Georges Simenon (1903-1989)
Ο ανθρωπάκος από το Αρχάγκελσκ
(ΑΓΡΑ-2009)
Le petit homme d’Arkhangelsk (1956)
(Μετάφραση: Αργυρώ Μακάρωφ)
“Ο ανθρωπάκος από το Αρχάγκελσκ” θα πρέπει να είναι ένα από τα μη-Maigret κείμενα που εξασφάλισαν στον Simenon το εύσημο του “μεγαλύτερου γαλλόφωνου μυθιστοριογράφου, ανάμεσά μας” (Andre Zide). Όλα τα στοιχεία της μαγικής συνταγής του Simenon είναι εδώ: Ο κλειστοφοβικός κώδωνας της επαρχιακής ατμόσφαιρας, οι παρακμιακές φιγούρες των μπαρ, οι ρυθμοί όπως τους επιβάλλει η μικρόνοια, η καχυποψία και ο φθόνος των απέναντι, το ξενόφοβο όσων αέναα γυρνάνε και γερνούν στο εμβαδόν της μικρής κωμόπολης. Κι αυτά, σ’ ένα σκηνικό βροχής, ή ενός ήλιου στην ασθματική εκδοχή του. Και σε έναν ρυθμό αργό, νωθρό, όπου η κάθε σιωπή απειλή και η κάθε κίνηση υπαινιγμός, ο Simenon, μικροχειρουργός της ψυχής και του μυαλού να οδηγεί από ένα άσχετο σημείο εκκίνησης, σε ένα τέλος που ο καθένας περίπου προεξοφλεί.
Ο Ζονάς Μιλκ, Ρωσοεβραίος από το Αρχαγκέλσκ (“Αρχάγκελσκ” στην έξοχη μετάφραση – από πότε, αλήθεια, οι Γάλλοι τονίζουν στην παραλήγουσα;), το νεότερο μέλος μιας οικογένειας που έσπασε σε χίλια κομμάτια όταν οι μπολσεβίκοι γύρισαν το ποτάμι πίσω, θα βρεθεί στο τέλος ενός μαιάνδρου προσφυγιάς στην πλατεία της Παλαιάς Αγοράς, “σε μια κωμόπολη της περιοχής του Μπερρύ” (διοικητική περιοχή της Κεντρικής Γαλλίας). Πέντε αδελφές, χαμένες κάπου στη Ρωσία, ένας αδελφός που κατέληξε πολύ μικρός, ο πατέρας παλιός αιχμάλωτος των Γερμανών και στο τέλος ιδιοκτήτης του ιχθυοπωλείου “Παλίρροια”, επάνω στην πλατεία, αυτός, ο παλιός ιδιοκτήτης ενός “σημαντικού στόλου αλιευτικών”. Και, βέβαια, η μητέρα Μιλκ που δραπέτευσε από τη χώρα με τον μικρό Ζονάς στην αγκαλιά της. Γονείς πολύτιμοι που θα αφήσουν (εγκαταλείψουν;) τον νεαρό στη Γαλλία, κάποια στιγμή, σε αναζήτηση των κοριτσιών τους στη Ρωσία, και για να χαθούν κι’ αυτοί χωρίς να αφήσουν ίχνη. Κι ο Ζονάς; Στα σαράντα, πια, σε μια τρύπα, επάνω στη πλατεία της Παλαιάς Αγοράς “Γύρω του οι τοίχοι ήταν καλυμμένοι με παλιά βιβλία. Μέσα στην αποθήκη-γραφείο βρισκόταν μια μεγάλη θερμάστρα που τον χειμώνα την έκαιγε συνέχεια, από ευχαρίστηση, και σήμερα θα έπαιρνε όρκο ότι η μυρωδιά της ρέγγας πλανιόταν ακόμα στην κουζίνα” (σελ. 88).
Ο Ζονάς που είναι ένας περίεργος άνθρωπος. Λίγο “ειδικός”, λίγο ανεξιχνίαστος, λίγο “a part” ανάμεσα στους γείτονες της πλατείας, κάτι σαν το σωστό δεξί πόδι στο σωστό αριστερό παπούτσι. Μήπως γιατί από το μακρινό Αρχαγκέλσκ, μήπως γιατί ο απόηχος αριστοκρατών και πλουσίων, μήπως γιατί παλιός του καλού παριζιάνικου λυκείου Κοντορσέ, ή γιατί μόνιμα κρυμμένος πίσω από τα χοντρά γυαλιά του, μάτια-τροφίμους ενυδρείου; Επί πλέον, ο Ζονάς είναι ο σύζυγος της Τζίνα “Φορούσε ένα κόκκινο βαμβακερό φόρεμα, κολλητό πάνω στο σώμα της. Ποτέ δεν είχε τολμήσει να της πει τίποτα πάνω σ’ αυτό το θέμα. Είχε πλούσιο στήθος, τροφαντούς γοφούς και ζητούσε από τη μοδίστρα της τα φορέματα, κάτω από τα οποία φορούσε μόνο σουτιέν και κιλοτάκι, να είναι εντελώς εφαρμοστά, τόσο που όταν κινιόταν, μπορούσε κανείς να διακρίνει ακόμα τον αφαλό της” (σελ. 15)”. Ένας γάμος του νερού με τη φωτιά, η επιτομή των αμοιβαία αποκλειόμενων, ο Ζονάς σύζυγος της Τζίνα-ονείρωξης των αντρών της πλατείας, αλλά και πέρα από αυτήν, τα τελευταία δέκα χρόνια, και δεν είναι παρά εικοσιτεσσάρων, της Τζίνα των εραστών του δίωρου, της νύχτας, ή του διήμερου, όσο ήταν ελεύθερη, αλλά και τώρα, πλάι στον Ζονάς, τον σαραντάχρονο γέρο, τον βουτηγμένο στη μυρωδιά των παλιών βιβλίων και συλλέκτη-έμπορο ρωσικών γραμματοσήμων. Ζονάς και Τζίνα, ο γάμος κατά Simenon, ή γάμος-ελεγεία στην ασύμβατη διαφορετικότητα.
Και η Τζίνα, ένα βράδυ, θα φύγει. Για να γυρίσει; για να εξαφανιστεί; Και η πλατεία θα χάσει το σημείο αναφοράς, το φετίχ της. Η πληθωρική απουσία της θα γίνει αισθητή, ήδη το πρωινό που ακολούθησε “Αναρωτήθηκα μήπως ήταν άρρωστη. Δεν την πήρε το μάτι μου σήμερα το πρωί”, θα πει ο Φερνάν, για να προσθέσει ο χασάπης “Τώρα που το σκέφτομαι! Ούτε εγώ την είδα” (σελ. 12). Ο μπάρμαν, ο Φερνάν ο Τράγος, ο Ανσέλ ο χασάπης, ο Μπεναίς ο χωροφύλακας, ένα μάτσο επαρχιώτικων μετρητών παρουσίας/ απουσίας, πολύστροφοι βραδύνοες, ανήσυχοι στην αλλαγή του ρυθμού, αρχειοφύλακες συνηθειών ανεξέλικτων, αλάνθαστοι παρατηρητές/τιμητές τού απέναντι και ευκαιριακοί ηδονοβλεψίες. Το τελευταίο, όχι ενάντια στις ανοχές, της Τζίνα τουλάχιστον.
Και το πρόβλημα αρχίζει με ένα λάθος “Πήγε στην Μπουρζ”. Είναι η απάντηση που ο Ζονάς συστηματικά θα δίνει σε όποιον ρωτάει. Και είναι πολλοί. Και γιατί το ψέμα; “…από ντροπή βασικά, από έλλειψη ψυχραιμίας” (σελ. 9). Και θα την περιμένει, ανήσυχος για την Τζίνα, ανήσυχος και για τα σπάνια κομμάτια της συλλογής του που η Τζίνα, φεύγοντας, φρόντισε να απαλλοτριώσει, ταμπουρωμένος στη γωνιά του “Τριγύρω από την αγορά, όπου κυριαρχούσαν τόσο ωραίες μυρωδιές, όπου συσσωρεύονταν τόσες γευστικές λιχουδιές, οι τοίχοι ήταν γεμάτοι λαγούμια που αποτελούσαν για τα τρωκτικά ολάκερη κρυφή πόλη. Ευτυχώς, αρουραίοι και ποντίκια έβρισκαν αρκετή τροφή αλλού, ώστε να μην επιθυμούν να επιτεθούν στα βιβλία, κι έτσι ο Ζονάς δεν ανησυχούσε πλέον. Μερικές φορές τα ποντίκια έκοβαν βόλτες μέσα στο δωμάτιο ενώ κοιμόνταν με τη Τζίνα. Έρχονταν μέχρι τα πόδια του κρεβατιού, περίεργα θα έλεγες; Να δουν ανθρώπους να κοιμούνται κι η ανθρώπινη φωνή δεν τα τρόμαζε διόλου” (σελ. 24).
Θα αναδειχτεί ο ίδιος στο ποντίκι που θα γυρίζει μεσ’ το σπίτι, μόνος αυτός, αντιγράφοντας τις συνήθειες των δύο τους, κι όταν περπατάει έξω θα είναι στη σκιά, νυκτερινές βόλτες επάνω στα βήματα της Τζίνα, λες και αισιόδοξος ιχνηλάτης, για να καταλήγει να τρώει, όπως παλιά, στου Πεπίτο, και για να απαντά “Πήγε στη Μπουρζ”, και για να ξετυλίγει τις δύο του ζάχαρες πριν ακόμη έρθει ο καφές, στου Τράγου, και για να απαντά “Πήγε στη Μπουρζ”, και για να δέχεται τις επισκέψεις-επώδυνη εισβολή των Παλέστρι, πατέρα και αδελφού τής Τζίνα, του αλκοολικού και του άβολα μέσα στα ρούχα του, αντίστοιχα, και για να απαντά “Πήγε στη Μπουρζ”.
Στην αρχή ήταν από «ντροπή και έλλειψη ψυχραιμίας». Όμως, μετά; Όμως, στη συνέχεια; Γιατί, έλπιζε ότι η Τζίνα θα ξαναγύριζε; Ήταν λογικό; Και πότε θα γινόταν αυτό; Όταν εκείνη θα μετάνιωνε; Όταν θα ανακάλυπτε ότι ήταν αδύνατο να πουλήσει τη συλλογή του; Όταν κατέληγε ότι ήταν σημαντικό εκείνο, το μόνο, που της πρόσφερε; Η “ησυχία”; Καλοπιάνουν τον άνεμο; Αιχμαλωτίζουν το κύμα; Και ο Ζονάς θα περιμένει. Κάποτε, ήταν τα γραμματόσημα κάτω από τον φακό του. Τώρα, είναι ο ίδιος κάτω από τον φακό του φίλου, του γείτονα, του πελάτη, του φούρναρη («γιατί τρία κρουασάν και όχι πέντε, όπως παλιά»), που ρωτούν να μάθουν, τα προφανή, τα δημόσια, τα ιδιωτικά, τα μύχια. Που ρωτούν για τη Τζίνα. Που ρωτούν να μάθουν για τη Τζίνα; Να μάθουν τι για τη Τζίνα; Μα, η Τζίνα είναι γνωστή. Τα ξέρουν όλα γι’ αυτήν. Ρωτούν για τη Τζίνα, αλλά θέλουν να μάθουν γι’ αυτόν. Για τον Ζονάς, τον σιωπηλό, τον παλιό Εβραίο, αυτόν “που είχε τον τρόπο του” αφού, πριν τη Τζίνα, “έφερνε γυναίκα για το σπίτι, δύο φορές την εβδομάδα”, τον ξενόφερτο. Τον κάπου σαράντα χρόνια ανάμεσά τους. Αυτόν τον κάπου σαράντα χρόνια άγνωστο ξενόφερτο. “Θα έπαιρνε όρκο ότι τα πράγματα δεν θα είχαν εξελιχθεί με τον ίδιο τρόπο αν αυτό που του είχε συμβεί συνέβαινε σε έναν απ’ αυτούς. Από τη μια μέρα στην άλλη είχε ξαναγίνει ξένος, άνθρωπος μιας άλλης φυλής, ενός άλλου κόσμου, που ήρθε να φάει το ψωμί τους και να πάρει ένα από τα κορίτσια τους” (σελ. 147).
Για ν’ αρχίσουν τα μισόλογα. Που άλλα ο Ζονάς τ’ ακούει. Και άλλα τα γεννάει ο ίδιος. Μα αφού δεν έχει κάνει τίποτε, γιατί τον βλέπουν, έτσι; Και σε ποιον θα στραφούν όταν βρουν το διαμελισμένο πτώμα, στο χαντάκι; Υπερβολές, δεν υπάρχει κανένα διαμελισμένο πτώμα, σε κανένα χαντάκι. Υπάρχει μόνο στο πίσω μέρος του μυαλού του κάθε φίλου, του κάθε γείτονα, του κάθε πελάτη ή φούρναρη. Και, σίγουρα, του κάθε χωροφύλακα, ακόμα και του επιθεωρητή. Και όμως “– Ο επιθεωρητής είναι ένας άνθρωπος ιδιαίτερης ευφυΐας, και θα κατείχε από πολύ καιρό κάποια σημαντική θέση στο Παρίσι αν δεν ήθελε να ζει με την κόρη του. Ήταν διδάκτωρ νομικής στα είκοσιτρία του και ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του στο δικαστικό σώμα. Τυχαία βρέθηκε στην Αστυνομία” (σελ. 189).
Η κατάρρευση δεν θα έρθει με την επαφή της Αστυνομίας με τον Ζονάς. Οι ανακριτές του δεν θα συμπεράνουν ποτέ ποιον έχουν απέναντί τους. Εξ άλλου, ανακριτές δεν είναι οι απέναντί του, είναι οι γύρω του “…ο Ζονάς έριξε μια μηχανική ματιά προς το μαγαζί και διέκρινε διάφορα πρόσωπα κολλημένα στη βιτρίνα του. Είχε μάλιστα την εντύπωση ότι ένας πιτσιρίκος πρέπει να είχε μπει μέσα στο σπίτι και να βγήκε τρέχοντας, προκαλώντας θυμηδία” (σελ.197), ή, “Μια μικρή ομάδα έξω εξακολουθούσε να κοιτάζει το σπίτι, και ο Ζονάς δεν έριξε καν μια ματιά για να δει ποιοι την αποτελούσαν – για εκείνον δεν ήταν παρά μια ζωντανή κηλίδα μες στον ήλιο” (σελ. 199). Ο Ζονάς δεν έχει, πλέον, επαφή “…Είχε περάσει από την άλλη πλευρά. Περίμενε στωικά να τελειώσουν οι δύο άντρες, και όταν επί τέλους αποφάσισαν να φύγουν, έβγαλε τον σύρτη και κλείδωσε την πόρτα κανονικά πίσω τους. Αυτό δεν ήταν πλέον το σπίτι του. Τα έπιπλα, τα αντικείμενα παρέμεναν στη θέση τους. Θα μπορούσε ακόμη να βρει το καθετί με κλειστά τα μάτια, όμως κάθε επικοινωνία είχε πάψει να υφίσταται” (σελ. 199). Λοιπόν, ποιες, κατά τη γνώμη σας, είναι, πλέον, οι επιλογές; (πληθυντικός του πλεονασμού…).
Η σκηνή της “ανάκρισης” του δύσμοιρου Ζονάς από τον υπαστυνόμο Μπασκέν διαθέτει όλα τα στοιχεία του κλασικού. Ο Μπασκέν βάζει τις ερωτήσεις, με το ένα πόδι στον ανακριτή, το άλλο σε κάποιον που προσπαθεί να καταλάβει τα όρια ανάμεσα στην κατανόηση και στην υποταγή. Στο τέλος της “ανάκρισης”, όπως στο τέλος της κάθε συνομιλίας με τον Ζονάς, ο Μπασκέν θα φαίνεται το ίδιο μπερδεμένος και αναποφάσιστος, αν έχει απέναντί του τον απόλυτο εγκληματία, ή τον ανεπανόρθωτα ερωτευμένο, ή, απλά, τον τέλεια ηλίθιο:
“Ο Μπασκέν τον παρατηρούσε σοβαρός, αλλά χωρίς αυστηρότητα, χωρίς αντιπάθεια. Από την πλευρά του ο Ζονάς έβρισκε φυσικό ότι έκανε τη δουλειά του και προτιμούσε που ήταν αυτός κι όχι κάποιος άλλος. Ο επιθεωρητής σίγουρα θα τον καταλάβαινε.
-Είχε ήδη ξανασυμβεί στην Τζίνα… άρχισε να λέει, ντροπιασμένος.
-Το γνωρίζω. Όμως ποτέ δεν έλειψε τέσσερις μέρες, έτσι δεν είναι; Και πάντα υπήρχε κάποιος που ήξερε πού βρισκόταν.
Τι ήθελε να πει μ’ αυτό; Αυτό σήμαινε πώς όταν έφευγε η Τζίνα το έλεγε σε κάποιον, στον αδελφό της, για παράδειγμα, ή σε κάποια από τις φίλες της, στην Κλεμάνς; Ο Μπασκέν δεν μπορεί να ξεστόμισε αυτήν τη φράση έτσι, τυχαία. Ήξερε τι έλεγε, φαινόταν μάλιστα να γνωρίζει πολύ περισσότερα από τον Ζονάς.
-Μαλώσατε την Τετάρτη;
Ποτέ δεν έχουμε μαλώσει, τ’ ορκίζομαι.
Μπήκε η κυρία Λαλεμάν, η μητέρα της νεαρής ανάπηρης, για να ανταλλάξει τα δύο βιβλία και η συζήτηση διακόπηκε. Άραγε είχε ακούσει κάποιες φήμες; Φαινόταν να γνωρίζει τον υπαστυνόμο, πάντως ήξερε ποιος ήταν, γιατί φάνηκε αμήχανη και είπε:
-Δώστε μου δύο, οτιδήποτε περιεχομένου.
Άραγε είχε καταλάβει ότι ο βιβλιοπώλης περνούσε από κανονική ανάκριση; Βιάστηκε να φύγει σαν κάποιον που αισθάνεται ότι περισσεύει και, σ’ αυτό το διάστημα, ο Μπασκέν, αφού ξανάβαλε το βιβλίο που κρατούσε στο ράφι, είχε ανάψει τσιγάρο.
-Ακόμη κι όταν είχε περάσει τη νύχτα έξω; Ξανάρχισε εκεί που είχαν σταματήσει.
Ο Ζονάς απάντησε δυναμικά:
-Ακόμα και τότε. Δεν της είχα κάνει ούτε μία παρατήρηση.
Είδε τον υπαστυνόμο που έσμιξε τα φρύδια του και κατάλαβε ότι ήταν δύσκολο να τον πιστέψει. Και όμως, έλεγε την αλήθεια.
-Θέλετε να με κάνετε να πιστέψω ότι αυτό σας ήταν αδιάφορο;
-Με πονούσε.
-Και αποφεύγατε να της το δείξετε;
Αυτό που διάβασε στα μάτια του Μπασκέν ήταν αληθινή περιέργεια, που μπορεί να μην είχε να κάνει με το επάγγελμά του, και ο Ζονάς θέλησε να τον κάνει να αντιληφθεί το βάθος της σκέψης του. Το πρόσωπό του είχε ιδρώσει και τα γυαλιά του είχαν αρχίσει να θαμπώνουν.
-Δεν είχα ανάγκη να της το δείξω. Το ήξερε. Στην πραγματικότητα ντρεπόταν, αλλά δεν θα άφηνε την ντροπή της να φανεί για τίποτα στον κόσμο.
-Ντρεπόταν η Τζίνα;
Ο Ζονάς ανασηκώνοντας το κεφάλι, φώναξε σχεδόν, τόσο ήταν σίγουρος ότι ήταν αλήθεια:
-Ναι! Και θα ήταν σκληρό να την κάνω να ντραπεί περισσότερο. Δεν θα είχε χρησιμεύσει σε τίποτα. Το καταλαβαίνετε; Δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά. Ήταν στη φύση της…
Ο υπαστυνόμος τον κοίταζε άναυδος έτσι που φώναζε, και ο Ζονάς είχε την ελπίδα ότι τον είχε πείσει.
-Δεν είχα κανένα δικαίωμα να της κάνω παρατηρήσεις.
-Είστε ο σύζυγός της.
-Φυσικά… ψιθύρισε απογοητευμένος, καταλαβαίνοντας ότι πολύ γρήγορα βιάστηκε να ελπίσει.
-Πόσες φορές συνέβη αυτό σε δύο χρόνια; Γιατί είναι δυο χρόνια που παντρευτήκατε, έτσι δεν είναι;
-Κλείσαμε δυο χρόνια πριν ένα μήνα. Δεν τις μέτρησα.
Δεν ήταν αλήθεια. Θα μπορούσε να τις θυμηθεί πολύ γρήγορα, όμως δεν είχε καμία σημασία, και αυτή η ερώτηση του θύμισε τις ερωτήσεις που κάνει ο ιερέας στην εξομολόγηση.
-Η τελευταία;
-Πριν από έξη μήνες.
-Μάθατε με ποιον;
Πάλι σήκωσε τον τόνο της φωνής του.
-Όχι! Όχι! Γιατί να έψαχνα να μάθω;
Και σε τι θα ωφελούσε να μάθει με ποιον άντρα είχε πλαγιάσει η Τζίνα; Για να έχει ακόμη πιο σαφείς εικόνες στο μυαλό του και να υποφέρει περισσότερο;
-Την αγαπάτε;
-Ναι, απάντησε ψιθυριστά σχεδόν.
Δεν του άρεσε να μιλάει γι’ αυτό, γιατί ήταν κάτι που δε αφορούσε παρά μόνο τον ίδιο.
-Εν ολίγοις, την αγαπάτε, αλλά δεν τη ζηλεύετε.
Αυτό δεν ήταν ερώτηση. Ήταν ένα συμπέρασμα, πάνω στο οποίο δεν θέλησε να επεκταθεί. Ήταν αποθαρρυμένος. Δεν ήταν πλέον η ψυχρότητα που έδειξαν λίγο-πολύ οι κάτοικοι της αγοράς αυτό το οποίο αντιμετώπιζε, αλλά η λογική ενός ανθρώπου που, λόγω του επαγγέλματός του, θα έπρεπε να ήταν σε θέση να καταλάβει.” (Σελ. 133-136).