Οι ευρωεκλογές του 2014, όπως και πέντε χρόνια νωρίτερα, επιβεβαίωσαν τη δομική αδυναμία της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας και Αριστεράς να διαμορφώσουν τους όρους για μια ανατροπή των συσχετισμών ισχύος στην Ε.Ε. Οι εκδοχές της συντηρητικής διαχείρισης και αναδίπλωσης έχουν δεσπόσει. Οι προοδευτικές πολιτικές δυνάμεις στην Ευρώπη δεν έχουν κατορθώσει να αναδείξουν ένα νέο, πειστικό παράδειγμα πολιτικής οικονομίας, παρά τη σοβαρή αμφισβήτηση του κυρίαρχου μοντέλου από το 2009 και μετά και τις αρνητικές όψεις (ανεργία, φτώχεια, ανισότητες) μιας πολιτικής διαχείρισης της ευρωπαϊκής κρίσης χρέους που κράτησε όρθια την ευρωζώνη, αλλά γονάτισε κοινωνίες, ανακατανέμοντας ισχύ από τη δημοκρατία στις αγορές, από την πολιτική στην τεχνοκρατία, από την πραγματική παραγωγή στην κερδοσκοπία, από τους εργαζομένους στις παραδοσιακές επιχειρηματικές ελίτ.
Οπως και το 2009, έτσι και σήμερα, ο πολιτικός κύκλος στην Ελλάδα έχει στοιχεία «ασυμβατότητας» με τους ευρύτερους ευρωπαϊκούς συσχετισμούς. Το 2009, σε μια δύσκολη στιγμή για την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία, το ΠΑΣΟΚ διαμόρφωνε δυναμική κυβερνητικής αλλαγής, ενώ το 2014 ο ΣΥΡΙΖΑ, ως εκδοχή της ριζοσπαστικής Αριστεράς, έχει τη σχετικά μεγαλύτερη εκλογική επιρροή. Ωστόσο, τόσο η Κεντροαριστερά όσο και ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχουν κατορθώσει να διατυπώσουν ένα πειστικό, κοινωνικά πλειοψηφικό μεταρρυθμιστικό σχέδιο για το ιστορικό «μετά». Και οι δυο «χώροι» έχουν να υπερβούν αμηχανίες και αντιφάσεις στον νέο πολιτικό κύκλο που ανοίγει μετά την έξοδο από την ύφεση (βλ. μακροοικονομική σταθεροποίηση) και το Μνημόνιο, ως την κυρίαρχη θεσμική αποτύπωση της οικονομικής πολιτικής.
Αναμφίβολα, οι ευρωπαϊκοί συσχετισμοί οριοθετούν σε σημαντικό βαθμό το πλαίσιο πολιτικής που μπορούν να κινηθούν τόσο η Κεντροαριστερά όσο και η Αριστερά. Δεν το περιορίζουν, όμως, καθοριστικά. Η Ελλάδα της κρίσης αναπαράγει μια δυσμενή θεσμική κληρονομιά. Η Ελλάδα είναι ένα «σύστημα ανισοτήτων». Ολες οι δομές, οι θεσμοί και τα συστήματα πολιτικής και οικονομίας (εκπαίδευση, διοίκηση, πολιτικό σύστημα, δικαιοσύνη, κοινωνικό κράτος, ασφαλιστικό, αγορές προϊόντων, φορολογικό…) στηρίζονται στις περιορισμένες προσβάσεις, στην άνιση κατανομή βαρών και ευκαιριών και στην αναπαραγωγή ανισοτήτων που κρατούν μεγάλα τμήματα της κοινωνίας δέσμια σε παραδοσιακές ελίτ και ιεραρχίες. Ακόμα περισσότερο, μέσα στην κρίση μπλοκάρονται η αγορά εργασίας και το πανεπιστήμιο, οι βασικοί μηχανισμοί κοινωνικής ανόδου της μεσαίας τάξης και των φτωχότερων στρωμάτων. Η αίσθηση ότι οι προσβάσεις στα «συστήματα» κοινωνικής ανέλιξης είναι καθοριστική συνάρτηση της καταγωγής, του οικογενειακού εισοδήματος, του κοινωνικού περιβάλλοντος και της κοινωνικοπολιτικής δικτύωσης είναι ακόμα πιο ισχυρή. Η υποχώρηση της κοινωνικής δαπάνης και η αγνόηση μιας καθοριστικής μεταρρύθμισης στο κοινωνικό κράτος προς όφελος των ανέργων και των «εκτός των τειχών» διαμορφώνουν συνθήκες μονιμότητας στα χάσματα ανισοτήτων και φτώχειας. Μάλιστα, η θεσμική ατροφία στην προστασία των δικαιωμάτων και στην καταπολέμηση των διακρίσεων κρατά εκτός κοινωνικού χάρτη πολλές κοινωνικές ομάδες (λ.χ. παιδιά μεταναστών).
Η Ελλάδα ως «σύστημα ανισοτήτων» έχει πρόβλημα δημοκρατίας. Η δημοκρατία είναι ατροφική και ανώριμη όταν δεν απελευθερώνει δυνάμεις και αναπαράγει παντού «φεουδαρχικά» συστήματα εξουσίας και προσπορισμού πόρων. Οι ανισότητες και η εμπέδωση του αισθήματος ότι η κοινωνική άνοδος δεν είναι συνάρτηση της προσπάθειας σε ένα περιβάλλον ίσων ευκαιριών αλλά πρόσβασης σε ένα περιβάλλον εξουσίας και πολιτικής «φωνής» οδηγούν σε απώλεια του «κοινωνικού νομίσματος», της εμπιστοσύνης. Η αποκατάσταση της κοινωνικής εμπιστοσύνης και του αισθήματος δικαίου των ανθρώπων είναι αυτό που διακυβεύεται. Η οικονομική μεγέθυνση έρχεται. Το εθνικό εισόδημα δεν θα πάει χαμηλότερα, αλλά θα αρχίσει να ανεβαίνει. Ομως τα μεγάλα διλήμματα είναι μπροστά μας: ανάπτυξη για τις ίδιες ελίτ ή με δίκαιη παραγωγή πλούτου που βάζει στον παραγωγικό και εργασιακό χάρτη νέες δυνάμεις, ανάπτυξη με περισσότερη συγκέντρωση κεφαλαίου και κέρδη για λιγότερους ή με διάχυση πλούτου στην καινοτόμα εξωστρεφή επιχειρηματικότητα, ανάπτυξη με ανεργία ή με επένδυση στο ανθρώπινο κεφάλαιο, ανάπτυξη με διεύρυνση ανισοτήτων και φτώχειας ή με κοινωνική ευημερία, ανάπτυξη με υποχώρηση εργασιακών δικαιωμάτων και μισθών ή ανταγωνιστικότητα με καλούς και ποιοτικούς θεσμούς;
Μετά την κυριαρχία του τεχνοκρατικού μεταρρυθμισμού είναι η ώρα να ξαναδούμε το πρωτείο της πολιτικής. Η επιστροφή στην κανονικότητα του πολιτικού και ιδεολογικού ανταγωνισμού μετά τους συμβιβασμούς της κρίσης και το «ιστορικό αναπόφευκτο των μη εναλλακτικών» αναδεικνύει τα μεγάλα διλήμματα πολιτικής και οριοθετεί τις σχέσεις και τα σημεία αναφοράς όλων των εκδοχών της Αριστεράς και της Δεξιάς. Το εγχείρημα ανασυγκρότησης της Κεντροαριστεράς και η προσπάθεια πολιτικής ηγεμονίας του ΣΥΡΙΖΑ διαμορφώνουν ένα πλαίσιο πολιτικού και ιδεολογικού ανταγωνισμού για το ποιος χώρος μπορεί να εκφράσει πιο αποτελεσματικά τις σύγχρονες κοινωνικές ανάγκες με ένα συγκεκριμένο μεταρρυθμιστικό σχέδιο. Και οι δυο χώροι έχουν μπροστά τους μεγάλες προκλήσεις. Η μεν Κεντροαριστερά να επινοήσει μια διαφορετική μηχανική ανασυγκρότησης όπου οι νέες προοδευτικές ιδέες θα δεσπόσουν, ο δε ΣΥΡΙΖΑ να επιχειρήσει μια κατανόηση της πολυπλοκότητας του κόσμου, πέρα από τα βολικά, συντηρητικά, διαιρετικά και λαϊκιστικά ερμηνευτικά σχήματα.