Που βρισκόμαστε
Ας αφήσουμε τους λαϊκισμούς. Και τα 3 Μνημόνια και ιδίως τα 2 τελευταία, εάν εξαιρέσει κανείς τα αμιγώς δημοσιονομικά μέτρα που είναι υφεσιακά και μια μειοψηφία περιττών ή δυσμενών μέτρων, στη μεγάλη τους πλειονότητα περιέχουν λεπτομερείς μεταρρυθμίσεις που η εφαρμογή τους θα συμβάλει στο να μετατραπεί η Ελλάδα σε ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος:
Από το σύστημα εσόδων και τη φορολογική διοίκηση, μέχρι την υποχρέωση των νοσοκομείων να κρατούν βιβλία (analytical cost accounting), από την ηλεκτρονική δικαιοσύνη (e-justice) και τις συγχωνεύσεις των ασφαλιστικών ταμείων μέχρι την θεσμοθέτηση του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος.
Το πρόβλημα είναι ότι αυτές οι μεταρρυθμίσεις προέκυψαν εξωγενώς και όχι από το ελληνικό κράτος και το ελληνικό πολιτικό σύστημα. Το πρόβλημα είναι ότι το ελληνικό κράτος και τα συναρτημένα πελατειακά συμφέροντα δυσκολεύεται να τις οικειοποιηθεί ή εμποδίζει την πλήρη εφαρμογή τους. Το πρόβλημα είναι ότι οι μεταρρυθμίσεις αυτές είναι ελλιπείς και αποσπασματικές και από μόνες τους δεν φτάνουν.
Η δημιουργία θεσμών που θα υπηρετούν ένα νέο πρότυπο ανάπτυξης για τη χώρα, και η διαμόρφωση αυτού του προτύπου ανάπτυξης και διακυβέρνησης, δεν είναι δουλειά των εταίρων και δανειστών. Είναι κυρίως δουλειά δική μας, των πολιτικών δυνάμεων, των κοινωνικών εταίρων, και της δημόσιας διοίκησης.
Οι πληγές του ελληνικού συστήματος διακυβέρνησης
- Ανυπαρξία στρατηγικού ορίζοντα, αδυναμία μεσο-μακροπρόθεσμου προγραμματισμού και προετοιμασίας
- Απουσία συνέχειας και θεσμικής μνήμης
- Αδυναμία follow up, πραγματικής παρακολούθησης μέχρι την τελική υλοποίηση και «πραγμάτωση» σε όλα τα επίπεδα της Διοίκησης
- Νομικός φορμαλισμός, έμφαση στη διαδικασία και τα τυπικά στάδιά της, αντί της ουσίας και των συγκεκριμένων αποτελεσμάτων
- Αυτοαναφορικότητα. Αδυναμία σύνδεσης της κάθε υπηρεσίας ή υπουργείου με το σύνολο του κράτους και της πραγματικότητας, αδυναμία σύνδεσης και σύγκρισης με τη διεθνή εμπειρία
- Αδυναμία αξιοποίησης της ευρωπαϊκής και διεθνούς εμπειρίας και αντίστοιχων επιδόσεων για τη βελτίωση των ελληνικών επιδόσεων
- Αδυναμία πραγματικής υποκίνησης και αξιοποίησης των καλύτερων στελεχών της Διοίκησης
- Αδυναμία πραγματικού κυβερνητικού κέντρου συντονισμού, παρακολούθησης και εφαρμογής της πολιτικής, ιδίως στους τομείς όπου υπάρχει ασαφής αρμοδιότητα ή συναρμοδιότητες
Τι χρειάζεται
Μια νέα κουλτούρα διακυβέρνησης: μετρήσιμοι στόχοι αντί της στενής προσήλωσης στη διαδικασία, αποτελέσματα αντί του νομικού φορμαλισμού και της τυπολατρίας.
Στο νέο μοντέλο διακυβέρνησης το κράτος πρέπει να λειτουργεί με οπτική του συνολικού πεδίου. Να στοιχίζεται πίσω από συγκεκριμένες προτεραιότητες και μετρήσιμους στόχους, αναζητώντας οριζόντια σε όλο το εύρος της Διοίκησης τις δράσεις, και παρεμβάσεις (και συνήθως αποπαρεμβάσεις) που θα επιτρέψουν να υπηρετηθούν οι προτεραιότητες αυτές. Κεντρική ανάμεσά τους, η βελτίωση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας, που θα επιτρέψει τη μετάβαση σε ένα νέο πρότυπο εξωστρεφούς ανάπτυξης.
Ορισμένα στοιχεία:
Στον συνολικό δείκτη ανταγωνιστικότητας (World Economic Forum Competitiveness Index, 2014-15) η Ελλάδα βρίσκεται στη θέση 81, κάτω από την Ουκρανία και ελάχιστα παραπάνω από τη Μολδαβία. Στον δείκτη καινοτομίας είμαστε στη θέση 74, κάτω από τη Σλοβακία. Στην ποιότητα των θεσμών στη θέση 85, ένα βαθμό παραπάνω από την Ακτή Ελεφαντοστού και τη Ρουμανία. Και ούτω καθεξής. Η ΕΕ, και στο πλαίσιο της Ατζέντας 2020, έχει πλήθος τέτοιων συγκριτικών μετρήσεων και δεικτών.
Σύμφωνα με τους δείκτες Doing Business της World Bank, χρειάζονται 1580 μέρες για να εφαρμοστεί μια σύμβαση (enforce a contract) στην Ελλάδα, έναντι μέσου όρου ΟΟΣΑ 539.
Στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών υπάρχουν 6500 υποθέσεις που εκκρεμούν από το 2009.
Κυκλοφόρησε σήμερα στο διαδίκτυο απόφαση αναβολής εκδίκασης μιας υπόθεσης για το 2031. Μάλιστα, επειδή το ελληνικό κράτος αγαπά την λεπτομέρεια, ορίζεται με εντυπωσιακή ακρίβεια η ημέρα και ώρα, 3 Μαρτίου 2031, 10πμ. Είμαι σίγουρος ότι οι διάδικοι θα σημείωσαν το ραντεβού στην ατζέντα τους.
Οποιοδήποτε σοβαρό ευρωπαϊκό κράτος παίρνει αυτούς τους δείκτες (και το πλήθος των επιμέρους δεικτών) και διαμορφώνει συνολική στρατηγική μεταρρυθμίσεων και ανταγωνιστικότητας, που εξακτινώνεται σε δεκάδες και εκατοντάδες επιμέρους στόχους, δράσεις και επιδόσεις.
Ανατροφοδοτείται από τις εισηγήσεις του συνόλου της διοίκησης και των περιφερειών, και εξειδικεύεται σε επιμέρους δράσεις και ρυθμιστικές πρωτοβουλίες που όλες θα κατατείνουν στους τελικούς στόχους της βελτίωσης της λειτουργίας του κράτους και των θεσμών, και αύξησης της ανταγωνιστικότητας.
Από πλευράς Διοίκησης αυτό προϋποθέτει μια κουλτούρα επίλυσης προβλημάτων και όχι προσκόλλησης στην γραφειοκρατική διαδικασία.
Από πλευράς Κυβέρνησης προϋποθέτει μια αντίστοιχη κουλτούρα προγραμματισμού κυβερνητικού έργου, κι όχι επικοινωνιακών παρεμβάσεων στην πολιτική επικαιρότητα.
Προϋποθέτει επίσης μια πολιτική τεχνολογία μεταρρυθμίσεων.
Κεντρικός Συντονισμός – Ετήσιο Πρόγραμμα Κυβέρνησης – Ενδυνάμωση στελεχών της Διοίκησης
Όπως συμβαίνει στα προηγμένα δυτικά κράτη, η κυβέρνηση χρειάζεται ένα ετήσιο πρόγραμμα της κυβέρνησης, υπό την ευθύνη της Γενικής Γραμματείας της Κυβέρνησης, που να διαμορφώνεται σε μεγάλο βαθμό από τα υπουργεία και τα στελέχη τους.
Η Γενική Γραμματεία της Κυβέρνησης πρέπει να είναι ο εγκέφαλος, ο συντονιστής, το κέντρο της θεσμικής μνήμης της κυβέρνησης σε κεντρικό επίπεδο.
Η ΓΓ της Κυβέρνησης συντάσσει και παρακολουθεί την εφαρμογή του ετήσιου προγράμματος της κυβέρνησης.
Η ΓΓ της Κυβέρνησης συνδέει τον Πρωθυπουργό και το Υπουργικό Συμβούλιο με τις ΓΓ όλων των υπουργείων.
Οι Γενικοί Γραμματείς των υπουργείων πρέπει κατά προτίμηση να προέρχονται από τα κορυφαία στελέχη μεταξύ των Γενικών Διευθυντών, αντί να είναι κομματικά στελέχη ή φίλοι των υπουργών.
Κάθε άνοιξη οι ΓΓ και Γενικοί Διευθυντές υπουργείων ζητούν προτάσεις από τους Διευθυντές των υπουργείων (και εκείνοι από τους τμηματάρχες τους) για τη διαμόρφωση του προγράμματος νομοθετικού έργου του επόμενου έτους. Έτσι εξασφαλίζεται η ανατροφοδότηση της κυβερνητικής ηγεσίας από τη Διοίκηση, η ενδυνάμωση και ανάληψη πρωτοβουλίας από τα στελέχη της Διοίκησης.
Αυτές οι προτάσεις καταλήγουν στη ΓΓ της Κυβέρνησης, και αφού συζητηθούν και εγκριθούν από το Υπουργικό Συμβούλιο αποτελούν το ετήσιο πρόγραμμα της κυβέρνησης.
Χρειάζεται ένα κυβερνητικό κέντρο παρακολούθησης, συντονισμού και επίσπευσης της εφαρμογής του κυβερνητικού έργου. Αυτό μπορεί να το κάνει η ΓΓ της Κυβέρνησης, χωρίς να χρειάζεται να υπάρχει και ΓΓ Συντονισμού. Αλλιώς το έργο αυτό να αναληφθεί πλήρως από τη ΓΓ Συντονισμού, η εμπειρία από τη λειτουργία της οποίας το προηγούμενο επτάμηνο υπήρξε επιεικώς απογοητευτική.
*Ομιλία στην εκδήλωση της Επιτροπή Διαλόγου του Ποταμιού με θέμα «Για ένα νέο μοντέλο διακυβέρνησης»