Oσο πυκνώνουν οι ενδείξεις της μεγάλης αστοχίας της ασκούμενης ευρωπαϊκής πολιτικής σε σχέση με τις διακηρυγμένες επιδιώξεις της, τόσο πληθαίνουν κι οι αναφορές στο παράλληλο σύμπαν των «success stories». Το φαινόμενο κάθε άλλο παρά είναι παράδοξο. Αντιθέτως, είναι κατανοητό, πολιτικά εύλογο, μέσα στους κανόνες του παιχνιδιού. Οταν η έντονη αμφισβήτηση της πολιτικής της «λιτότητας μέσα στην ύφεση» διευρύνεται στην ευρωπαϊκή ήπειρο, δεν μένει περιορισμένη σε λίγες μικρές χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας αλλά εισβάλλει στον σκληρό πυρήνα της Ευρωζώνης περνώντας τα τείχη του Παρισιού και της Ρώμης, η καταφυγή Σόιμπλε σε εικονικές «success stories» είναι αναμενόμενη. Οπως είναι εύλογη η (κουραστική στην κατάχρησή της…) προσφυγή του κυρίαρχου ελλαδικού συστήματος σε διάφορα «success σχήματα».
Ο κ. Σόιμπλε δεν αναλώνεται σε φλυαρίες, οι παρεμβάσεις του έχουν συγκεκριμένο, πρακτικό στόχο. Την περασμένη Δευτέρα, ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών επικαλέστηκε κάποια «success (δήθεν) stories» για να επιδαψιλεύσει δάφνες στη γερμανική ευρωπαϊκή πολιτική και στην κυβέρνηση της καγκελαρίου Μέρκελ, με στόχο να στείλει το μήνυμα προς τη Σύνοδο Κορυφής. Οτι η Γερμανία θα πράξει «whatever it takes» προκειμένου να συνεχιστεί η εφαρμογή της πολιτικής της λιτότητας αμετάβλητη.
Σε άλλες περιοχές της Ευρώπης (π.χ., στην Ελλάδα) η προσφυγή στη μυθολογία των «success stories» γίνεται για να υποστηριχτεί το ακριβώς αντίθετο. Οτι, δηλαδή, οσονούπω η λιτότητα τελειώνει, αποστέλλεται στο χρονοντούλαπο της ιστορίας, γίνεται οριστικά και αμετάκλητα παρελθόν. Αν ζητούμενο είναι να αλλάξει (αλλοιωθεί) η συνείδηση των ανθρώπων για την πραγματικότητα, τέτοιου είδους διαχείριση της κοινής γνώμης (άλλως: προπαγάνδα) προσφέρεται. Αν το ζητούμενο είναι να αλλάξει η πραγματικότητα, είναι άχρηστη.
Επειδή όμως η φιλολογία περί των «success stories» εικάζεται ότι θα αναπτύσσεται επί κάμποσους μήνες ακόμη, χρήσιμο θα ήταν να σκεφτούμε το πρώτο και απλό: Ποια είναι τα κριτήρια της επιτυχίας μιας οικονομικής πολιτικής; Σε όλον τον κόσμο, η στοιχειώδης απάντηση είναι ότι τέτοια κριτήρια είναι (α) η παραγωγή νέου πλούτου και (β) η δημιουργία θέσεων εργασίας. Μια οικονομική πολιτική κρίνεται επιτυχής όταν παράγει αυτά τα δύο – δίχως να έχει βαριές παρενέργειες ή να προκαλεί ανήκεστο βλάβη, για παράδειγμα, στο ήδη βεβαρυμένο φυσικό περιβάλλον. Συμβαίνει κάτι τέτοιο σήμερα στην Ευρώπη ή στην Ελλάδα; Παράγονται νέος πλούτος, νέα αξία, νέες θέσεις εργασίας;
Τα στοιχεία, λοιπόν, δείχνουν ότι η ευρωπαϊκή οικονομία σέρνει τα πόδια της διότι -όπως είπε το ΔΝΤ, τον Ιούλιο- η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και τα κράτη-μέλη δεν στηρίζουν την αναιμική συνολική ζήτηση στην Ευρωζώνη. Στην ίδια τη Γερμανία, ο δείκτης επιχειρηματικού κλίματος που καταρτίζει το Ινστιτούτο Ifo μειώθηκε τον Αύγουστο, για τέταρτη κατά σειρά φορά (μάλιστα, περισσότερο από όσο αναμενόταν να μειωθεί…) όχι μόνον εξαιτίας της κρίσης στην Ουκρανία αλλά και επειδή μειώθηκαν οι γερμανικές εξαγωγές προς τα υπόλοιπά κράτη της Ευρωζώνης, λόγω της μείωσης της ζήτησης που προκαλεί η γενικευμένη λιτότητα στην Ευρώπη. Ο,τι χάνει από εξαγωγές, ίσως η Γερμανία το κερδίζει από την εισροή κεφαλαίων που αναζητούν καταφύγιο σε αυτήν (για πρώτη φορά μετά το 2012, οι επενδυτές δεν κερδίζουν αλλά πληρώνουν το γερμανικό κράτος αν θέλουν να προμηθευτούν 3ετή ομόλογά του…), αλλά κι αυτό είναι δηλωτικό της ευρωπαϊκής ασθένειας – όχι υγείας.
Τα στοιχεία είναι πολύ δυσμενέστερα όσον αφορά την παραγωγή νέου πλούτου και τη δημιουργία θέσεων εργασίας στην Ελλάδα, όπου λόγω της κρίσης έχει μειωθεί η νέα αξία που παράγεται (ΑΕΠ) κατά 51,2 δισ. ευρώ ετησίως, στην 6ετία 2008-2013. Αλλά τα ανησυχητικά είναι τα εξής: (α) Η βαριά εξαγωγική κόπωση, όπως αυτή αποτυπώθηκε στην αύξηση του εμπορικού ελλείμματος (χωρίς καύσιμα) κατά 32,6% τον Ιούνιο και 9,6% στο 6μηνο, μέσα στο οποίο το σύνολο των εξαγωγών μας μειώθηκε κατά 4,6%. (β) Η βαριά πτώση των επενδύσεων σε όλες τις κατηγορίες (όχι μόνο στις κατασκευές…), που έχει ως συνέπεια η χώρα μας να έχει εγκλωβιστεί σε τούνελ αποεπένδυσης με σταθερότητα, καθώς πλέον οι αποσβέσεις είναι μακράν υψηλότερες από τις νέες επενδύσεις. Και (γ) σχετικά με τις θέσεις εργασίας, οι οποίες από την αρχή της ύφεσης (2008) έως σήμερα έχουν περιοριστεί κατά 1.083.000, το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ, ένας οργανισμός εγνωσμένης αξιοπιστίας, υπολογίζει ότι, έτσι όπως βαδίζουμε, θα απαιτηθούν περισσότερα από 20 χρόνια για να πέσει το ποσοστό ανεργίας κάτω από το 10%.
Οπως έλεγε ένας παλιός Αμερικανός πολιτικός, «ο καθένας δικαιολογείται να έχει τη δική του γνώμη, δεν δικαιολογείται όμως να έχει τα δικά του στοιχεία». Τα στοιχεία για την παραγωγή νέου πλούτου και τη δημιουργία θέσεων εργασίας είναι σαφή. Και μη συμβατά με «success stories».