Η συμφωνία με τον γείτονα στα βόρεια σύνορά μας κινδυνεύει να γίνει ένας ακόμη κρίκος σε μια μακρά αλυσίδα χαμένων ευκαιριών για τη χώρα μας. Αρνούμαστε να λύσουμε προβλήματα που χρονίζουν και μας κοστίζουν ακριβά, ενώ είμαστε πάντα έτοιμοι να αρπάξουμε την ευκαιρία για να διχαστούμε. Φαίνεται να μας έρχεται αυθόρμητα αυτή η αντίδραση σε κάθε τι που απειλεί να ταράξει το εσωτερικό μας τέλμα.
Η συμφωνία με τη Βόρεια Μακεδονία (έτσι μάλλον πρέπει να μάθουμε να τη λέμε από δω και πέρα) σίγουρα δεν είναι ιδανική, ούτε άλλωστε θα μπορούσε να είναι. Προϊόν συμβιβασμού είναι αναπόφευκτα, που προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα σε εθνικές ευαισθησίες εκατέρωθεν, ιστορίες και μύθους. Εχουν και οι άλλοι ευαισθησίες όμως, δεν έχουμε μόνον εμείς. Αλλά εμείς, επειδή ακριβώς είμαστε πολύ ισχυρότεροι και δεν έχουμε ουσιαστικά τίποτα να φοβηθούμε από μια μικρή και αδύναμη χώρα, παρά μόνον τις δικές μας εθνικές ανασφάλειες, δεν θα έπρεπε καν να θέλουμε να τα πάρουμε όλα σε μια διαπραγμάτευση, ακόμη και αν μπορούσαμε. Γιατί, μακροπρόθεσμα, μας συμφέρει να έχουμε ένα γείτονα που μας θεωρεί φίλους, και όχι ένα γείτονα που μας μισεί. Και μη μου πείτε ότι εκεί υπάρχουν διάφοροι τρελοί με αλυτρωτικές βλέψεις και όνειρα για τον Μεγαλέξανδρο και τον Βουκεφάλα, γιατί θα με αναγκάσετε να σας θυμίσω ότι τέτοιους τρελούς έχουμε πολλούς και στη δική μας πλευρά. Οι μεν ενισχύουν τους δε.
Πήραμε αρκετά και σημαντικά σε αυτήν τη διαπραγμάτευση. Δεν είναι μικρό πράγμα να απαιτείς από μια χώρα να αλλάξει το όνομα και το σύνταγμά της, έστω κάτω από τις πολύ ειδικές συνθήκες που επικράτησαν μετά τη διάλυση της πρώην Γιουγκοσλαβίας. Απόλυτα θεμιτή η κριτική που ασκείται στα αδύνατα σημεία της συμφωνίας, που σίγουρα υπάρχουν. Αλλά ας είμαστε τουλάχιστον ειλικρινείς. Οσοι δεν είναι διατεθειμένοι να επιτρέψουν οιαδήποτε χρήση της λέξης «Μακεδονία» ή των παραγώγων της από τους γείτονές μας απλώς λένε ότι είναι εναντίον οιασδήποτε συμφωνίας με τη γειτονική χώρα – και ο υπόλοιπος κόσμος ας τους αναγνωρίζει ως Δημοκρατία της Μακεδονίας, σκέτο. Είναι οι ίδιοι ακριβώς που είναι εναντίον κάθε συμβιβασμού με οιονδήποτε και έτοιμοι πάντα να καταδικάσουν όσους έχουν αντίθετη γνώμη ως μειοδότες. Είναι αυτοί που έχουν αναγκάσει τη χώρα να κρατάει ανοικτά μέτωπα παντού με τεράστιο κόστος, χωρίς ιεράρχηση προτεραιοτήτων, λες και είμαστε καμιά υπερδύναμη. Γιατί ποιος που βρίσκεται σε θέση ευθύνης θα τολμήσει να πάρει μια δύσκολη απόφαση για οτιδήποτε με την ταμπέλα του μειοδότη να κρέμεται πάνω από το κεφάλι του;
Στο συγκεκριμένο θέμα, η σημερινή κυβέρνηση, ή για την ακρίβεια ο μεγαλύτερος από τους δύο κυβερνητικούς εταίρους, τόλμησε, έστω με τον ανομολόγητο στόχο να ενισχύσει τις φυγόκεντρες δυνάμεις στο εσωτερικό της αξιωματικής αντιπολίτευσης, και όχι μόνο, ως παράπλευρο κέρδος για αυτόν. Ανομολόγητος ο στόχος, αλλά σίγουρα όχι θεμιτός όταν χειρίζεσαι ευαίσθητα εθνικά συμφέροντα. Και βεβαίως είναι οι ίδιοι που αποκαλούσαν γερμανοτσολιάδες όσους αγωνίζονταν να διασώσουν ό,τι μπορούσαν τα πρώτα χρόνια των μνημονίων σε μια χώρα χρεοκοπημένη. Τώρα, η αξιωματική αντιπολίτευση (ή τουλάχιστον αρκετοί μέσα στη Ν.Δ.) θέλει να τους πληρώσει με το ίδιο νόμισμα. Και είναι κρίμα, γιατί διαιωνίζεται έτσι ο φαύλος κύκλος. Δεν ήρθε ο καιρός να σπάσει επιτέλους;