Ως πρώτη και θυμική αντίδραση στην είδηση ότι το ΚΙΝΑΛ επισπεύδει την εισαγωγή του ζητήματος των Γερμανικών πολεμικών αποζημιώσεων στην τρέχουσα πολιτική ατζέντα, δημοσίευσα πρόσφατα στον «τοίχο» μου του Face Book το παρακάτω ειρωνικό σχόλιο.
«Μετά την ηρωική απόφαση της Κας Προέδρου του ΚΙΝΑΛ να προχωρήσουμε αμέσως στην διεκδίκηση των Γερμανικών Επανορθώσεων του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, και για να υπερκεράσουμε το αριστερό κέρας της επαπειλούμενης παλλαϊκής εκστρατείας, προτείνω:
1. Να οριστεί αρχιστράτηγος ο Μανώλης Γλέζος, με Επιτελική συμπαραστάτισσα την Πρόεδρο Ζωή Κων/λου και αρχηγό του Ναυτικού Επιτελείου τον σύντροφο Λαφαζάνη.
2. Να υπογραφεί σύμφωνο συμμαχίας με την άκρως δημοκρατική κυβέρνηση της Πολωνίας, που έχει δηλώσει και την δικής αντίστοιχη διεκδίκηση.
3. Με την δύναμη μια τέτοιας συμμαχίας και, βέβαια με την βοήθεια ειδικά της Παναγίας που ανέκαθεν, ακόμη και την εποχή των ελληνοπερσικών πολέμων, βγάζει το Έθνος από τα στριμώγματά του, να καταλάβουμε πάραυτα το Ρούρ, ως εγγύηση των αποζημιώσεων και να αναγκάσουμε την Γερμανία και τους ανά του αιώνας άθλιους Γερμανούς και ανά την Ευρώπη Ούννους, σε ταπεινωτική ικανοποίηση των ιερών αξιώσεών μας.
4. Μέρος των ούτω πως εξασφαλισμένων αποζημιώσεων, να το επενδύσουμε σε υπερσύγχρονους εξοπλισμούς για να απειλήσουμε τους Πέρσες του Ιράν με ολοκληρωτικό πόλεμο αν δεν μας καταβάλλει εντόκως της πολεμικές αποζημιώσεις που οφείλει στο Έθνος μας για τα αίσχη του Ξέρξη και των συν αυτώ.
5. Τέλος, με ότι περισσέψει από τις αποζημιώσεις, να παραγγείλουμε ζουρλομανδύες τελευταίας τεχνολογίας για όπου χρειαστούν.
ΖΗΤΩ ΤΟ ΕΘΝΟΣ»
Η ανάρτηση, όπως ήταν αναμενόμενο, προκάλεσε έναν ευρύ και ενδιαφέροντα διάλογο πάνω στη σκοπιμότητα της διεκδίκησης. Ο διάλογος επικεντρώθηκε σε δύο βασικές απόψεις.
Η μία άποψη είναι ότι ύστερα από τόσο χρόνια είναι φενάκη να ανακινούμε το θέμα, όσο κι αν έχουμε δίκιο, αφού δεν υπάρχει καμία πιθανότητα να ευδοκιμήσει η διεκδίκησή μας. Μόνο προβλήματα με μια φίλη χώρα θα δημιουργήσει παρά το παραμικρό όφελος. Η θέση αυτή στην ουσία εκφράζει το ενδεχόμενο παραγραφής για τις πολεμικές αποζημιώσεις που δεν έχουν εξοφληθεί.
Η δεύτερη άποψη, περίπου στον αντίποδα της πρώτης, είναι ότι πρόκειται για εθνική διεκδίκηση με έκδηλο ηθικό χαρακτήρα και γιαυτό κανείς δεν έχει δικαίωμα να το απεμπολήσει. Έστω κι αν δεν λύνεται, το πρόβλημα ανήκει στον χώρο των αιώνιων εθνικών δικαίων, με ότι αυτό μπορεί να σημαίνει στη πράξη. Και πάλι από άποψη ουσίας, η θέση αυτή εντάσσει την διεκδίκηση στον πυρήνα της εθνικής ταυτότητάς μας και μοιάζει μάλλον με ανθρωπολογική παραδοξολογία, αλλά δεν παύει να έχει πολιτική αξία όπως και άλλες φαντασιακές εμμονές του εθνικισμού.
Θα ονομάσω την πρώτη άποψη «πολιτική» καθότι ρεαλιστική, και την δεύτερη «εθνικοϊδεολογική», καθότι φαντασιακή.
Στον έντονο διάλογο επιφυλάχθηκα να επανέλθω στο θέμα απαλλαγμένος αυτή τη φορά από την θυμική μου φόρτιση (η αλήθεια είναι πως είμαι μάλλον ευέξαπτος, προφανώς ως παλιμπαιδικό κατάλοιπο της όψιμης εφηβείας μου) και να αναλύσω την επί της ουσίας άποψή μου επί του θέματος. Κοντολογίς, λοιπόν, δηλώνω ότι επιφυλάσσομαι στην «πολιτικά ρεαλιστική άποψη» ενώ, προφανώς, διαφωνώ ριζικά με την «εθνικοϊδεολογική». Μια αναλυτικότερη εξήγηση αυτών των θέσεών μου, επιχειρώ με το κείμενο αυτό, επωφελούμενος από την φιλόξενη προσφορά της ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗΣ.
Η άποψή μου έχει βάθος χρόνου και ανάγεται, ενδεχομένως, στην ιδεολογική ταυτότητά μου όπως, εν μέρει, διαμορφώθηκε από τις αρχικές νομικές σπουδές μου, πριν καταντήσω οικονομολόγος (υπηρέτης της dismal science). Το δηλώνω αυτό επειδή ξέρω πολύ καλά ότι είναι μάταιο σε τέτοιου είδους θέματα, να προσπαθήσεις να κρατήσεις την άποψή σου σε επίπεδο αυστηρά «αντικειμενικό». Η άποψη σε τέτοια θέματα αναπόφευκτα διαμορφώνεται από πρότερη αμιγώς ιδεολογική επιλογή οπτικής. Αρχίζω, λοιπόν, από αυτό βάθος χρόνου.
Μία από τις παραδόσεις Ρωμαϊκού Δικαίου του αείμνηστου Πετρόπουλου στο αμφιθέατρο της Νομικής Αθηνών (τέλη δεκαετίας του ’50), χαράχτηκε στο νου μου τόσο ζωηρά, ώστε να επενεργεί ως τροφοδότης συνεχών νέων σκέψεων κυριολεκτικά μέχρι σήμερα, όταν δοθεί σχετική αφορμή. Ο Πετρόπουλος, που συνήθως ήταν βαρετός, κάνοντας μάθημα σάμπως να διάβαζε μονότονα το ογκώδες σύγγραμμά του εν είδη Αποστόλου, εκείνη τη μέρα, παραδόξως, είχε διάθεση να φιλοσοφήσει ενώπιόν μας. Είπε λοιπόν, ότι πρέπει να προσέξουμε τη σοφία που κρύβεται πίσω από τις διατάξεις των Ρωμαίων για την παραγραφή. Τόνισε με έμφαση, ότι η ιδέα της παραγραφής αποτελεί μέγιστη κατάκτηση του Πολιτισμού. Με το εργαλείο της παραγραφής, οι κοινωνίες αποσοβούν την εγκατάσταση και ατέρμονη συσσώρευση μνησικακίας στην συνείδηση των πολιτών. Τους ελευθερώνει από ανώφελες συγκρούσεις που τα αίτιά τους ανάγονται στο απώτερο παρελθόν. Μας είπε ακόμη, ότι όπως το άτομο δεν μπορεί να ζήσει ομαλή ζωή όταν δεν αφήνει τον εαυτό του να ξεχάσει δυσάρεστες καταστάσεις του μακρινού παρελθόντος, έτσι και μια κοινωνία αρρωσταίνει όταν σωρεύει παλιούς λογαριασμούς που, εκ των πραγμάτων, η εξόφλησή τους, είτε είναι πρακτικά ανέφικτη, είτε διαταράσσει, με εξαιρετικά υψηλό κόστος, πραγματικές σχέσεις που έχουν πρακτικά παγιωθεί. Κάπως έτσι έμεινε στο νου μου εκείνη η διάλεξη αλλά δεν παίρνω όρκο ότι αποδίδω τα πράγματα με απόλυτη ακρίβεια. Ξέρω, όμως, ότι η ανάλυση του τότε καθηγητή μου, κατέρριψε σχεδόν αμέσως την αρχική επιπόλαια ιδέα μου, ότι δήθεν η παραγραφή απλώς ήταν μια από τις πολλές εφαρμογές του «άδικου» δικαίου του ισχυρού, που το φορτώνουμε στο απεχθές σύνθημα « μακάριοι οι κατέχοντες». Κατάλαβα, δηλαδή, ότι το ζήτημα δεν ήταν ηθικό, αλλά δομικό στοιχείο της αποτελεσματικής κοινωνικής και πολιτικής λειτουργίας. Η παραγραφή μετακινήθηκε από το επίπεδο των ηθικών ζητημάτων, στο επίπεδο της πολιτικής θεωρίας και της κοινωνιολογίας.
Η άποψη Πετρόπουλου δείχνει και πράγματι στηρίζει την «πολιτικά ρεαλιστική θέση» που ορίσαμε εισαγωγικά. Σε αυτή τη θέση συμφωνώ, μεν, αλλά θεωρώ ανεπαρκή την θεμελίωσή της, εξ ου και η επιφύλαξή μου. Το πώς και το γιατί θα προσπαθήσω εν συντομία να εξηγήσω αμέσως παρακάτω.
Πολλά χρόνια ύστερα από το σημαδιακό εκείνο μάθημα, βρήκα την συμπλήρωση και, κυρίως, την τεκμηρίωση της άποψης Πετρόπουλου στην εκπληκτικά ευρηματική θέση της Hanna Arendt στο ζήτημα της ανθρώπινης ελευθερίας και προόδου. Στο κλασσικό της βιβλίο για την Κατάσταση του Ανθρώπου (The Human Condition) η Arendt επισημαίνει, ότι η ουσία της ελευθερίας του ανθρώπου δεν βρίσκεται στην ουτοπία της απαλλαγής του από κάθε φυσικό ή κοινωνικό καταναγκασμό, πράγμα λογικά ανέφικτο, αλλά στην δυνατότητά του να δημιουργεί αυτοβούλους νέες «αφετηρίες» δηλαδή να ξεκινά νέα πράγματα. Δεν έχει τόσο σημασία ότι κάθε τέτοια νέα αφετηρία, όταν προβληθεί στο διηνεκές, δεν μας προσφέρει την δυνατότητα να προβλέψουμε ποτέ το οριστικά και τελικό της αποτέλεσμα. Σε πολλές περιπτώσεις δεν μπορούμε καν να προβλέψουμε αν υπάρχει πράγματι ένα τέτοιο οριστικό αποτέλεσμα. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι η δυνατότητα μιας νέας αφετηρίας δεν θεμελιώνει ικανοποιητικά την έννοια και την πηγή της ελευθερίας. Πιστεύω ότι αυτή η θέση της Α. αποτελεί την ισχυρότερη θεμελίωση του φιλελευθερισμού, αλλά και το στήσιμο της θεωρίας της ελευθερίας στα πόδια της, ανατρέποντας το μαρξικό δόγμα, της ελευθερίας ως δήθεν προοπτική του ιστορικού ντετερμινισμού που ακολουθεί η διαρκής αντιδικία του Ανθρώπου με τους καταναγκασμούς της Φύσης και της κοινωνικής διαστρωμάτωσης. Αντίθετα, η Α. θεμελιώνει την έννοια της ελευθερίας στην ίδια την βιολογική και κοινωνική ταυτότητα του Ανθρώπου.
Με αυτή την οπτική, φαντάζομαι τώρα, ότι αν θέταμε σήμερα στην Arendt το σύστοιχο για την θέση της αυτή ερώτημα, δηλαδή τι θα μπορούσε λογικά να συναγάγει για το όποιο μπλοκάρισμα του δικαιώματος για νέες αφετηρίες, θα μας απαντούσε ότι προφανώς αποτελεί βάναυσο περιορισμό της ελευθερίας του Ανθρώπου. Κάνω αυτή την ιερόσυλη πρόβλεψη, βασιζόμενος στην ακεραιότητα της συμπαγούς λογικής που χαρακτηρίζει τόσο πιστά την σκέψη και τα γραφτά της μεγάλης αυτής στοχάστριας.
Έστω, λοιπόν, πως έχω δίκιο. Μπορώ τώρα, άραγε, να καταλήξω στο γνωστό «όπερ έδει δείξαι»; Η απάντηση είναι, όχι ακόμη. Πρέπει να εξηγήσω πιο καθαρά και πειστικά την σχέση που υπονοώ ότι συνδέει την έννοια της παραγραφής με την θεωρία των αφετηριών, ώστε να δικαιολογεί την άποψη Πετρόπουλου ότι η παραγραφή αποτελεί «εργαλείο προόδου του πολιτισμού» εφόσον αυτή συμπεριλαμβάνει και την παγίωση της ανθρώπινης ελευθερίας ως ενεργού κοινωνικής αξίας, σύμφωνα με τη δική μου τελεολογική ερμηνεία.
Αυτό που μπορώ να προσθέσω, λοιπόν, ως λογική προέκταση, ας πούμε καλλίτερα ως θεώρημα, που πηγάζει από την αξιωματική παραδοχή της Α. σχετικά με την σημασία των νέων αφετηριών, είναι το εξής: Αν προεκτείνουμε την ευρηματική θέση της για το υπόβαθρο της ανθρώπινης ελευθερίας, μπορούμε να πούμε ότι η παραγραφή είναι θεσμική κατάκτηση της ανθρωπότητας στο πεδίο της διασφάλισης της ελευθερίας, της προόδου και της ευκαιρίας για επανορθωτική δράση σε περιπτώσεις σφάλματος ή ανεπάρκειας. Δεν αφήνει μπλοκαρισμένες πύλες για νέες αφετηρίες, δηλαδή. Διευκολύνει και διευρύνει, έτσι, τον ορίζοντα των ενδεχομένων νέων αφετηριών, διασφαλίζει και εγγυάται το υποτιμημένο δικαίωμα για δεύτερη ευκαιρία και νέα ξεκινήματα.
Κι ερχόμαστε τώρα στην σχέση που έχουν οι παραπάνω φιλοσοφικές θεωρήσεις με το θέμα των Γερμανικών επανορθώσεων, σήμερα. Τονίζω το «σήμερα», που ορίζεται από την χρονική απόσταση του σημείου δημιουργίας των σχετικών απαιτήσεων, αλλά και κυρίως, από το παραγέμισμα του ενδιάμεσου χρόνου με εξαιρετικής σημασίας ιστορικά γεγονότα. Τέτοια, που διασφάλισαν, μεταξύ άλλων, και την ενδοευρωπαϊκή ειρήνη για περίπου ένα αιώνα ήδη.
Ας συγκρίνουμε το διάστημα αυτό με το διάστημα του Μεσοπολέμου, με ερμηνευτική παράμετρο το ζήτημα των τότε Γερμανικών Επανορθώσεων για τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αν δεν απατώμαι, επικρατούσα είναι η άποψη μεταξύ των σημαντικών ιστορικών, ότι η άνοδος του Ναζισμού και πορεία του προς τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο έχει σημαντικές ρίζες στο αδιέξοδο που οι εξαιρετικά βαριές επανορθώσεις μετέτρεψαν το ζήτημα για την Γερμανία, από «κρατικό και καθεστωτικό» σε «εθνικό». Δηλαδή χρωμάτισαν το χρέος ώστε να βαρύνει, πλέον, στην ίδια την μοίρα των μελλοντικών γενεών του Γερμανικού Έθνους. Το πρωτοφανώς βαρύ διαγενεακό χρέος που βάραινε το Γερμανικό Έθνος, θα το εμπόδιζε να οργανώσει ομαλά νέες αφετηρίες στην ιστορική του πορεία. Αντ’ αυτών, το στρίμωξε σε διεστραμμένες διεξόδους, όπως είναι ο φυλετικός πόλεμος, σε πλήρη αντίθεση με την τότε εποχή της κατεκτημένης οικουμενικότητας βασικών ανθρωπιστικών αξιών. Από λαό που μπορούσε να καταδικάσει τα λάθη των ηγετών του και να κάνει καινούργιο και σοφότερο ξεκίνημα στην ανοιχτή γραμμή της Ιστορίας, τον μετέτρεψε σε αδικημένο και κατατρεγμένο έθνος που αναζητεί εκδίκηση και δικαιοσύνη στα μέτρα της εύλογης μνησικακίας του έναντι των εχθρών του, τέως και ανανεωμένης κοπής. Έτσι, λίγο πολύ, εκτράφηκε ο Ναζισμός.
Να, λοιπόν, η σχέση της λογικής της παραγραφής, με το σημερινό ζήτημα επανορθώσεων. Αν οποιαδήποτε χώρα της σημερινής Ευρώπης, απαιτήσει το άνοιγμα της υποθέσεως των γερμανικών επανορθώσεων, θα ενεργοποιήσει ολόκληρο το διεθνές πολιτικό και δικαιακό πεδίο πάνω στο οποίο στήθηκε το σημερινό σύστημα ειρηνικής συμβίωσης στην Ευρώπη. Θα δυναμιτίσει κυριολεκτικά το οικοδόμημα της ΕΕ και θα οδηγήσει αναγκαστικά την Γερμανία σε μια επικίνδυνη εσωστρέφεια για την οργάνωση της εθνικής της επιβίωσης. Τι μας θυμίζουν όλ’ αυτά; Το αφήνω στην φαντασία του αναγνώστη.
Ασφαλώς μια τέτοια αναθεωρητική καταιγίδα, δεν έχει την παραμικρή ελπίδα να συμβεί στις σημερινές συνθήκες. Καμία σοβαρή κυβέρνηση του πλέγματος εκείνου που ρύθμισε τα της ειρήνης μετά τον Πόλεμο, δεν πρόκειται να στέρξει σε συμπαράσταση κάποιος μνησίκακης και ανόητης κυβέρνησης που θα ανακινήσει τέτοιο θέμα εν μέσω, μάλιστα, των αναταράξεων που όλη ανθρωπότητα αντιμετωπίζει σήμερα μέχρι να ρυθμιστούν οι παράμετροι της νέας Παγκοσμιοποίησης. Αυτό μας έλλειπε, δηλαδή. Ήδη, αν κρίνουμε από τα πρώτα σοβαρά σχόλια, η υπόθεση θεωρείται ως εσωτερικό ζήτημα δύο χωρών, της Ελλάδας και της Πολωνίας που δυστυχώς ομοιάζουν κατά την περιθωριακή σχέση που επιδεικνύουν σε ότι αφορά τις ευρωπαϊκές πολιτικές και ιδεολογικές αξίες.
Και έτσι θα μείνει, ως περιθωριακός ταραξίας, αν ο επιπόλαιος μεταξύ άλλων χαρισμάτων κ. Τσίπρας σηκώσει το γάντι του ΚΙΝΑΛ και πλειοδοτήσει, έχοντας δίπλα του και τον ανεκδιήγητο κ. Καμένο. Δυστυχώς, κάποια ζημιά έχει ήδη γίνει, μολύνοντας ένα σημαντικό μέρος του κοινωνικού σώματος με την υποκείμενη εθνικολαϊκιστική προσδοκία, ανάλογη ως προς τη φύση της με τις επαγγελίες του Σώρρα. Το έχει άραγε ανάγκη αυτό το ΚΙΝΑΛ; Καιρός να προλάβουμε τα χειρότερα. Ίσως, η γελοιοποίηση του θέματος να είναι ο πιο αναίμακτος τρόπος για να διορθωθούν τα πράγματα.
Και μια τελευταία, πλην προφανής επιφύλαξη: Η προηγηθείσα «θέση» απέναντι στο ζήτημα, δεν σημαίνει βέβαια ότι εκφράζει την άποψη ότι η εφαρμογή της αρχής της παραγραφής στις διεθνείς σχέσεις μπορεί, ή πρέπει να γίνει με κάποιο είδος αυτοδικίας η αυθαίρετου αυτοματισμού. Αν ποτέ τεθεί επίσημα τέτοιο ζήτημα, μόνο με τις γνωστές διαδικασίες θεσμοθέτησης τω κανόνων του Διεθνούς Δικαίου θα μπορούσε να νοηθεί.
Και ένα υστερόγραφο: Όταν τελείωσα το παραπάνω κείμενο, συνέλαβα τον εαυτό μου αυθόρμητα να το καταχωρεί στον ηλεκτρονικό φάκελο που έχει τον τίτλο «Για τον Ευρωπαϊκό Πατριωτισμό». Περιέχει υλικό από την προσπάθειά μου να βρώ το κλειδί για το χτίσιμο του Ευρωπαϊκού Πατριωτισμού, γιατί πιστεύω ότι χωρίς αυτόν, το μέλλον της ΕΕ δεν θα είναι ένδοξο. Ύστερα σκέφτηκα, μα φυσικά εκεί ανήκει. Γιατί, για σκεφτείτε πως θα μπορούσε να υπάρξει Ελληνικό Έθνος και Ελληνικός Πατριωτισμός, αν δεν είχαν παραγραφεί στην μνήμη μας οι αθλιότητες, για παράδειγμα, του Πελοποννησιακού Πολέμου, ή η Σφαγή της Μήλου ?