Μία περιήγηση στον θαυμαστό χώρο της σκέψης των τριών Φιλοσόφων
“Περισσότερο θέλω να ανακαλύψω μία αιτία παρά να γίνει δική μου η βασιλεία των Περσών”.
Ο Δημόκριτος όρισε με περισσή σαφήνεια το νόημα της ζωής του ανθρώπου. Θεωρούσε, δηλαδή, πρωτεύον στη ζωή του την αιτιολόγηση των φυσικών φαινομένων, την ανακάλυψη των συμπαντικών νόμων και αδιαφορούσε παντελώς για την κατοχή υλικών αγαθών, την πλεονεξία και κυρίως για την εξουσία.
Βέβαια, δεν μπορεί να κατηγορήσει κανείς τον Δημόκριτο για απόκοσμο και μισάνθρωπο. Το αντίθετο μάλλον, γιατί ο ίδιος προέτρεπε έμμεσα τους ανθρώπους να διασκεδάζουν θεωρώντας πως η ζωή χωρίς χαρές και γιορτές είναι μία ζωή χωρίς πανδοχείο.
“Βίος ανεόρταστος μακρά οδός απανδόκευτος”.
Κάποιος όρισε την ελευθερία ως την άρνηση του ανθρώπου να δεχτεί μία πρόταση του Πρωθυπουργού της χώρας του για ένα γεύμα και μία συζήτηση μαζί του.
Με αυτό ως δεδομένο και έχοντας ως οδηγό την προτροπή του Δημόκριτου για την ουσία της ζωής, αλλά και την θέση του για την προτεραιότητα και την αξιολογική βαθμίδα της πνευματικής του πορείας (αναζήτηση της αιτίας) θα επιχειρήσουμε να καταγράψουμε τα τυχόν οφέλη που θα έχουμε από ένα γεύμα με τρείς Φιλοσόφους: Πρωταγόρα-Επίκουρο-Νίτσε.
Π ρ ω τ α γ ό ρ α ς
Ο Πρωταγόρας, ο κορυφαίος των Σοφιστών, θεωρείται ως ο πρώτος στοχαστής που με τις τολμηρές του θεωρήσεις κλόνισε συθέμελα τις έως τότε παραδεκτές αλήθειες για τον άνθρωπο, την ηθική, την πολιτική, την τέχνη και την τεχνική της πειθούς και φυσικά για τους Θεούς. Η τολμηρότητα των θέσεών του και η αντισυμβατικότητά τους τεκμηριώνονται και από το γεγονός πως τα συγγράμματά του με απόφαση της Βουλής των Αθηναίων δόθηκαν βορά στις φλόγες του συντηρητισμού.
Ο άνθρωπος μέτρο-Homo Mensura
“Πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος, των μεν όντων ως έστιν, των δε ουκ όντων ως ουκ έστιν...Οία μεν έκαστα εμοί φαίνεται, τοιαύτα μεν έστιν εμοί, οία δε σοι, τοιαύτα δε αυ σοι”.
Ο Πρωταγόρας διακηρύσσει πως μέτρο για όλα τα πράγματα είναι ο άνθρωπος. Δηλαδή, για όλα όσα υπάρχουν θεωρεί ότι υπάρχουν, και για όσα δεν υπάρχουν ότι δεν υπάρχουν. Η προσωπική αξιολόγηση της πραγματικότητας διαφαίνεται και στην άποψή του πως “ό,τι φαίνεται κάθε πράγμα σε εμάς τέτοιο είναι για εμάς και ό,τι φαίνεται για τους άλλους τέτοιο είναι γι αυτούς”.
Με την παραπάνω θέση του Πρωταγόρα έχουμε ένα πέρασμα από το θεοκεντρικό σύστημα-κριτήριο στο ανθρωποκεντρικό.
“Ο δε θεός ημίν πάντων χρημάτων μέτρον αν είη μάλιστα”(Πλάτων, Νόμοι IV 716 C).
Αποκλείοντας ο Πρωταγόρας κάθε αντικειμενικό κριτήριο και προβιβάζοντας τον άνθρωπο-τον κάθε άνθρωπο χωριστά-καθίσταται αυτόματα υποστηρικτής του υποκειμενισμού. Σύμφωνα με αυτόν δεν υπάρχει ενιαία αλήθεια, αλλά μόνον υποκειμενικές-προσωπικές εντυπώσεις. Ο ανθρωποκεντρισμός, δηλαδή, του Πρωταγόρα μετεξελίσσεται σε υποκειμενισμό.
Ενισχυτική στον υποκειμενισμό του Πρωταγόρα είναι και η θέση του πως για κάθε θέμα υπάρχουν δύο αντίθετες απόψεις που μπορούν να υποστηριχτούν με κατάλληλα και πειστικά επιχειρήματα. Είναι οι γνωστοί «Δισσοί Λόγοι»:
“Δύο λόγους είναι περί παντός πράγματος αντικειμένους αλλήλοις”.
O καθένας, δηλαδή, βλέπει και αξιολογεί τα πράγματα σύμφωνα με τη δική του σκοπιά που καθορίζεται από το προσωπικό του συμφέρον. Εξάλλου ο ίδιος ο Πρωταγόρας και η Σοφιστική της εποχής του είχαν διακηρύξει –κι αυτή ήταν η τεχνική τους-πως μπορούσαν να αποδυναμώσουν τα στέρεα επιχειρήματα-λόγο και να ενδυναμώσουν τα αδύναμα. «Τον ήττω λόγον κρείττω ποιείν και τον κρείττω ήττω».
Στην ακραία του εκδοχή ο υποκειμενισμός του Πρωταγόρα βαδίζει παράλληλα με τον ατομισμό. Αποτέλεσμα αυτής της παράλληλης πορείας είναι η αναγωγή τους (Υποκειμενισμός-Ατομισμός) σε βιοθεωρία με αφετηρία το προσωπικό συμφέρον του κάθε ανθρώπου χωριστά. Στο σημείο αυτό και στη σχετικότητα της αλήθειας ο Πρωταγόρας συναντά τον Ηράκλειτο που πίστευε στην αέναη μεταβολή και αλλαγή.
Στο βαθμό, λοιπόν, που όλα αλλάζουν (Αντικείμενο και Υποκείμενο γνώσης) είναι αναπότρεπτη και η υποκειμενική θεώρηση της πραγματικότητας και των πραγμάτων. Αυτός, όμως, ο σχετικισμός και ο σκεπτικισμός απέναντι στην καθολικά αποδεκτή γνώση και αλήθεια, έρχονται σε ευθεία αντίθεση με την Επιστήμη που επιτάσσει την αποδοχή εκείνης της αλήθειας που μπορεί να αποδειχτεί με τη λογική και το πείραμα.
“Τους δε ανθρώπους άλλοτε άλλων αντιλαμβάνεσθαι παρά τα διαφόρους αυτών διαθέσεις”.
Πώς μπορεί, λοιπόν, να μην γίνει αποδεκτός ο υποκειμενισμός του Πρωταγόρα, όταν η πρόσληψη της γνώσης και της αλήθειας είναι παράγωγα φαινόμενα των διαφορετικών καταστάσεων στις οποίες διατελεί κάθε φορά το υποκείμενο, δηλαδή ο άνθρωπος;
Ωστόσο, εμείς σήμερα δεχόμαστε ως σημαντικό την εκθρόνιση του Θεϊκού στοιχείου ως κριτηρίου αξιολόγησης των πραγμάτων και της πραγματικότητας. Δεν λείπουν, βέβαια, και περιπτώσεις που οι θέσεις του Πρωταγόρα δικαιώνονται πλήρως. Το παρακάτω κείμενο, που αποδίδει τις απόψεις των Σοφιστών, είναι ενδεικτικό της σχετικότητας και του υποκειμενισμού στην αναζήτηση της αλήθειας και στην πρόσκτηση της γνώσης:
«Η αρρώστια για τον άρρωστο και τους συγγενείς του είναι κάτι κακό, ενώ για τον γιατρό είναι κάτι καλό, και ο θάνατος γι αυτόν που πεθαίνει και για τους δικούς του είναι κάτι κακό, αλλά για όσους πουλάνε είδη ταφής είναι κάτι καλό»… Το προσωπικό συμφέρον καθορίζει και την κρίση- αξιολόγησή μας για τα πράγματα.
Θρησκευτικός Αγνωστικισμός
Επικουρικά θα μπορούσε να προστεθεί στο έργο του Πρωταγόρα και ο «Θρησκευτικός Αγνωστικισμός» στο βαθμό που αμφισβήτησε έμμεσα την ύπαρξη των θεών. Ήταν μία τολμηρή θέση- πράξη του Πρωταγόρα να αμφισβητήσει τους Θεούς γιατί έτσι δεν έπληττε μόνον τη θρησκεία αλλά έμμεσα και την πόλη αφού η θρησκεία τότε ήταν και κρατικός θεσμός. Αποτέλεσμα αυτής της θέσης του ήταν να μηνυθεί για αθεϊα και να καούν τα βιβλία, όπως εξάλλου όλων των σοφιστών.
“Περί μεν θεών ουκ έχω ειδέναι, ούθ’ ως εισίν ούθ’ ως ουκ εισίν ούθ’ οποίοι τινες ιδέαν. Πολλά γαρ τα κωλύοντα ειδέναι η τε αδηλότης και βραχύς ων ο βίος του ανθρώπου”.
Με άλλα λόγια, δηλαδή, ο Πρωταγόρας δήλωνε πως για τους θεούς δεν μπορούσε να γνωρίζει τίποτα, ούτε ότι υπάρχουν ούτε ότι δεν υπάρχουν ούτε ποια μορφή έχουν. Πολλά είναι εκείνα που εμποδίζουν μια τέτοια γνώμη, το πιο σκοτεινό του πράγματος (δεν φαίνονται) και η συντομία της ανθρώπινης ζωής.
Ε π ί κ ο υ ρ ο ς
Η παράδοση αναφέρει πως ο Επίκουρος σε ηλικία μόλις 14 χρόνων παρακολουθώντας το δάσκαλό του να απαγγέλει ποιήματα του Ησιόδου και ιδιαίτερα το στίχο «Εν αρχή εγεννήθη το χάος» αναρωτήθηκε «Το δε χάος πόθεν εγεννήθη;». Τότε ο δάσκαλός του εκνευρισμένος τον συμβούλεψε να ρωτήσει τους φιλοσόφους για να του λύσουν την απορία αυτή.
Ο νεαρός Επίκουρος, ανήσυχος και φιλομαθής, απάντησε στο δάσκαλό του «Τότε θα πρέπει να πάω στους φιλοσόφους, αφού μόνον αυτοί γνωρίζουν την αλήθεια για τα πράγματα».
Κάπως έτσι η
Φιλοσοφία κέρδισε τον
Επίκουρο που, ωστόσο, υπηρετώντας την δεν δίστασε να δώσει και τον ακριβή
προορισμό της που δεν είναι άλλος από την απαλλαγή της ψυχής από τα πάθη της:
“Μάταιος είναι ο φιλοσοφικός λόγος που δεν θεραπεύει κανένα ανθρώπινο πάθος. Ακριβώς όπως η ιατρική δεν ωφελεί παρά μόνο σαν θεραπεύει τις αρρώστιες του σώματος, έτσι και η φιλοσοφία δεν προσφέρει τίποτε αν δεν απαλλάσσει την ψυχή από τα πάθη της”.
Ο Επικούρειος “Κήπος”
Η ίδρυση της νέας φιλοσοφικής σχολής από τον Επίκουρο, ο γνωστός, «Κήπος», αποτελούσε ένα τόλμημα και μία πρόκληση για την εποχή του (306 π.χ). Κι αυτό γιατί ο «Κήπος» ήταν η διάδοχη κατάσταση τόσο της Πλατωνικής Ακαδημίας όσο και του Λυκείου του Αριστοτέλη. Από την άλλη πλευρά πρόβαλε με έναν ξεχωριστό, για την εποχή, τρόπο απόψεις και θέσεις ριζικά αντίθετες με εκείνες του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη.
Η Επικούρεια Φιλοσοφία αντανακλά τις ανάγκες και τα αδιέξοδα της Ελληνιστικής περιόδου. Η κατάρρευση της Πόλης-Κράτους, η επιβολή αυταρχικών καθεστώτων αλλά και ο κοσμοπολιτισμός που επώασαν οι κατακτήσεις του Μ. Αλεξάνδρου διαμόρφωσαν έναν νέο τύπο ανθρώπου, που νομοτελειακά αλλάζει, όταν αλλάζουν και οι οικονομικοκοινωνικές συνθήκες, δικαιώνοντας τη ρήση του Μαρξ:
“Δεν είναι η συνείδηση των ανθρώπων που καθορίζει την πραγματικότητα. Αντιθέτως, η κοινωνική πραγματικότητα είναι αυτή που καθορίζει τη συνείδηση”
Στον Επικούρειο «Κήπο» μπορεί να μην αναπτύχθηκαν και να μην διδάχτηκαν οι υψηλές ιδέες και θεωρίες των Πλάτωνα και Αριστοτέλη, αλλά μέσα σε ένα κλίμα ανθρωπιάς και οικειότητας οι πληγωμένοι και οι πονεμένοι της ζωής αναζητούσαν κάποια διέξοδο στα ψυχολογικά τους προβλήματα και στα πνευματικά τους αδιέξοδα. Στο κέντρο των συζητήσεων τώρα πλέον βρίσκεται η ίδια η ανθρώπινη ζωή.
Το κεντρικό και πρωτεύον θέμα-ζήτημα της φιλοσοφίας του Επίκουρου και του «Κήπου» του ήταν η εσωτερική ισορροπία-γαλήνη, η Α τ α ρ α ξ ί α της Ψυχής.
Η “Ηδονική” Ορμή
“ Την Ηδονήν αρχήν και τέλος λέγομεν είναι του μακαρίως ζην” // “Τούτου γαρ χάριν πάντα πράττομεν, όπως μήτε αλγώμεν μήτε ταρβώμεν”.
Οι παραπάνω θέσεις εκφράζουν με περισσή σαφήνεια το υπόβαθρο της Επικούρειας Φιλοσοφίας. Η Ηδονή προβιβάζεται σε απώτατο στόχο του ανθρώπου. Η αποφυγή του πόνου και της ψυχικής ταραχής συνθέτουν το δίπολο της Επικούρειας φιλοσοφίας.
Ο Επίκουρος θεώρησε ως θεμελιακή ορμή του ανθρώπου την Ηδονή εκεί που άλλοι φιλόσοφοι είχαν αποδεχτεί ως δομικό στοιχείο της ανθρώπινης φύσης το Νου-Λογική ή την τάση-βούληση για δύναμη.
Για τον Επίκουρο η παρουσία της Ηδονής συνεπάγεται την απουσία του πόνου και κάθε είδους ψυχικής ταραχής. Κι αυτό γιατί μόνον η ηδονή μπορεί να εξασφαλίσει την Ευδαιμονία-Ευτυχία του ανθρώπου. Αυτό δεν χρειάζεται κανείς να μάς το διδάξει, αφού η ίδια η φύση μάς οδηγεί στην ικανοποίηση των ηδονών.
Αυτό, όμως, το Ηδονιστικό Ιδεώδες προκάλεσε πολλές αντιρρήσεις, αφού το ταύτισαν με τις σαρκικές ικανοποιήσεις που δεν απέχουν πολύ από αυτές των ζώων. Οι αντίπαλοι του Επίκουρου τον κατηγόρησαν για μία Ηδονοθηρική και Υλιστική βιοθεωρία. Δεν δίστασαν να μιλήσουν και για «χοίρους του Επίκουρου».
Η αλήθεια, όμως, ήταν πως ο Επίκουρος προσπάθησε να απαλλάξει τον άνθρωπο από τα ιδεαλιστικά και μεταφυσικά ή και θρησκευτικά «σκιάχτρα» καθώς και από τις ανώφελες και ψυχοβόρες μεταφυσικές αγωνίες.
Σε όλες τις ενστάσεις και στις κακόβουλες κατηγορίες ο Επίκουρος έδωσε μία καθαρή απάντηση:
“Όταν υποστηρίζω ότι σκοπός είναι η ηδονή, δεν εννοώ τις ηδονές των ασώτων και των αισθησιακών απολαύσεων, όπως νομίζουν κάποιοι-από άγνοια κι επειδή διαφωνούν μαζί μου-,αλλά εννοώ το να μην υποφέρει κανείς σωματικούς πόνους και να μην είναι η ψυχή του ταραγμένη”.
Στις μομφές για έναν αχαλίνωτο και ζωώδη υλισμό και ηδονισμό ο Επίκουρος αντέτεινε πως θεωρεί τη Φρόνηση ως την ανώτατη αρετή που μας βοηθά να αξιολογούμε σωστά τον τρόπο ικανοποίησης των ηδονών. Κι αυτό γιατί το «Ηδέως Ζην» βαδίζει παράλληλα με τη Φρόνηση:
“Ως ουκ έστιν ηδέως ζην άνευ του φρονίμως και καλώς και δικαίως…”.21ος σελ 47…
Η Ηδονή, λοιπόν, συμβαδίζει με την Φρόνηση, την Ηθική και τη Δικαιοσύνη και αλληλονοηματοδοτούνται.
Φόβος Θεού και Φόβος Θανάτου
Στα βασικά στοιχεία της Επικούρειας Φιλοσοφίας συγκαταλέγεται και η προτροπή για απαλλαγή από τον φόβο του Θεού και του Θανάτου για διαφορετικούς λόγους. Κι αυτό γιατί ο Επίκουρος πίστευε πως ο φόβος γενικά καταδυναστεύει τον άνθρωπο και τον εμποδίζει να κατακτήσει την ευδαιμονία.
Ειδικότερα για την απαλλαγή από το φόβο του θεού τονίζει πως αυτός δεν μπορεί να είναι ο
Θεός-Τιμωρός.
“Το μακάριο και άφθαρτο Ον (Θεός) / Ούτε δικά του προβλήματα έχει / Ούτε σε άλλους προκαλεί / Ώστε ούτε οργίζεται με κανέναν / Ούτε κάνει χάρες σε κανέναν. / Όλα αυτά είναι γνωρίσματα αδύναμων όντων”.
Σε κάποιο άλλο σημείο ο Επίκουρος διακηρύσσει την πίστη του στην ανθρώπινη ελευθερία και αυτονομία έναντι της ελεημοσύνης του θεού.
“Είναι ανόητο να ζητάει κανείς από τους θεούς αυτά που μπορεί να προσφέρει ο ίδιος στον εαυτό του”
Από την άλλη πλευρά ο Επίκουρος προσπάθησε με τη φιλοσοφία του να απαλλάξει τον άνθρωπο και από το φόβο του Θανάτου που τον βασανίζει συνεχώς καθόλη τη διάρκεια της επίγειας ζωής του. Ο Θάνατος είναι κάτι που δεν αφορά τον άνθρωπο διακήρυξε ο Επίκουρος με τη βοήθεια ενός σοφιστικού επιχειρήματος.
“Το φρικωδέστερον ουν νουν των κακών ο θάνατος ουθέν προς ημάς, επειδήπερ όταν μεν ημείς ώμεν,ο θάνατος ου πάρεστιν, όταν δε ο θάνατος παρή, τόθ’ ημείς ουκ εσμέν” (Το πιο ανατριχιαστικό, λοιπόν, από τα κακά, ο Θάνατος, είναι ένα τίποτα για μας, ακριβώς επειδή όταν υπάρχουμε εμείς αυτός είναι ανύπαρκτος, κι όταν έρχεται αυτός είμαστε ανύπαρκτοι εμείς).
Η παραπάνω τολμηρή θέση του Επίκουρου δεν γνωρίζω πόσους έπεισε τότε και τώρα. Ένα είναι σίγουρο, όμως, πως προσπάθησε με λογικό τρόπο να απαλλάξει τον άνθρωπο από φόβους που τον εμποδίζουν να ζήσει με ηρεμία, όσο ζει.
«Ο Θάνατος Ουδέν προς Ημάς», λοιπόν;
H Επικούρεια Τετραφάρμακος
Πώς, λοιπόν, θα μπορέσουμε ως φθαρτά και θνητά όντα να διώξουμε τους φόβους μας για να ζήσουμε μια ζωή ευτυχισμένη (Ψυχολογικός Ηδονισμός); Πώς θα πετύχουμε την αλυπία, την απονία του σώματος και την αταραξία της Ψυχής;
Όλα αυτά θα γίνουν κατορθωτά στο βαθμό που γνωρίζουμε τους φόβους μας, αλλά και τον τρόπο και τη δύναμη να απαλλαγούμε από αυτούς. Η καλύτερη συνταγή γι αυτό είναι η «Τετραφάρμακος» του Επίκουρου:
“Άφοβον ο Θεός, / ανύποπτον ο Θάνατος, / και ταγαθόν μεν εύκτητον / το δε δεινόν ευεκκαρτέρητον” (O Θεός δεν εμπνέει φόβο, / ο Θάνατος δεν φέρνει ταραχή / το αγαθό αποκτιέται εύκολα / και το κακό υποφέρεται εύκολα”.
Μια φορά Γεννηθήκαμε…
Σίγουρα για πολλούς, ακόμα και σήμερα, η φιλοσοφία του Επίκουρου προκαλεί αμφισβητήσεις και ιδιαίτερα σε όλους εκείνους που τρέφονται με τον σύγχρονο πουριτανισμό και την αγιάτρευτη υποκρισία. Κάποιοι, δηλαδή, ενοχλούνται από την αναφορά στη λέξη «Ηδονή» αφού την συνδέουν αποκλειστικά με την ερωτική ηδονή και κυρίως οι μονοθεϊστικές θρησκείες (Ιουδαϊσμός, Χριστιανισμός, Ισλάμ…).
Ωστόσο, ο σύγχρονος κόσμος της σοβαροφάνειας, της θρησκοληψίας και της υποκρισίας που θεωρεί χυδαία την ερωτική ηδονή (λες και δεν είναι αυτή η αιτία της γέννησης και ύπαρξής μας), την ίδια στιγμή ο ίδιος κόσμος ανέχεται την κατασκευή όπλων και την διεξαγωγή των πολέμων που απειλούν την παγκόσμια ειρήνη και την ίδια τη ζωή στον πλανήτη.
Το ερωτικό αγκάλιασμα δύο νέων σε δημόσιο χώρο σοκάρει περισσότερους και περισσότερο από ό,τι η παρέλαση των ερπυστριοφόρων αρμάτων. Ξεχνάμε, όμως, όλοι μας πως η ζωή μας δόθηκε «άπαξ» και γι αυτό πρέπει να τη χαρούμε σε όλο το πλάτος και το βάθος της. Ο Επίκουρος το είχε πει από παλιά:
“Γεννηθήκαμε μια φορά και δε γίνεται να γεννηθούμε και δεύτερη, κι είναι βέβαιο πως δεν θα υπάρξουμε ξανά στον αιών τον άπαντα. Εσύ, όμως, ενώ δεν εξουσιάζεις το αύριο, αναβάλλεις την ευτυχία γι αργότερα. Κι η ζωή κυλά με αναβολές και χάνεται, κι ο καθένας μας πεθαίνει μέσα στις έγνοιες”.
Ας απαλλάξουμε τη ζωή μας από τις κοινωνικές συμβάσεις κι ας απελευθερωθούμε από το άγχος να αρέσουμε σε όλους χάριν της κοινωνικής αποδοχής και της επαγγελματικής μας επιτυχίας. Σε όποιον αρέσουμε…
«Ποτέ δεν επιθύμησα να γίνω αρεστός στους πολλούς. Τι τους αρέσει, ποτέ δεν έμαθα. Κι ό,τι εγώ γνώριζα απείχε πολύ από τις αντιλήψεις τους” (Επίκουρος).
Νίτσε
“Για να ζει κανείς μόνος, πρέπει να είναι θηρίο ή θεός-λέει ο Αριστοτέλης. Απουσιάζει η Τρίτη περίπτωση: Πρέπει κανείς να είναι και τα δύο-φιλόσοφος” (Νίτσε).
Αλήθεια πώς θα μπορούσε κάποιος να συστήσει τον Νίτσε στους συνδαιτυμόνες του; Ήταν ο Νίτσε φιλόσοφος με τη στενότερη σημασία του όρου; Οι κριτικοί της Φιλοσοφίας βρίσκονται σε μεγάλη αμηχανία όταν προσπαθούν να τον εντάξουν σε κάποιο φιλοσοφικό σύστημα. Κι αυτό γιατί δεν προσκολλήθηκε σε κανένα από τα γνωστά φιλοσοφικά συστήματα, ακόμη ούτε και στις δικές του ιδέες δεν έμεινε σταθερά προσκολλημένος.
Οι
χαρακτηρισμοί που του δόθηκαν είναι πολλοί, χωρίς ωστόσο κάποιος από αυτούς να αποδίδει με ακρίβεια τη φιλοσοφική του ιδιότητα.
Ιδεαλιστής ή Υλιστής, Πανθεϊστής ή Άθεος, Φιλόσοφος ή Ηθικολόγος, Στοχαστής ή Ποιητής; Ποιος θα μπορούσε να τον χαρακτηρίσει με ένα από τα παραπάνω επίθετα; Είναι τέτοια η
πρωτοτυπία και η
γνησιότητα του έργου και της σκέψης του που υπερβαίνουν τα συμβατικά πλαίσια ενός φιλοσοφικού συστήματος.
Πολυσχιδής και αντιφατική προσωπικότητα ο Νίτσε καθώς και υπέρμαχος της απόλυτης ελευθερίας και μανιώδης θηρευτής της αλήθειας έθεσε σε κίνδυνο την ίδια τη ζωή του.
Αυτοβιογραφούμενος δήλωνε εμφαντικά “Είμαι ένας αγγελιοφόρος χαρμόσυνων ειδήσεων που όμοιός μου δεν υπήρξε ποτέ… Όμως είμαι κατ’ ανάγκην και ο άνθρωπος της συμφοράς”.
Γαλουχήθηκε πνευματικά και αισθητικά από το έργο των δύο δασκάλων του, του Σοπενάουερ και του Wagner. Σε ένα άλλο σημείο της αυτοβιογραφίας του δηλώνει πως «Είμαι μαθητής του φιλόσοφου Διονύσου, θα προτιμούσα να είμαι ακόμα και σάτυρος παρά άγιος».
Η επιλογή του Διονύσου ως δασκάλου δεν είναι τυχαία, αφού αυτός είναι για τον φιλόσοφο το απόλυτο σύμβολο της ζωής, σε αντίθεση με τον χριστιανικό θεό-και πάντα σύμφωνα με τον Νίτσε- που με την σταύρωσή του γέννησε ενοχές στους ανθρώπους και τους αποξένωσε από την ίδια τη ζωή. Λάτρης της αυθεντικής ζωής, ζηλωτής της ελευθερίας του πνεύματος και οραματιστής στόχευε σε μία νέα αλήθεια για την καλλιέργεια και ανάδειξη της ανθρώπινης αυθεντικότητας.
Γνώριζε πολύ καλά πως με τις ιδέες του και το έργο του θα προκαλούσε πολλές αντιδράσεις και αμφισβητήσεις. Ωστόσο με περισσό πείσμα και ζώντας στην δημιουργική μοναξιά της προσωπικής του σκέψης αναζητούσε με επιμονή την αλήθεια. Κι αυτό γιατί πίστευε σταθερά πως «Όταν η αλήθεια έρθει σε σύγκρουση με τα ψεύδη χιλιετιών, θα προκληθούν δονήσεις, έξαρση σεισμών, μετατόπιση των βουνών και των κοιλάδων, που όμοιές της δεν έχουμε φανταστεί ποτέ»
Ποιος μπορεί να διαφωνήσει με τα παραπάνω βλέποντας και βιώνοντας όσα ζήσαμε και όσα θα ζήσουμε μελλοντικά;
Η Θέληση για Δύναμη
Κυρίαρχο στοιχείο της φιλοσοφίας του Νίτσε είναι η «Βούληση για Δύναμη». Θεωρεί πως η «Θέληση για Δύναμη» συνιστά ένα από τα πιο υγιή και δημιουργικά εγγενή γνωρίσματα της ανθρώπινης ύπαρξης. Εκεί που κάποιοι άλλοι φιλόσοφοι ανίχνευσαν ως πρώτιστο στοιχείο το Νου ή την Ερωτική Ορμή ο Νίτσε ανακάλυψε την Ορμή της Δύναμης. Γι αυτό με επιμονή ζητούσε στα κείμενά του την αβίαστη εξωτερίκευσή της και καταδίκαζε κάθε εμπόδιο που φορούσε άλλοτε το μανδύα του Νόμου κι άλλοτε των Ηθικών κανόνων.
“Πάνω από κάθε λαό επικρέμαται μια πλάκα των αρετών. Δείτε, είναι η πλάκα των επιτευγμάτων τους. Δείτε, είναι η φωνή της θέλησής τους για δύναμη…Αξιέπαινο είναι οτιδήποτε απελευθερώνει ακόμα και από τη βαθύτερη ανάγκη, τη σπανιότερη, την πλέον δύσκολη-αυτό αποκαλούν άγιο” (Νίτσε).
Ο Νίτσε θεωρεί φυσικό και αγαθό ό,τι επωάζει και τρέφει τη «Βούληση για Δύναμη». Ο φιλόσοφος θεωρούσε πως η Ηθικοί κανόνες του Χριστιανισμού εμπόδιζαν την ανάπτυξη του ανθρώπου και στένευαν την ελευθερία του. Πίστευε πως η χριστιανική ηθική εκκολάπτει δούλους και υποτακτικούς. Πίστευε, επίσης, πως η μοναδική αξία για τον ευτυχισμένο άνθρωπο είναι η Δύναμη, ενώ αντίθετα θεωρούσε πως η Ηθική είναι το αποκούμπι των δειλών και των αδυνάτων.
Η θεωρία της Δύναμης οδήγησε το Νίτσε στη σύλληψη του ιδανικού του ανθρώπου, του «Υπεράνθρωπου».
Ο Θάνατος του Θεού
“Πώς; Είναι ο άνθρωπος απλώς ένα λάθος του Θεού; Ή ο Θεός απλώς ένα λάθος του ανθρώπου;” (Νίτσε)
Το έργο και οι ιδέες του Νίτσε χαρακτηρίζονται από την αντισυμβατικότητά τους, τον ανατρεπτικό τους χαρακτήρα και τον μηδενιστικό τρόπο με τον οποίο έκρινε και απέρριπτε την ηθική των παραδοσιακών πολιτισμών και ιδιαίτερα του Χριστιανισμού.
Για πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρώπινης σκέψης και αμφισβήτησης ο Νίτσε τολμά και διακηρύσσει τον Θάνατο του Θεού. Μέσα από αυτόν τον αφορισμό ο Νίτσε διακηρύσσει την ελευθερία του ανθρώπου. Θεωρούσε, δηλαδή, πως η προσκόλληση των ανθρώπων-πιστών στην Ηθική του Χριστιανισμού διαμόρφωνε αγέλες ανθρώπων χωρίς βούληση και δημιουργικότητα.
“Δεν έχετε ακούσει για εκείνον τον τρελό που άναψε ένα φαναράκι μες στο ολοφώτεινο πρωινό κι άρχισε να φωνάζει ακατάπαυστα «Ψάχνω το Θεό!»… «Πού είναι ο Θεός;» φώναξε. «Θα σας πω εγώ που είναι! Τον σκοτώσαμε! Εσείς κι εγώ! Όλοι είμαστε οι δολοφόνοι του! Μα πως το κάναμε… Ο Θεός είναι και παραμείνει νεκρός! Εμείς τον σκοτώσαμε!” (Νίτσε).
Για τον φιλόσοφο τα γνωρίσματα των δούλων και των πιστών προπαγανδίστηκαν ως αρετές από το σύστημα κι αυτό είχε ως αποτέλεσμα να κυριαρχεί στον κόσμο η δικαιοσύνη και όχι η δύναμη, η πραότητα και όχι το ρηξικέλευθο πνεύμα. Έτσι οι κοινωνίες βάλτωσαν και ευνουχίστηκαν όλες οι δημιουργικές δυνάμεις του ανθρώπου.
Κρίνοντας αυστηρά τον Σωκράτη και τον Ιησού ο Νίτσε στο «Λυκόφως των Ειδώλων» σαλπίζει την κατάκτηση της ελευθερίας και την ευδαιμονία των ανθρώπων μέσα από τη βίωση της ορμής για δύναμη και όχι μέσα από την ηθική των ματαιώσεων που επέβαλε η ηθική του Χριστιανισμού.
Ζαρατούστρα - Ο Υπεράνθρωπος
“Σάς διδάσκω τον Υπεράνθρωπο. Ο άνθρωπος είναι κάτι που πρέπει να ξεπεραστεί. Τι κάνατε εσείς, για να τον ξεπεράσετε;” («Τάδε έφη Ζαρατούστρα»).
Το «Τάδε έφη Ζαρατούστρα», ίσως είναι από τις λίγες περιπτώσεις που το έργο τείνει να ξεπεράσει το δημιουργό του σε δόξα και αναγνωσιμότητα ή και αναγνωρισιμότητα. Η αποσυμβολοποίηση είναι μία επικίνδυνη διαδικασία γιατί ο Ζαρατούστρα, ως ποιητικό και φιλοσοφικό σύμβολο, έχει όλα τα χαρακτηριστικά-αντιφάσεις του δημιουργού του. Είναι, δηλαδή, ένα κράμα του διονυσιακού και απολλώνιου στοιχείου.
Με το έργο αυτό ο φιλόσοφος τείνει να ενσωματώσει και την ποιητική του ιδιότητα καταφεύγοντας στη χρήση εικόνων και αλληγοριών. Ο Νίτσε, αυτός ο ιεροφάντης της νέας προστακτικής ηθικής, προβάλλει τον Υπεράνθρωπο ως ποιητικό σύμβολο του απείρου και της ανθρώπινης θέλησης, που τείνει αιώνια προς ένα ιδανικό και που το πλησιάζει αδιάκοπα, χωρίς, τελικά, να το φτάνει ποτέ, όπως τονίζεται και στην εισαγωγή του βιβλίου («Τάδε έφη Ζαρατούστρα», Εισαγωγή-Μετάφραση Άρη Δικταίου, Εκδόσεις Δωδώνη, Αθήνα 1980).
Ο καλύτερος τρόπος καταγραφής και παρουσίασης των «κρυμμένων νοημάτων» του Ζαρατούστρα είναι να αφήσουμε τον ίδιο τον φιλόσοφο να μάς τα αποκαλύψει.
Ο Νίτσε θεωρεί το «Τάδε έφη Ζαρατούστρα» ως ένα ξεχωριστό κείμενο και το προσφέρει ως δώρο στην ανθρωπότητα «Με αυτόν (Ζαρατούστρα) έκανα στην ανθρωπότητα το μεγαλύτερο δώρο που της έκαναν ποτέ μέχρι τώρα…).
Σε ένα άλλο σημείο μέσα από την επιστολή του στον εκδότη του βιβλίου, E. Schmeitzner χαρακτηρίζει το βιβλίο ως «ένα ποίημα ή ένα πέμπτο Ευαγγέλιο». Ο Ζαρατούστρα για το Νίτσε είναι “«ένας διθύραμβος στη μοναξιά», «ένας εκμηδενιστής της ηθικής…«μισός άγιος», «μισός μεγαλοφυϊα»”.
Κάπου ο Νίτσε βλέπει τον Ζαρατούστρα ως αντικείμενο του μίσους από το λαό, αφού ήταν πολύ δύσκολο να γίνει κατανοητός από το πλήθος. «Αλλ’ αυτός που μισείται από τον λαό, όπως ένας λύκος από τους σκύλους: Είναι το ελεύθερο πνεύμα, ο εχθρός των αλυσίδων, εκείνος που δεν λατρεύει τίποτα…».
Το μίσος του πλήθους διοχετεύεται στους ανώτερους και στους ξεχωριστούς «Τον δημιουργό μισούν περισσότερο: Αυτόν που συντρίβει πλάκες και παλιές αξίες, τον καταστροφέα,-αυτόν ονομάζουν εγκληματία…».
Ο φιλόσοφος, υπέρμαχος της δύναμης, θεωρεί πως στην κοινωνία πρέπει να κυριαρχούν και να κυβερνούν οι δυνατοί, γιατί διαφορετικά «Δεν υπάρχει πιο σκληρή δυστυχία μέσα σ’ όλα τ’ ανθρώπινα πεπρωμένα, από το να μην είναι οι πιο δυνατοί της γης οι πρώτοι ανάμεσα στους ανθρώπους. Γι αυτό κι όλα γίνονται ψεύτικα και στραβά και τερατώδη».
Ανατρέποντας την παλιά ηθική και τα παραδοσιακά στερεότυπα περί ισότητας ο Ζαρατούστρα διακηρύσσει εμφαντικά την ανισότητα των ανώτερων ανθρώπων. «Τώρα, όμως, ο Θεός αυτός πέθανε. Μπροστά στον όχλο, όμως, δεν θέλουμε να είμαστε ίσοι. Ω ανώτεροι άνθρωποι, αποφεύγετε την αγορά!».
Στο πλαίσιο της αποδόμησης του παλιού συστήματος ηθικής και προτύπων ο Νίτσε θεωρεί, δια στόματος Ζαρατούστρα, πως ο θάνατος του θεού αποτελούσε την κύρια πηγή-αιτία της δουλείας του ανθρώπου, τον μεγαλύτερο κίνδυνο για την αυθεντική ζωή του.
“Μπροστά στο Θεό!- Να, όμως, που πέθανε ο Θεός! Ω ανώτεροι άνθρωποι, ο Θεός αυτός ήταν ο μεγαλύτερος κίνδυνός σας...Εμπρός! Εμπρός, λοιπόν!.Ω ανώτεροι άνθρωποι! Τώρα μόνο θα γεννήσει το βουνό του μέλλοντος των ανθρώπων. Ο Θεός πέθανε: Τώρα πια θέλουμε να ζήσει ο Υπεράνθρωπος».
Στο ίδιο πνεύμα της “Θέλησης για Δύναμη” και στην προτροπή για την αξία και την αναγκαιότητα του Υπεράνθρωπου καταγγέλλει την σύγχρονη κοινωνική δυσανεξία εξαιτίας της εξουσίας των «μικρών».
“Γιατί, σήμερα, οι μικροί άνθρωποι έγιναν εξουσιαστές…”.
Ο Ζαρατούστρα και οι Μαθητές του
Ίσως το πιο αποκαλυπτικό κομμάτι του «Τάδε έφη Ζαρατούστρα» που σκιαγραφεί την αντιφατική μορφή του Ζαρατούστρα είναι αυτό που ο ίδιος απευθύνεται στους μαθητές του και τους προτρέπει να τον αμφισβητήσουν και να αναζητήσουν τον εαυτό τους, αφήνοντας τον δάσκαλό τους στη Μ ο ν α ξ ι ά του.
Αυτό το οξύμωρο, ο ίδιος ο ποιητής-προφήτης να συμβουλεύει τους μαθητές του να είναι επιφυλακτικοί και κριτικοί απέναντι στην αυθεντία του υποδηλώνει και το βαθύτερο νόημα της διδασκαλίας του και ό,τι συμβολίζει. Τη διαρκή υποψία και αμφισβήτηση κάθε αυθεντίας που τείνει να γίνει συνήθεια ή και κανονικότητα.
“Μόνος φεύγω τώρα, μαθητές μου! Κι εσείς φύγετε τώρα και να είστε μόνοι. Έτσι θέλω να γίνει.
Φύγετε μακριά από μένα και φυλαχτείτε από τον Ζαρατούστρα! Κι ακόμα καλύτερα: ντραπείτε γι αυτόν! Ίσως σας εξαπάτησε.
Ο άνθρωπος της γνώσης πρέπει όχι μόνο να αγαπά τους εχθρούς του, πρέπει και να μισεί τους φίλους του.
Ντροπιάζει κανείς τον δάσκαλό του όταν μένει για πάντα μόνο μαθητής. Και γιατί δε θέλετε να μαδήσετε το στεφάνι μου;
Με σέβεστε: τι θα γίνει, όμως, αν μία μέρα ανατραπεί ο σεβασμός σας; Φυλαχτείτε μη σας καταπλακώσει κανένα άγαλμα!
Λέτε ότι πιστεύετε στον Ζαρaτούστρα; Όμως πόση σημασία έχει ο Ζαρατούστρα! Είστε πιστοί μου, αλλά πόση σημασία έχουν γενικά οι πιστοί!
Δεν είχατε αναζητήσει ακόμα τον εαυτό σας; Τότε με βρήκατε. Έτσι κάνουν όλοι οι πιστοί, γι αυτό αξίζει τόσο λίγο οποιαδήποτε πίστη.
Τώρα σας καλώ να με εγκαταλείψετε και να βρείτε τον εαυτό σας. Και μόνον όταν όλοι σας θα με έχετε απαρνηθεί, θα επιστρέψω σ’ εσάς” (Νίτσε “Τάδε έφη Ζαρατούστρα”).
Ωστόσο πιο ειλικρινής και πιο διδακτικός ήταν ο Νίτσε στο «Λυκόφως των Ειδώλων», όταν προέτρεπε εμφαντικά με τη βοήθεια ενός ερωτηματικού κι ενός θαυμαστικού:
“Ψάχνεις οπαδούς; Ψάχνεις μηδενικά!”