114η Συνάντηση της Λέσχης Αστυνομικής Λογοτεχνίας
(09.3.2017)
Georges Simenon
Ο Μαιγκρέ στους Φλαμανδούς
(ΑΓΡΑ-2016)
Maigret chez les Flamands (1932)
(Μετάφραση: Αργυρώ Μακάρωφ)
(Στις Σημειώσεις αποκαλύπτεται το όνομα του ενόχου)
“Ο Μαιγκρέ στους Φλαμανδούς” (“Maigret chez les Flamands”), κείμενο του 1932, είναι ο 14ος Μαιγκρέ, σε μία σειρά 76 μυθιστορημάτων και 28 διηγημάτων του Σιμενόν -με ήρωα τον οικουμενικά γνωστό Επιθεωρητή- που γράφτηκαν μεταξύ του 1931 και του 1972. Ο Μαιγκρέ, λοιπόν, αντιπροσωπεύει ένα σημαντικό μέρος του συγγραφικού έργου του Σιμενόν, που αριθμεί 120 βιβλία, ρυθμός που ισοδυναμεί με ένα μυθιστόρημα περίπου ανά τέσσερις μήνες, στα σαράντα περίπου χρόνια της συγγραφικής δραστηριότητας του μεγάλου Βέλγου, όπως επισημαίνει ο Marcel Ayme (βλ. Επίμετρο “Για τον Ζωρζ Σιμενόν”, στο “Ο Μαιγκρέ στους Φλαμανδούς”, Εκδόσεις ΑΓΡΑ).
Και δεν υπάρχουν μεγάλα περιθώρια διαφωνίας με τον Ayme, που επιμένει πως “… Οι πρωταγωνιστές ενός αστυνομικού περιστατικού που εκτυλίσσεται σε μια γειτονιά του Παρισιού, σ’ έναν δρόμο της Αμβέρσας ή της Λα Ροσέλ έχουν πρωτότυπες φυσιογνωμίες και συνήθειες ζωής, αντιδράσεις και νοοτροπίες εντελώς δικές τους, που θα έπρεπε να τους περιχαρακώνουν και να τους κάνουν δυσπρόσιτους στους κατοίκους του Μεξικού ή της Ωκεανίας. Αυτό ακριβώς είναι το θαύμα: Ότι σύνορα και αποστάσεις μεταξύ μυθιστορηματικών ηρώων και αναγνωστών καταργούνται, οποιαδήποτε κι αν είναι η εθνικότητα των μεν και των δε… Μοιάζει στ’ αλήθεια να είναι ο αναγνώστης εκείνος που δημιουργεί τα πρόσωπα του Σιμενόν και τα διαφοροποιεί… Φέρνοντάς τα στον μυθιστορηματικό κόσμο, προικίζει τα πρόσωπά του όχι με μια εσωτερική μουσική, αλλά με πλήκτρα που μεταμορφώνουν το κάθε πρόσωπο σ’ ένα είδος αιολικής άρπας, που κινείται αργά, σύμφωνα με τον άνεμο, τις παλίρροιες και την πορεία τής έρευνας”.
Και αναρωτιέται κανείς τι είναι αυτό που κάνει τον Μαιγκρέ, ογδόντα πέντε χρόνια μετά την πρώτη του εμφάνιση, να παραμένει στο προσκήνιο ενός λογοτεχνικού υπό-είδους -“υπό-είδους”, μόνο σε όρους κατηγοριοποίησης- τον Μαιγκρέ-ορισμό στο λήμμα “στατικότητα”, τον αρνητή της κάθε είδους τεχνολογίας, τον μονότονα, συστηματικά και παλιομοδίτικα αφοσιωμένο, έως προσκολλημένο, στην όμοια παλιομοδίτικη κυρία Μαιγκρέ («τρως καλά;», «έχει κρύο εκεί;», «να ντύνεσαι καλά… Το συνάχι σου δεν είχε περάσει εντελώς», φαντάζεστε την ανάλογη σκηνή, ανάμεσα σε σύγχρονο Σκανδιναβό ήρωα και τη σύζυγό του; Αν το είδος υφίσταται…). Με τον Μαιγκρέ, ο Σιμενόν σκιαγραφεί, απολύτως πειστικά, έναν αντι-Σιμενόν, μία λογοτεχνική μάσκα -καθόλου υπαινικτική- απέναντι στον Σιμενόν των “10000 γυναικών”…
Στο “Ο Μαιγκρέ στους Φλαμανδούς”, ο Σιμενόν κινείται μέσα σε ένα φυσικό περιβάλλον, που, και αν δεν υπήρχε, ο συγγραφέας θα είχε την αποδειγμένη ικανότητα και ευχέρεια, να το σκηνοθετήσει: Το Ζιβέ (Givet) Γαλλική πόλη επάνω στον Μεύση (La Meuse) δύο περίπου χιλιόμετρα από τα Γάλλο-Βελγικά σύνορα, ένα ποτάμι φυσικό σύνορο, που ενώνει και χωρίζει Γάλλους και Φλαμανδούς, αρκετά “φυσικό” και αρκετά “σύνορο”, για να νομιμοποιεί διαφορές εθνικότητας, που, συνήθως, δεν κρύβουν παρά διαφορές κοινωνικού ιστού και οικονομικής επιφάνειας.
Το πρώτο κάδρο, στον σιδηροδρομικό σταθμό του Ζιβέ, και ένας βαρύς, άκεφος, συναχωμένος και εκτός υπηρεσίας Μαιγκρέ, αποβιβάζεται, για να συναντήσει την Άννα, “…έτσι όπως θα πρέπει να ήταν πάντα, ντυμένη με σκούρο γκρίζο ταγιέρ, μαύρα παπούτσια και καπέλο που θα ήταν αδύνατο μετά να θυμηθείς τον τύπο ή το χρώμα του” (σελ. 9). Και, αρκετά πιο κάτω, “Τώρα θα πρέπει να ήταν εικοσιεπτά χρονών… Σε δύο-τρία χρόνια θα ήταν χωρίς ηλικία. Σε δέκα θα ήταν μια ηλικιωμένη γυναίκα!” (σελ. 186).
Μέσω συναδέλφου τού Μαιγκρέ, η Φλαμανδή Άννα Πήτερς θα έχει καλέσει τον Επιθεωρητή, για να ερευνήσει την εξαφάνιση της Γαλλίδας Ζερμαίν Πιεντμπέφ, εξαφάνιση που οι κάτοικοι του Ζιβέ, στην πλειοψηφία τους, συναιρούσαν με δολοφονική ενέργεια της οικογένειας Πήτερς. Και το κίνητρο; Επαρκές, για τους κατήγορους. Ο Ζοζέφ Πήτερς, αδελφός της Άννας, και πατέρας ενός προβληματικού παιδιού με τη Ζερμαίν, πιεζόταν από τους Πιεντμπέφ να την παντρευτεί, ενάντια στην επιθυμία των Πήτερς, του Ζοζέφ περιλαμβανομένου. Μάλιστα, κατά την εκμυστήρευση της Άννας στον Μαιγκρέ, ο Ζοζέφ απειλούσε ότι θα αυτοκτονούσε, το πρώτο βράδυ του γάμου του. Για άλλα προόριζε τον Ζοζέφ, η οικογένεια. Για την εξαδέλφη του, την “αέρινη” Μαργκερίτ, κόρη του γιατρού Βαν ντε Βέερτ. Γιατρού και Φλαμανδού…
Και θα αρχίσουν τα αλλεπάλληλα πήγαιν’ έλα του Μαιγκρέ, άλλοθι για τον Σιμενόν να αναδείξει μία πένα δωρικά λιτή-χρωστήρα περιγραφών και τοπιογραφίας, αλλά και ενδοσκόπου τής ανθρώπινης ψυχής: “…εκείνος όμως ήταν δυο φορές πιο ογκώδης και το χοντρό πανωφόρι του τον έκανε να φαίνεται ότι ήταν λαξεμένος σε πέτρα” (σελ. 12), ή “Σε ένα κατώφλι, φαινόταν ένα ζευγάρι: μια κοπέλα χωρίς καπέλο, μια μικρή εργάτρια του εργοστασίου σίγουρα, και η πλάτη ενός άντρα που την αγκάλιαζε” (σελ. 15), ή “Στα τζάμια της πόρτας, διαφανείς ρεκλάμες διαφήμιζαν κρέμες για το γυάλισμα των μπρούτζων. Ακούστηκε ήχος από ένα κουδουνάκι” (σελ. 17), ή “Ένας διάδρομος, πιο κρύος. Μια άλλη πόρτα. Και βρέθηκαν σ’ έναν απρόσμενο χώρο, μισό σαλόνι, μισή τραπεζαρία, με ένα πιάνο, μια θήκη βιολιού, καλογυαλισμένο παρκέ, άνετα έπιπλα, αντίγραφα από διάφορους πίνακες στους τοίχους” (σελ. 18), ή “… η Άννα επέστρεφε, με άσπρο μεταξωτό πουκάμισο που την έδειχνε ακόμα λιγότερο νέα. Κι όμως είχε πιασίματα. Γιατί, λοιπόν, αυτή η έλλειψη θηλυκότητας; Δεν μπορούσε να τη φανταστεί ερωτευμένη. Κι ακόμα λιγότερο, μπορούσε να φανταστεί έναν άντρα ερωτευμένο μαζί της!” (σελ. 18), ή “Και ο Μαιγκρέ, όταν έμεινε μόνος, ακούμπησε με τους αγκώνες στο παράθυρο, εισπνέοντας τον αέρα της κοιλάδας, κοιτάζοντας το ποτάμι να ορμάει προς τα χωράφια, διακρίνοντας μακριά ένα φως να τρεμοφέγγει: το σπίτι των Φλαμανδών” (σελ. 42/43), ή “Η Άννα ήταν εκεί. Εξαιτίας των κουρτινών το δωμάτιο ήταν ακόμη πιο σκοτεινό από την τραπεζαρία. Ήταν σαν μια γκρίζα σκόνη, πιο πυκνή σε κάποια σημεία, κυρίως στις γωνίες, να αιωρείται στην ατμόσφαιρα” (σελ. 164).
Άλλη μία φράση κλειδί: “…Οι άνθρωποι εδώ κάθονται πάντα και παραμονεύουν πίσω απ΄ τις κουρτίνες τους…” (σελ. 15). Κώδωνας μέσα σε κώδωνα και μέσα σε κώδωνα? οι φτωχοί ντόπιοι, που κατασκοπεύουν αλλήλους, που κατασκοπεύουν τους “εξωτικούς” Φλαμανδούς, εξωτικούς και πλούσιους, που κατασκοπεύουν τους ντόπιους. Και, κανείς δεν είδε τίποτε. Ή, δεν μιλάει. Όμως, η Ζερμαίν θα βρεθεί. Ακριβέστερα, το πτώμα της? “…την έβγαλαν απ’ τον Μεύση στο Χουί, δηλαδή καμιά εκατοστή χιλιόμετρα από δω”, στο ποτάμι, που η ορμή του απειλούσε να τινάξει τις γέφυρες? και που τα κατάφερε, πιο κάτω, με μία, στο Ναμύρ, στο Βέλγιο… Η Ζερμαίν με το κρανίο συντριμμένο. Σφυρί;
Μήπως το ίδιο που ο Μαιγκρέ θα ανακαλύψει στην καμπίνα του “Πολικού Αστέρα”, ενός σαπιοκάραβου, που και οι ασφαλιστές αρνούνταν να ασφαλίσουν, το ίδιο και τον εξίσου σάπιο “…κάθε-βράδυ-μεθυσμένο…” ιδιοκτήτη του; Τον ιδιοκτήτη του που, περισσότερο παραληρηματικά, παρά έννοα, είχε επιχειρήσει να πείσει τον Μαιγκρέ ότι είχε δει, το βράδυ του φόνου, κάποιους που “…έβγαιναν από το παντοπωλείο (στο Ισόγειο της κατοικίας των Πήτερς), όχι από την πόρτα του μαγαζιού, αλλά από πίσω… Κουβαλούσαν κάτι μακρύ και το πέταξαν στον Μεύση, ακριβώς πλάι στο πλοίο μου και στο Τα δύο αδέλφια, που ήταν αγκυροβολημένο πίσω…”. Μαρτυρία που εύκολα θα ανατρέψει ο Επιθεωρητής. Και ο Μαιγκρέ θα καταπλήξει τον εμβρόντητο ναυτικό. Αλλά και τον αναγνώστη! Αφού θα ξανατυλίξει το σφυρί, στο ύφασμα που θα μπορούσε να είναι από ρούχο της Ζερμαίν, “για να το βάλει κάτω από το πανωφόρι του και να εγκαταλείψει το πλοίο…”.
Ο Μαιγκρέ θα συνεχίσει την έρευνά του, πίσω από ένα σύννεφο καπνού πίπας, πέτρινος κάτω από το βρεγμένο παλτό του, μαύρη κηλίδα της όχθης ανάμεσα στα ποταμόπλοια, κρατώντας σε μάλλον αγενή απόσταση τον Μασέρ, τοπικό υπαστυνόμο, εισβάλλοντας στο σπιτικό των Πήτερς -δύσκολη η διάκριση, ανάμεσα στο “ευγενικά” και το “αποφασιστικά”- ή στα μπαρ, όπου οι ντόπιοι ναυτικοί, αλλά και οι άντρες της οικογένειας Πιεντμπέφ ξαπόσταιναν, κάτω από γερές δόσεις αλκοόλ. Γρήγορα θα εστιάσει επάνω του η κατηγορία ότι τον έφεραν οι πλούσιοι Πήτερς, για να τους ξελασπώσει. Στον καυγά μέσα στο μπαρ, με τον Ζεράρ, αδελφό της Ζερμαίν και εραστή τού ενός απογεύματος, της Άννας, ο Μαιγκρέ θα καθηλώσει τον νεαρό, περισσότερο λεκτικά από βίαια, για να καταλήξει στην προτροπή, «Πήγαινε να κοιμηθείς» (σελ. 96).
Σε όρους έρευνας, ποια ήταν τα στοιχεία; Ένα πτώμα σε αποσύνθεση, ένα σφυρί και ένα ύφασμα γυναικείου ρούχου στα χέρια ενός υπολειμματικού οινόφλυγα, ένα γυναικείο μαντήλι που Μαιγκρέ και Μασέρ θα ανακαλύψουν στη στέγη του σπιτιού των Πήτερς, μία φωτογραφία του Ζεράρ, χωμένη μέσα στα ασπρόρουχα της Άννας, η γνωριμία με τη Μαρία, αδελφή της Άννας και του Ζοζέφ, σε απόσβεση σε ένα μοναστήρι Ουρσουλίνων (θα πεθάνει οκτώ ημέρες πριν την κουρά της), μία συζήτηση με τον Ζοζέφ που θα επιτρέψει στον Μαιγκρέ το συμπέρασμα, “Ο Ζοζέφ που δεν ήξερε πλέον ποια ακριβώς αγαπούσε! Ο Ζοζέφ που φοβόταν εξίσου τη Μαργκερίτ και τη Ζερμαίν Πιεντμπέφ!” (σελ. 171).
“Μία σανίδα του πατώματος, μία μόνο, έτριξε τη στιγμή που ο Μαιγκρέ δεν βρισκόταν παρά ένα βήμα μακριά από την κοπέλα, αλλά ούτε αυτό την έκανε να ανατριχιάσει. Τότε ακούμπησε το χέρι του στον ώμο της, με εκπληκτική τρυφερότητα, ενώ ταυτόχρονα αναστέναξε, σαν άντρας που ετοιμάζεται πια να περάσει σε εκμυστηρεύσεις” (σελ. 164). Και η Άννα θα ομολογήσει. Έτσι, απλά. Χωρίς απειλές. Χωρίς πίεση. Σαν σε εξομολόγηση, σε παλιό, έμπιστο, οικογενειακό φίλο. Και για να ρωτήσει, αμέσως μετά, τον Επιθεωρητή, “-Τι σκοπεύετε να κάνετε;”
“Σας το είπα: Θα επιστρέψω στο Παρίσι”, η απάντηση του Μαιγκρέ? ή του Σιμενόν;
Και θα επιστρέψει στο Παρίσι. Και θα συναντήσει την Άννα, συμπτωματικά, έναν χρόνο μετά, με την ευκαιρία υπηρεσιακής επίσκεψής του, σε εταιρία, για μία άσχετη υπόθεση πλαστών χαρτονομισμάτων. Η Άννα, στα εικοσιεπτά, να το επαναλάβω, “…Σε δύο-τρία χρόνια θα ήταν χωρίς ηλικία. Σε δέκα θα ήταν μια ηλικιωμένη γυναίκα!” (σελ. 186). H Μαρία, η αδελφή της θα έχει πεθάνει και ο Ζοζέφ “…αναγκάστηκε να δεχτεί μια θέση με χίλια φράγκα το μήνα στη Ρενς”, ξεχνώντας τήν καριέρα του νομικού. Θα περιμένει παιδί από τη Μαργκερίτ, και, αυτός, το είδωλο των γονιών του και των αδελφών του, θα έχει αρχίσει να πίνει…
Τι σημαίνει “Ο Μαιγκρέ στους Φλαμανδούς” για τον κύκλο “Μαιγκρέ”. Σαν πρώιμος Μαιγκρέ, δεν θα περίμενε κανείς να είναι ο κάλλιστος. Δεν είναι τόσο η Σιμενόνια ατμόσφαιρα, η τοπιογραφία ή η ψυχογραφική αποτύπωση των χαρακτήρων, που πάσχουν. Όλα τα στοιχεία αυτής της γραφής, είναι εδώ. Πιστεύω πως ο μύθος πάσχει αλλού. Η ανακάλυψη της ενόχου, μόνο διαισθαντικά μπορεί να στηριχθεί. Ο Μαιγκρέ δεν είχε τα στοιχεία να στηρίξει κατηγορία και η ομολογία της Άννας Πήτερς έρχεται μετά από σχεδόν αναίτια -και χωρίς την όποια ανακριτική πίεση- ψυχολογική κατάρρευση.
Κι έπειτα, ας μην το ξεχνούμε, πρόκειται προσχεδιασμένη δολοφονία:
“– Γνωρίζατε ότι θα τη σκοτώνατε;
– Ναι!
Καμία συγκίνηση, ούτε πανικός. Η φωνή ξεκάθαρη.
– Από πότε;
– Σχεδόν ένα μήνα πριν” (σελ. 170).
Εδώ, λοιπόν, η Patricia Highsmith, η ιέρεια της αμοράλ ατιμωρησίας, θα βρει τον μάστορά της. Ο Μαιγκρέ θα αφήσει την απειλή της τιμωρίας να αιωρείται και, πραγματικά, θα φύγει για το Παρίσι!
Όμως, υπάρχει και άλλο αδύνατο σημείο, στην ιστορία των “Φλαμανδών”. Αποκαλύπτει η Άννα στον Μαιγκρέ: “- Όταν είδα ότι ο υπαστυνόμος μάς υποψιαζόταν και διεξήγε την έρευνα με επιμονή, σκέφτηκα ότι ο καλύτερος τρόπος για να κάνω τους κατοίκους να σωπάσουν θα ήταν να απευθυνθώ εγώ η ίδια στην Αστυνομία…” (σελ. 176). Ναι, ίσως αυτός, πράγματι, να ήταν ο καλύτερος τρόπος. Όπως ήταν και ο χείριστος, να δεχθεί τον αποτελεσματικότερο Επιθεωρητή-εγγύηση, για τη διαλεύκανση της υπόθεσης!… Το ερώτημα θα παραμένει, αν η μαγεία της γραφής συνιστά επαρκές άλλοθι, έναντι ενός ατελούς μύθου.
Επιλογικά, τώρα, και αν Μετς σημαίνει Αθήνα του μεσοπολέμου, και σοκολάτα, σημαίνει ΙΟΝ, η μετάφραση του Σιμενόν σημαίνει Αργυρώ Μακάρωφ. Ακόμα μία μετάφραση-επίδειξη-ιχνοσκόπηση της Σιμενόνιας ατμόσφαιρας, από τη Μακάρωφ? προσωπικά, αισθάνομαι υπόχρεως.
Αλλά, εδώ, έχουμε και ένα υπέροχο σώμα βιβλίου. Πανίσχυρη βιβλιοδεσία, κλασική γραμματοσειρά, πολυτονική εκδοχή, υποκίτρινο χαρτί, ό,τι το πιο έντιμα παλιομοδίτικο, άρα και συγγενέστερο προς τον μύθο που αγκαλιάζει. Αν κάτι λείπει από τις σελίδες τής ΑΓΡΑ είναι κάποια μυρωδιά μπαγιάτικου αλκοόλ ή ακόμα και καπνού πίπας. Στον αναγνώστη να επιλέξει και το σκηνικό τής Ανάγνωσης του “Ο Μαιγκρέ στους Φλαμανδούς”? προς αποφυγήν, οι Κυκλάδες, μεσημέρι, Αύγουστο μήνα…
- Ο Μεύσης πηγάζει στις Γαλλικές Αρδέννες και ακολουθώντας ένα απολύτως μαιανδρικό “δρομολόγιο” 925 χλμ., εκβάλλει σε ένα Ολλανδικό “φιόρδ” της Βόρειας Θάλασσας.
- Μιλάει η Άννα – Η φράση κλειδί: “Όλη η πόλη είναι εναντίον μας, επειδή είμαστε Φλαμανδοί και έχουμε λεφτά” (σελ. 23).
- Και, βέβαια, επανερχόμενοι στο στοιχείο “στατικότητα”, ο Μαιγκρέ των “Φλαμανδών” θα καλύψει τα γνώριμα 195 μέτρα, δηλαδή τον μέσο όρο βάδην απόστασης, κατά μυθιστόρημα, που επιφυλάσσει -αν δεν το επιτρέπει- στον Μαιγκρέ, ο συγγραφέας του…
- Η σκηνή βίας δεν πήρε περισσότερο της μισής σελίδας και ο Μαιγκρέ εμπλέκεται σε αυτήν, ενέργεια εξαιρετικά σπάνια, για τον Επιθεωρητή. Η σκηνή της αποκλιμάκωσης της έντασης, στο μπαρ: “Μετά, γυρίζοντας στον διπλανό του που δεν είχε καταλάβει τίποτα, πρόσθεσε: – Είχατε δηλώσει για ατού τα καρώ…” (σελ. 96). Σκηνή, έως έξοχη!