Γερμανία: Πόσο σταθερή; Πόσο ακίνητη;

Γιάννης Βούλγαρης 03 Οκτ 2021

Το εκλογικό αποτέλεσμα της Γερμανίας μπορεί να ιδωθεί από δύο μεριές. Κοιτώντας το από το παρόν προς το παρελθόν των εκλογικών αναμετρήσεων στις δυτικές χώρες κατά την τελευταία πενταετία, είναι καθησυχαστικό, ίσως και ενθαρρυντικό. Αν όμως ιδωθεί από το παρόν προς το μέλλον, τότε η προοπτική γίνεται ανησυχητική.

Η Γερμανία πραγματοποιούσε μία μετάβαση σε αυτές τις εκλογές. Άρχιζε η μετα-Μέρκελ εποχή. Δεν ανήκω στους «θαυμαστές» της, αλλά όπως και να το κάνεις, διήρκεσε δεκαέξι χρόνια, άρα οι Γερμανοί πολίτες θα έβγαιναν από τη συνήθειά τους. Η χώρα κυβερνιόταν «από το κέντρο», και μάλιστα από τη συγκυβέρνηση των δύο παραδοσιακά αντίπαλων κομμάτων, τα οποία όμως συγκέντρωναν πια αθροιστικά ένα ποσοστό που παλιότερα πετύχαινε σχεδόν το καθένα από μόνο του. Η λαϊκιστική εθνικιστική ακροδεξιά είχε αργήσει να εμφανιστεί σε σχέση με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όμως το παρελθόν τής χώρας την καθιστούσε απεχθή και την επανεμφάνισή της πιο απειλητική.

Ποια θα ήταν η πολιτική εικόνα της χώρας μετά τις εκλογές; Τελικά ήταν πολύ γερμανική! Σταθερή παρά τις αλλαγές, πειθαρχημένη παρά τις ανατροπές. Περιείχε ωστόσο ευρύτερου ενδιαφέροντος ενδείξεις που ξεπερνούν τη γερμανική κατάσταση. Η Γερμανία θα συνεχίσει να κυβερνάται «από το κέντρο» το οποίο έχει γίνει βεβαίως πιο περίπλοκο και αντιφατικό. Η πτώση των ποσοστών της CDU/CSU επιβεβαίωσε ότι η μεταπολεμική μορφή του μαζικού λαϊκού κόμματος έχει παρέλθει. Οι πολίτες και ψήφισαν μαζικά και μετακινήθηκαν κομματικά, αλλά δεν σκόρπισαν σε αποκλίνουσες κατευθύνσεις. Αντιθέτως ενισχύθηκε η κεντρομόλος έλξη του κατεστημένου κομματικού συστήματος, αποδυναμώνοντας την AfD στα δεξιά και τη Linke στα αριστερά.

Τόσο η κεντρομόλος δυναμική όσο και η αποδυνάμωση πρωτίστως της Ακροδεξιάς – η Linke είναι περισσότερο μια γερμανική ιδιοτυπία – εντάσσουν το εκλογικό αποτέλεσμα στην ίδια τάση που εκδηλώνεται στις δυτικές κοινωνίες τα τελευταία χρόνια. Στην αποδυνάμωση των λεγόμενων «αντισυστημικών» δυνάμεων που είχαν τον αέρα στα πανιά τους την προηγούμενη δεκαετία. Ο όρος «αντισυστημικός» ήταν ένας ευφημισμός που βόλευε γιατί η απροσδιοριστία του ανταποκρινόταν στην ποικιλομορφία και τη διαφορετικότητα του φαινομένου. Στην ουσία περιέγραφε την άνοδο λαϊκιστικών δυνάμεων, ακροδεξιού και συντηρητικού χαρακτήρα, ή αριστερόστροφου προσανατολισμού στις λίγες περιπτώσεις όπου καρπώθηκαν την κοινωνική διαμαρτυρία λόγω οικονομικής κρίσης. Τα κοινωνικά, πολιτισμικά και πολιτικά αίτια της ανόδου έχουν αναλυθεί πια μέχρι εξαντλήσεως. Τώρα ζούμε την υποχώρηση του φαινομένου που συμβαίνει είτε γιατί αυτές οι δυνάμεις απέτυχαν στην άσκηση της εξουσίας, είτε γιατί αλλάζουν και πάλι οι διαθέσεις της κοινωνικής πλειοψηφίας. Το διαπιστώνουμε από τα αποτελέσματα και τις τύχες των πρωταγωνιστών. Ο Τραμπ ηττήθηκε, στη Βραζιλία ο Μπολσονάρο αποδυναμώνεται και ο ιστορικός ηγέτης Λούλα επιστρέφει, στη Γαλλία η δυναμική της Λεπέν φαίνεται να έχει ανακοπεί, στην Ιταλία η άλλοτε αντιευρωπαϊκή Λέγκα του Σαλβίνι σπαράσσεται εσωτερικά έχοντας βρεθεί στην περίεργη κατάσταση να συμμετέχει στην πιο φιλοευρωπαϊκή κυβέρνηση της χώρας. Και από την άλλη όχθη, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει καθηλωθεί σε μια κρίση ταυτότητας, οι Ποδέμος μειώθηκαν, ενώ τα «Πέντε αστέρια» έχουν χάσει τη μισή τους δύναμη. Στις περισσότερες χώρες οι δυνάμεις αυτές εγκαταστάθηκαν στα εθνικά κομματικά συστήματα, έκαναν ακόμα εντονότερο τον πολυκομματικό κατακερματισμό, χωρίς όμως να «εκθρονίσουν» τα παραδοσιακά κόμματα εξουσίας. Με δύο γνωστές εξαιρέσεις: το ΠΑΣΟΚ στην Ελλάδα, και το Σοσιαλιστικό Κόμμα στη Γαλλία. Οι γερμανικές εκλογές επιβεβαίωσαν τον κανόνα, όχι τις εξαιρέσεις. 

Είναι νωρίς για να κρίνουμε το βάθος της νέας πολιτικής τροπής των δυτικών κοινωνιών μετά την υποχώρηση του λαϊκιστικού κύματος, όπως και τις αιτίες που ερμηνεύουν το νέο πολιτικό κλίμα. Δεν ξέρουμε ακόμα πώς έχει επιδράσει η πανδημία. Κουβεντιάζουμε πολύ για το νέο κύμα ανορθολογισμού των αρνητών των εμβολίων, αλλά λίγα ξέρουμε για τις σκέψεις, τα βιώματα και τα συναισθήματα της μεγάλης πλειοψηφίας. Πώς έζησε τον φόβο; Πόσο έντονα αισθάνεται την ανάγκη ασφάλειας; Πώς επαναξιολόγησε τον ρόλο του Κράτους και των «κοινών αγαθών»; Πόσο ενισχύθηκε η εμπιστοσύνη στην επιστήμη; Πώς αντιλαμβάνονται τις ριζικές διεθνείς ανακατατάξεις μέσω της δικής τους ατομικής εμπειρίας, αρχίζοντας από την «Ευρώπη» και πηγαίνοντας στην παγκοσμιοποίηση; Νομίζω ότι η απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα θα έδειχνε ότι οι μεγάλες κοινωνικές πλειοψηφίες επιθυμούν καταρχάς μιαν ορισμένη επιστροφή στην «κανονικότητα». Προκρίνουν την πολιτική αποτελεσματικότητα, παίρνουν αποστάσεις από τον εκβαρβαρισμό των πολιτικών ηθών, από την εχθροπάθεια, και από την πολιτική αλητεία που συνόδευσε το λαϊκιστικό κύμα. Σαν να αναζητούν ένα νέο δημοκρατικό και κοινωνικό κέντρο βάρους στον κομματικό ανταγωνισμό, ένα νέο ηγεμονικό middle ground εντός του οποίου θα κινούνται τα κόμματα ή οι συνασπισμοί εξουσίας. Όσοι από τα αριστερά απαξιώνουν αυτή τη θετική εξέλιξη με τον κενολόγο όρο «ακραίο κέντρο», απλώς συγκαλύπτουν τον συντηρητικό και οπισθοδρομικό χαρακτήρα που έχει πλέον η μετακομμουνιστική Αριστερά και ο αριστερόστροφος λαϊκισμός. Άλλοι πάλι που θέλουν να πασπαλίσουν με λίγο «παλαιοσοσιαλισμό» αυτό το δυνάμει νέο ηγεμονικό πεδίο, με γειά τους και χαρά τους, αρκεί να το βοηθήσουν να καθιερωθεί.

Σε κάθε περίπτωση, δεν κινδυνεύει από αυτούς η «νέα κανονικότητα» αν δεχτούμε ότι αυτή όντως συνιστά αίτημα μιας ευρείας κοινωνικής πλειοψηφίας. Ο κίνδυνος είναι ενδογενής και συνίσταται στην ακινησία, στη μεταρρυθμιστική άπνοια. Οι αδυναμίες του «μερκελισμού» αλλά και τα στοιχεία συνέχειας που όπως τονίζουν οι ειδικοί χαρακτηρίζουν τη μετάβαση από τη Μέρκελ στον Σολτς, προειδοποιούν για αυτόν τον κίνδυνο. Τον κίνδυνο ενός τρόπου διακυβέρνησης όπου η διαχείριση των κρίσεων υποκαθιστά την μεταρρυθμιστική πολιτική πρωτοβουλία. Η αλήθεια είναι ότι ο κίνδυνος της ακινησίας εκπορεύεται και «από τα κάτω». Δεν είναι τυχαίο ότι το γερμανικό εκλογικό σώμα δεν υπέδειξε μια σαφή πολιτική συνισταμένη, αφήνοντας στους δύο υποψήφιους καγκελάριους και στις κομματικές ηγεσίες να διαμορφώσουν τις κυβερνητικές συμμαχίες. Εξάλλου, η δημοσκοπική απογείωση των Πράσινων και η μετέπειτα προσγείωσή τους σε χαμηλότερο επίπεδο, δείχνει ότι οι πολίτες- ιδίως οι ηλικιωμένοι – αντιλαμβάνονται μεν την πρόκληση της κλιματικής κρίσης αλλά διστάζουν να αναλάβουν και το προσωπικό κόστος της αντιμετώπισής της. Χαρακτηριστική τέλος ήταν και η απουσία της Ενωμένης Ευρώπης από την προεκλογική συζήτηση, στη χώρα που λόγω μεγέθους καθορίζει την πορεία όλης της ηπείρου.

Είπαμε. Οι γερμανικές εκλογές ήταν καθησυχαστικές αν τις κοιτάμε από το παρόν προς το πρόσφατο παρελθόν, αλλά ανησυχητικές αν τις δούμε στην προοπτική του μέλλοντος. Η αναζήτηση μιας νέας δημοκρατικής κανονικότητας μετά το κύμα των ποικιλόχρωμων λαϊκισμών έχει μια εξυγιαντική λειτουργία που είναι αναγκαία για την ανανέωση της δυτικής φιλελεύθερης Δημοκρατίας. Αλλά η εποχή είναι «μεταμερκελική». Η κανονικότητα πρέπει να συνδυαστεί με την πολιτική πρωτοβουλία και την μεταρρυθμιστική δυναμική. Αλλιώς η Γερμανία και η Ευρώπη θα περιθωριοποιηθούν μένοντας μικροί παίκτες σε έναν Κόσμο μεγαλύτερων δυνάμεων, και οπωσδήποτε λιγότερο δημοκρατικών. 

Πηγή: www.tanea.gr