας των επαγγελμάτων και την δια βίου μάθηση. Το προταθέν σχέδιο Αθηνά κακώς είναι προσανατολισμένο, μεταξύ άλλων, στην εύκολη λύση της κατάργησης πολλών ΤΕΙ, αντί της αναβάθμισης της τεχνολογικής εκπαίδευσης. Τα ΤΕΙ έχουν μια πρόσθετη χρησιμότητα, ειδικά στην επαρχία. Εκεί όπου τα σχολικά εργαστήρια είναι υποβαθμισμένα, θα μπορούσαν να διαθέτουν δικά τους εργαστήρια και τεχνικό προσωπικό στους μαθητές των Τεχνικών Λυκείων, να συμβάλουν στη συγγραφή νέων βιβλίων τεχνικών ειδικοτήτων, να προσφέρουν σεμινάρια επιμόρφωσης τεχνικών μαθημάτων σε καθηγητές των ΤΛ κ.λπ.
.
Κοινοπραξίες Πανεπιστημίων, ΤΕΙ και Ερευνητικών Κέντρων
.
Μια πρότυπη αναδιοργάνωση προτείνεται με βάση το τέταρτο κριτήριο. Πρόκειται για την δημιουργία Κοινοπραξιών Πανεπιστημίων, Τεχνολογικών Ιδρυμάτων και Ερευνητικών Κέντρων με κοινό γνωστικό αντικείμενο, με την λογική αλληλεπίδρασης και αξιοποίησης των γνώσεων ερευνητών και ακαδημαϊκών δασκάλων και των διατιθέμενων μέσων. Εδώ εμπεριέχεται η ιδέα της κοινής χρήσης υλικών υποδομών και ανθρώπινου δυναμικού, καθώς και μελλοντικών συγχωνεύσεων των αντίστοιχων Ιδρυμάτων. Έτσι μπορούν να επιτευχθούν μεγάλες οικονομίες κλίμακας και πολύ πιο αποδοτική αξιοποίηση των Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων και των Ερευνητικών Κέντρων της χώρας. Οι Κοινοπραξίες θα οργανώνουν εκπαιδευτικές δράσεις, κοινά προγράμματα σπουδών και κοινούς ερευνητικούς στόχους. Η διοίκηση των Κοινοπραξιών θα μπορεί να είναι ενιαία και θα καθορίζει το πλαίσιο λειτουργίας. Οι υπηρεσίες και οι μηχανισμοί θα μπορούν να ενοποιηθούν σταδιακά. Τα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα και τα Ερευνητικά Κέντρα θα διατηρούν την ονομασία τους, τον ιδιαίτερο χαρακτήρα τους και ένα βαθμό αυτονομίας. Η συνεργασία θα προωθείται στη βάση των κοινών γνωστικών αντικείμενων, της γεωγραφικής τοποθεσίας, της συνδιαχείρισης των υποδομών, της συμπληρωματικότητας και της αποτελεσματικότερης αξιοποίησης του διδακτικού και ερευνητικού προσωπικού. Είναι φανερό ότι η κινητικότητα του επιστημονικού προσωπικού, στο πλαίσιο μιας Κοινοπραξίας, είναι σημαντική σε επίπεδο λειτουργίας και οργάνωσης.
.
Ένα συγκεκριμένο προκαταρκτικό σχέδιο οργάνωσης των Κοινοπραξιών θα πρέπει να λάβει υπόψη τα γεωγραφικά δεδομένα, την σημερινή δομή και την ιστορική διάσταση. Με μια Κοινοπραξία ανά διοικητική περιφέρεια και δύο στην Αττική, θα δημιουργηθούν 9 Κοινοπραξίες στην χώρα. Η εκτός πρωτεύουσας δομή θα έχει 7 Κοινοπραξίες, ήτοι από μια σε Κεντρική Μακεδονία, Ήπειρο, Θράκη, Θεσσαλία, Αιγαίο, Πελοπόννησο, Κρήτη, ενώ στην Αττική οι 2 Κοινοπραξίες θα δημιουργηθούν με πυρήνες το Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο και το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο. Μια εναλλακτική πρόταση θα ήταν η δημιουργία 2 πρόσθετων Κοινοπραξιών, με την έννοια Πόλων Υγείας. Να υπάρχει δηλαδή συνένωση των Ιατρικών, Οδοντιατρικών και Φαρμακευτικών τμημάτων με τα αντίστοιχα τμήματα επαγγελμάτων υγείας των Τεχνολογικών Ιδρυμάτων που έχουν σχετικό αντικείμενο (Ακτινολογίας, Μαιευτικής, Νοσηλευτικής κ.λπ.), με τα νοσοκομεία και με τα ακαδημαϊκά ερευνητικά ιατροβιολογικά Κέντρα. Τα τμήματα Κτηνιατρικής θα παραμείνουν στις Γεωπονικές Σχολές. Τα Ιδρύματα Υγείας θα μπορούν να έχουν τμήματα σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη και άλλες πόλεις της Ελλάδας, διοικητικά όμως όλα τα τμήματα θα ανήκουν σε δύο μόνο Πανεπιστήμια. Οι πόλεις όπου θα εδρεύουν οι 9 ή 11 Κοινοπραξίες Ιδρυμάτων θα πρέπει να προσδιοριστούν με κριτήρια γεωγραφικά, δημογραφικά και σχετικά με την ήδη υπάρχουσα υποδομή.
.
Δυσκολίες
.
Το σχέδιο αναδιοργάνωσης θα ξεκινήσει άμεσα με την πρώτη Φάση, όπου θα πραγματοποιηθούν συγχωνεύσεις και καταργήσεις τμημάτων, σχολών, Πανεπιστημίων και ΤΕΙ, με βασικό κριτήριο την βιωσιμότητα των τμημάτων. Θα πρέπει να ληφθεί πρόνοια για τους σπουδαστές που ήδη φοιτούν, καθώς και για να διατηρηθεί ισορροπία μεταξύ των Πανεπιστημίων και ΤΕΙ. Το σχέδιο που πρότεινε το Υπουργείο Παιδείας είναι προς την ίδια κατεύθυνση αλλά ανεπαρκές, αφού επιφέρει πολύ μικρές οικονομίες κλίμακας σε επίπεδο διαχείρισης υποδομών και αξιοποίησης του ανθρώπινου δυναμικού.
.
Η μεγαλύτερη δυσκολία για την εφαρμογή του σχεδίου αναδιοργάνωσης, όπως και οποιουδήποτε άλλου σχεδίου που συνεπάγεται απομάκρυνση τμημάτων Πανεπιστημιακών ή Τεχνολογικών Ιδρυμάτων από κάποια πόλη ή κωμόπολη, είναι οι σφοδρές τοπικές αντιδράσεις. Σε πολλές περιπτώσεις, η χωροθέτηση του Ιδρύματος έχει γίνει μετά από πολιτική δέσμευση ή κομματική εξυπηρέτηση, αλλά υπάρχουν και περιπτώσεις όπου υπήρξε κοινωνική ή οικονομική προσφορά από τοπικούς παράγοντες. Ούτως ή άλλως όμως, η απόφαση για το πού θα εγκατασταθεί ένα κρατικό Ανώτατο Εκπαιδευτικό Ίδρυμα πρέπει να λαμβάνεται με κριτήριο την εκπαιδευτική ποιότητα και απόδοση. Αν, παρόλ’ αυτά μερικές τοπικές κοινωνίες θέλουν οπωσδήποτε ένα Πανεπιστημιακό ή Τεχνολογικό Ίδρυμα στην πόλη τους, οφείλουν να αποδεχτούν ότι η δραστηριότητα αυτή δεν θα είναι επιδοτούμενη από τον κρατικό προϋπολογισμό και ο ρόλος του κράτους θα περιορίζεται στην εποπτεία και στον έλεγχο. Αν είναι διατεθειμένες να υποστηρίξουν οικονομικά και οργανωτικά ένα τέτοιο εγχείρημα, μπορεί να βρεθεί η νομική διαδικασία για την πραγματοποίησή του.