Με καθυστέρηση εννέα μηνών η Αγκελα Μέρκελ με συνέντευξή της στην εφημερίδα Frankfurter Allgemeine Sonntagszeitung έδωσε την απάντησή της στις προτάσεις του Ε.Μακρόν για τη μεταρρύθμιση της Ευρωζώνης και το μέλλον της Ευρώπης.
Σίγουρα έπαιξε ρόλο σε αυτό η νέα αναταραχή που έχουν προκαλέσει οι εξελίξεις στην Ιταλία και ο σχηματισμός κυβέρνησης από τις ευρωσκεπτικιστικές δυνάμεις του Κίνηματος 5 Αστέρων και της Λέγκας του Βορρά. Οι προτάσεις της Καγκελαρίου παρότι βρίσκονται πολλά βήματα μπροστά από τις μέχρι σήμερα τοποθετήσεις της, δεν δίνουν τις ριζοσπαστικές λύσεις που έχει ανάγκη σήμερα η Ε.Ε.
H A.Mέρκελ πρότεινε τη μετρατροπή του ESM σε Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο το οποίο θα χορηγεί βραχυπρόθεσμα δάνεια 5 ετών με αυστηρούς όρους σε χώρες που αντιμετωπίζουν δυσκολίες.και θα είναι πλήρως αποπληρωτέα. Το Ταμείο θα έχει τη δυνατότητα να εκτιμά την οικονομική κατάσταση σε κάθε χώρα καθώς και τη βιωσιμότητα του χρέους και θα διαθέτει τα απαραίτητα εργαλεία παρέμβασης εφόσον κρίνεται απαραίτητο.
Το ΕΝΤ θα έχει διακυβερνητικό χαρακτήρα και μαζί με την Κομισιόν θα αποτελούν τους δύο πυλώνες σταθερότητας στην Ευρωζώνη. Τα εθνικά κοινοβούλια διατηρούν τα δικαιώματά τους. Θα δημιουργηθεί σταδιακά επενδυτικός προϋπολογισμός, χαμηλού διψήφιου δισ. ευρώ, με τον οποίο θα αντιμετωπίζονται διαρθρωτικές αδυναμίες.
Στον τομέα της ‘Αμυνας η Α.Μέρκελ απάντησε θετικά στην πρόταση Μακρόν για τη δημιουργία ευρωπαϊκής δύναμης επέμβασης. Επίσης πρότεινε μεσοπρόθεσμα τη δημιουργία Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Ασφαλείας με εναλασσόμενες θέσεις, τη θεσμοθέτηση ενιαίων κριτηρίων για τη χορήγηση ασύλου στην Ευρώπη, τη μετατροπή της Frontex σε ευρωπαϊκό σώμα φύλαξης των συνόρων,τη δημιουργία ενός πανευωπαϊκύ σώματος για τη μετανάστευση και την κατάρτιση ενός “Σχεδίου Μάρσαλ” για την Αφρική.
Για τους ευρωπαϊκούς θεσμούς η Καγκελάριος πρότεινε λιγότερους Επιτρόπους και την κατάρτιση στο μέλλον πανευρωπαϊκών συνδυασμών στις ευρωεκλογές.
Μολονότι οι γερμανικές προτάσεις λειτουργούν θετικά στην κατεύθυνση της ενοποίησης, είναι συντηρητικές και απέχουν πολύ από την ανάγκη της εποχής για τη δημιουργία μιας ευρωπαϊκής ομοσπονδίας. Κινούνται, ξανά, περισσότερο στη λογική της διαχείρισης κρίσεων και της αντιμετώπισης έκτακτων αναγκών και με πολύ βραδύ ρυθμό στην κατεύθυνση της εξάλειψης των σημαντικών διαρθρωτικών ανισοτήτων και της δημιουργίας ενός πανευρωπαϊκού χώρου.
Τα τελευταία χρόνια η ερώτηση «πού πηγαίνει η Ευρώπη» έχει γίνει συνώνυμο με το «τι θέλουν οι Γερμανοί;» Πολλοί Γερμανοί βλέπουν την ΕΕ ως χώρο προέκτασης της εθνικής τους κυριαρχίας και άλλοι ως βάρος κι όχι ως όφελος και για τους ίδιους. Θεωρούν ότι τα υπόλοιπα κράτη-μέλη αυτό που θέλουν είναι να παίρνουν τα χρήματά τους και ότι η χώρα τους πληρώνει διαρκώς για προβλήματα των άλλων.
Η Γερμανία φοβάται την ποσοτική χαλάρωση της ΕΚΤ γιατί μπορεί να τροφοδοτήσει την αύξηση του πληθωρισμού, φοβάται τα ευρωομόλογα γιατί μπορεί να σημάνουν την «αμοιβαιοποίηση χρεών», φοβάται την ανάπτυξη ευρωπαϊκών προγραμμάτων μήπως στο τέλος βρεθεί να τα χρηματοδοτεί η ίδια. Γι’ αυτό το Βερολίνο προσπαθεί να επιβάλει παντού τους δικούς του κανόνες, ώστε να έχει την κατάσταση υπό έλεγχο, θεωρώντας ότι η ευρωζώνη και η Ευρώπη πρέπει να ακολουθήσουν το γερμανικό πρότυπο.
Οι σκιές του παρελθόντος βαραίνουν τη Γερμανία περισσότερο από κάθε άλλη σημαντική χώρα. Η Γερμανία δεν έχει ιστορική εμπειρία από επιτυχή διεθνή ηγεσία. Οι Γερμανοί ζούσαν επί αιώνες σε μικρά ημι-ανεξάρτητα κράτη. Οι δύο απόπειρες να ασκήσει ηγεμονία μετά την ενοποίησή της το 1871, η πρώτη από την αυτοκρατορική Γερμανία του Κάιζερ και η δεύτερη από το Τρίτο Ράιχ, ήταν καταστροφικές και για την ίδια και για την υπόλοιπη Ευρώπη.
Μετά το 1945, η πρώην Δυτική Γερμανία ήταν ένα ημι-κυρίαρχο κράτος προστατευόμενο στρατιωτικά από τις ΗΠΑ, δίχως καμιά δική του εξωτερική πολιτική. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα η χώρα να μην διαθέτει ούτε μηχανισμούς ούτε στρατηγική σκέψη. Η μεγαλύτερη δύναμη της Ευρώπης λειτουργεί ως “απρόθυμος ηγεμόνας” όπως έχουν πει εύστοχα οι Βρετανοί.
Στη Γαλλία βρίσκεται επικεφαλής ένας Πρόεδρος με νωπή εντολή και προωθημένες θέσεις και μια γαλλογερμανική πρωτοβουλία θα μπορούσε να δώσει λύσεις. Το βάρος της ιστορίας και η επικράτηση ξανά των στενών εθνικών συμφερόντων μάλλον δεν το επιτρέπουν.
thetoc.gr