Γεωργακόπουλος vs Παγουλάτος και η απάντηση

Θανάσης Γεωργακόπουλος Γιώργος Παγουλάτος 16 Δεκ 2015

Μια ενδιαφέρουσα συζήτηση ξεκίνησε με αφορμή το άρθρο του καθηγητή Γιώργου Παγουλάτου στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ (13/12), μέ τίτλο «Θα έπρεπε να στηριχθεί ο Τσίπρας στο ασφαλιστικό;» και αφορούσε στη στάση που θα πρέπει να κρατήσει η ευρωπαϊκή αντιπολίτευση έναντι της κυβέρνησης, κυρίως στο θέμα της μεταρρύθμισης του Ασφαλιστικού.

Η «Μεταρρύθμιση»  δημοσίευσε τρία άρθρα απάντηση στο άρθρο του κ.Παγουλάτου, του Θανάση Γεωργακόπουλου, του Γιάννη Μεϊμάρογλου και του Ιωακείμ Γρυσπολάκη.

Αναπτύχθηκε παράλληλα ένας διάλογος, τόσο μέσω της «Μεταρρύθμισης», όσο και στα κοινωνικά δίκτυα. Ο κ. Παγουλάτος απάντησε στον κ. Γεωργακόπουλο για την κριτική που του ασκεί στις θέσεις του για στήριξη της κυβέρνησης στο θέμα του Ασφαλιστικού.

Παραθέτουμε τον διάλογο αυτό μεταξύ των δύο αρθρογράφων:

Γιώργος Παγουλάτος:
Η απάντησή μου στο Θανάση Γεωργακόπουλο (άρθρο του στη Μεταρρύθμιση)
Θανάση, να ξεκινήσω από τα προφανή. Το να αντικρούεις τα επιχειρήματά μου είναι ένα πράγμα, το να διαστρέφεις τη διατύπωσή μου είναι άλλο. Επειδή προσέχω τις λέξεις μου, μου αποδίδεις μια φράση και μάλιστα σε εισαγωγικά: «έκανε στροφή προς τη σοσιαλδημοκρατία γρηγορότερα από τον Α. Παπανδρέου». Αυτή η φράση δεν υπάρχει πουθενά στο άρθρο μου. Θα ήταν βλακώδης. Η φράση που χρησιμοποίησα ήταν «ο Τσίπρας έκανε την αναγκαστική στροφή στο ρεαλισμό ταχύτερα από ό,τι ο Α. Παπανδρέου τη στροφή του ΠΑΣΟΚ στην ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία». Ρεαλισμό και μάλιστα αναγκαστικό απέδωσα στον Τσίπρα όχι σοσιαλδημοκρατία. Διαφωνείς με αυτό; Όπως καταλαβαίνεις υπάρχει ουσιωδέστατη διαφορά. Αντιθέτως γράφω ρητά ότι ο Τσίπρας δεν συνδέεται με τις αξίες της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας. Αν πρόκειται να διαφωνήσουμε τουλάχιστον ας το κάνουμε επί αυτών που έχουμε ο καθένας γράψει και όχι με ελεύθερες διασκευές. Επομένως και όλος ο λοιπός σχολιασμός σου του συγκεκριμένου παρέλκει. Να συμφωνήσουμε λοιπόν ότι δεν είπα πουθενά ότι ο Τσίπρας έγινε σοσιαλδημοκράτης;

Δεύτερον, στο προηγούμενο άρθρο μου στην Καθημερινή («Γιατί ήρθε η ώρα της συναίνεσης στο ασφαλιστικό») έγραψα ότι η αντιπολίτευση πρέπει να πατήσει στην (τακτικίστικη) πρόσκληση για συναίνεση, και να την διευρύνει, να διευρύνει την ατζέντα, ανεβάζοντας τις δικές της μεταρρυθμιστικές προτάσεις. «Αν ο Τσίπρας ελλείψει συναίνεσης απαντήσει στο πρόβλημα με ημίμετρα, το μεταθέσει για το μέλλον, τότε αυτό απλώς θα σκάσει στα χέρια του επόμενου», έγραψα. Επομένως προφανώς δεν θα πάει η αντιπολίτευση για να χειροκροτήσει τις προτάσεις Κατρούγκαλου (ποιές είναι;) ή τις απαράδεκτες αυξήσεις στις εργοδοτικές εισφορές, αλλά ακριβώς το αντίθετο. θα βάλει πλάτη απορροφώντας μέρος του πολιτικού κόστους και σε αντάλλαγμα θα ανεβάσει τον μεταρρυθμιστικό πήχη. Επίσης, απαντάς (όπως και πάρα πολλά από τα σχόλια που διάβασα) σε ένα άρθρο επί της αρχής με επιχειρήματα επί της διαδικασίας. Το πως ακριβως, υπό ποιές διαδικασίες, με ποια τακτική θα επιλέξει η αντιπολίτευση να πάρει την πρωτοβουλία να στηρίξει μια διακομματική μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού θα το επιλέξει η ίδια. Εγω έγραψα ότι μια μείζων, μέγιστη αλλαγή όπως στο ασφαλιστικό πρέπει να είναι διακομματική, και να είναι πραγματική μεταρρύθμιση και όχι μπαλώματα. Στη βάση αυτή μπορεί να αξιοποιηθεί και η πρόταση της ΑΕΚΑ όπως και της επιτροπής Κατρούγκαλου την οποία αφού η κυβέρνηση έβγαλε στη σέντρα στη συνέχεια με το γνωστό άθλιο τακτικισμό της άδειασε. Διακομματική μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού έκαναν πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες, με πολύ σοβαρότερο δημοκρατικό πολιτισμό από τον δικό μας -και χωρίς να βρίσκονται στη μεγαλύτερη μεταπολεμική κρίση της ιστορίας τους, όπως εμείς. Αν πάλι είσαι τόσο ολιγαρκής και σε ικανοποιεί το business as usual του πολιτικού τακτικισμού (τα ευρωπαϊκά κόμματα, που ψήφισαν και εφάρμοσαν δυο μνημόνια, τώρα, ελέω αντιπολίτευσης, να βγαίνουν στα αντιμνημονιακά κεραμίδια σφυρίζοντας αδιάφορα ενώ η χώρα βυθίζεται) τότε ΟΚ, ο καθείς με τις επιλογές του. Εγώ λέω ότι η χώρα δεν σηκώνει πια αυτού του είδους την μικροπολιτική, και το ότι κυβερνά ο χείριστος των δημαγωγών Τσίπρας δεν απαλλάσσει τα φιλοευρωπαϊκά κόμματα από τις εθνικές τους ευθύνες. Ο πήχης της ευθύνης που πρέπει να απαιτούμε από τα φιλοευρωπαϊκά κόμματα του κέντρου και της κεντροαριστεράς πρέπει να είναι πολύ υψηλότερος, ιδίως σε αυτή την ιστορική συγκυρία. Αυτά.

Και κάτι ακόμα. Υποστήριξα ότι η διακομματική ψήφιση του 3ου Μνημονίου ήταν η κορυφαία πράξη εθνικής ευθύνης των τριών κομμάτων της αντιπολίτευσης. Λες ότι θα έπρεπε να είχαν θέσει ως όρους το bonus και το χρόνο των εκλογών. Ως προς το πρώτο πιθανόν να ήταν έτσι. Επέτρεπαν οι δραματικές εκείνες ώρες τέτοιου είδους διαπραγμάτευση; Νομίζω πως όχι. Ως προς το χρόνο των εκλογών, εκ του αποτελέσματος η κατάσταση στο πεδίο της κυβερνητικής σταθερότητας ξεκαθάρισε. Αυτό ήταν το μείζον ζητούμενο, βραχυπρόθεσμα, για να εφαρμοστεί άμεσα το Μνημόνιο, να γίνει η ανακεφαλαιοποίηση, να βγούμε το ταχύτερο από την καταστροφή των capital controls που η κυβέρνηση Τσίπρα Ι φόρτωσε στη χώρα. Ακόμα και αυτή η κάκιστη κυβέρνηση Τσίπρα ΙΙ είναι καλύτερη από την άθλια κυβέρνηση Τσίπρα Ι, τη χειρότερη στην πρόσφατη ιστορία της χώρας. Η Βουλή απαλλάχθηκε από τους Λαφαζάνηδες, τη Ζωή και το λοιπό νεοκομμουνιστικό και γιακωβίνικο συρφετό. Δεν μπορεί να θεωρείς ότι θα είμασταν καλύτερα με την προηγούμενη Βουλή.

Θανάσης Γεωργακόπουλος

Αγαπητέ Γιώργο, όσον αφορά την εισαγωγική σου παρατήρηση, πράγματι η φράση «έκανε στροφή προς τη σοσιαλδημοκρατία γρηγορότερα από τον Α. Παπανδρέου» δεν ήταν διατυπωμένη στο κείμενό σου και τη χρησιμοποίησα για λόγους συντομίας. Πράγματι τον όρο σοσιαλδημοκρατική στροφή τον χρησιμοποιείς για τον Α. Παπανδρέου ενώ για τον Τσίπρα μιλάς για ρεαλισμό. Όμως μην παίζουμε μεταξύ μας τις κουμπάρες. Όταν αμέσως μετά λες «… ήδη βρίσκεται κοντύτερα στους Σοσιαλιστές του Ολάντ και του Ρέντσι από ό,τι στους παλαιούς του συντρόφους …», δεν είναι προφανές πως η -υποτιθέμενη- διάκριση ρεαλισμού (Τσίπρα) και σοσιαδημοκρατικής στροφής (Α. Παπανδρέου) που προηγείται δεν έχει να κάνει με την ουσία αλλά με τα …ελληνικά; Τέλος πάντων το θέμα είναι η ουσία. Ας συμφωνήσουμε, λοιπόν, σ’ αυτήν.

Κατά τα άλλα είμαι ο τελευταίος που επιθυμεί μια ανεύθυνη αντιπολίτευση η οποία επιδίδεται σε στείρους τακτικισμούς και δημαγωγία. Αντίθετα θεωρούσα -εξ… αρχαιοτάτων χρόνων- πως η αντιπολίτευση που ασκείς σήμερα ιχνογραφεί το πως θα κυβερνήσεις αύριο. Κι αν… κατουρήσεις στη θάλασσα το βρίσκεις στο αλάτι. Τούτου δοθέντος «προειδοποίησα» μετεκλογικά πως μετά από τα προεκλογικά «δεξιά λάθη» δεν πρέπει τώρα να περάσει στα «αριστερά λάθη», παραλαμβάνοντας την αντιμνημονιακή σκυτάλη και ασκώντας μηδενιστική και δημαγωγική αντιπολίτευση. Γι αυτό και «ανέσυρα» πριν λίγο καιρό την παλιά πρόταση της ΑΕΚΑ για το ασφαλιστικό που διατηρεί την επικαιρότητά της και γι αυτό έβγαλα φλύκταινες όταν άκουσα πως ο πρωθυπουργός στην πρόσφατη (και απαράδεκτη) σύσκεψη κορυφής πρότεινε ως κοινό τόπο τη «μη μείωση των συντάξεων» και ορισμένα κόμματα της αντιπολιτευσης έσπευσαν ρητορικά να συμφωνήσουν, ανεξαρτήτως αν δε συνυπέγραψαν σχετικό κείμενο.
Πράγματι οι μεταρρυθμίσεις σε άλλες χώρες ήταν διακομματικές αλλά η εκπόνησή τους πήρε χρόνο και οι διαδικασίες ήταν ουσιαστικά και όχι προσχηματικά συναινετικές. Είχαμε και στην πατρίδα μας τέτοιες ευκαιρίες αλλά τις σπαταλήσαμε και οι σχετικές ευθύνες είναι γνωστές.
Βρισκόμαστε τώρα μπροστά σε κάτι τέτοιο; Καταφανώς και όχι. Η κυβέρνηση δε θέλει ένα νέο ασφαλιστικό σύστημα αλλά προσπαθεί ένα γρήγορο «πασάλειμα» που να ανταποκρίνεται τσάτρα-πάτρα στη μνημονιακή δέσμευση για μείωση του σχετικού ποσού κατά το 1% του ΑΕΠ. Πρέπει να παράσχουν συναίνεση σ’ αυτό τα κόμματα της αντιπολίτευσης; Κατά τη γνώμη μου όχι. Πρώτον, για προφανείς γενικότερους πολιτικούς λόγους. Αν κρίνει ο ΣΥΡΙΖΑ πως δεν έχει την πλειοψηφία (πάλι) να περάσει το… «πασάλειμα», πρέπει να κάνει τις κατάλληλες συναινετικές ενέργειες ώστε να διαμορφωθεί η νέα πλειοψηφία, αντί να απειλεί με εξεταστική για το PSI και να κινείται με το καραγκιόζειο σχήμα «τα δικά μου δικά μου και τα δικά σου δικά μου». Δεύτερον, επειδή το «πασάλειμα», κατ’ ουσίαν, θα σπρώξει το πρόβλημα κάτω από το χαλί και σε λίγα χρόνια θα απαιτούνται νέες περικοπές.
Βέβαια, η άρνηση υπερψήφισης από τα κόμματα της αντιπολίτευσης είναι κρίσιμο να γίνει από ultra μεταρρυθμιστική σκοπιά. Να αντιπροταθούν, δηλαδή, εκδοχές ενός πραγματικά νέου ασφαλιστικού συστήματος. Ίσως να ήταν χρησιμότερο, λοιπόν, αντί να αντιπαρατιθέμεθα επί θεμάτων αντιπολιτευτικής τακτικής να οργανώναμε μια απόπειρα εκπόνησης μιας προοδευτικής-μεταρρυθμιστικής εναλλακτικής πρότασης. Ιδού στάδιο δόξης Γιώργος Παγουλάτος. Τι λες επ’ αυτού;

Το κύριο πολιτικό θέμα το καλοκαίρι δεν ήταν η απαλλαγή της ΒΟΥΛΗΣ από τους Λαφαζάνηδες αλλά της ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ και του ΣΥΡΙΖΑ απ’ αυτούς. Από τη στιγμή που αυτό επετεύχθη η Βουλή θα μπορούσε να συνεχίσει με κυβέρνηση έκτακτης ανάγκης για συκεκριμένο και συμφωνημένο διάστημα, με τη στήριξη των κομμάτων που υπερψήφισαν το 3ο μνημόνιο. Αν αυτό δε συζητήθηκε στην πρώτη σύσκεψη όπου -βλακωδώς με πρόταση Θεοδωράκη- δεν τηρήθηκαν πρακτικά- θα μπορούσε να συζητηθεί σε μια δεύτερη σύσκεψη κορυφής που μπορούσαν να απαιτήσουν τα κόμματα της αντιπολίτευσης αμέσως μετά την επιστροφή από τη… 17ωρη διαπραγμάτευση, την οποία ο Τσίπρας έκανε μόνος του, παρότι τα κόμματα της αντιπολίτευσης είχαν προσφερθεί τότε να συμμετάσχουν σε εθνική ομάδα διαπραγμάτευσης. Να σου υπενθυμίσω, επίσης, πως από το πέρας της διαπραγμάτευσης έως τη -ξαφνική- ψήφιση του μνημονίου παραμονές δεκαπενταύγουστου, πέρασε αρκετό χρονικό διάστημα, όπου όλα αυτά θα μπορούσαν να συζητηθούν. Να σου θυμίσω, επίσης, την απάτη Τσίπρα στις 24 Ιουλίου με τη διαβεβαίωση πως δεν πρόκειται να προσφύγει σε εκλογές. Ασφαλιστική δικλείδα για το χρόνο των εκλογών δε μπορούσε να είναι μόνο η κατάργηση του bonus των 50 εδρών (ή η σμίκρυνσή του με την οποία συμφωνούσε τότε και η Ν.Δ.), πράγμα που θα οδηγούσε στην ανταπόκριση του εκλογικού συστήματος στους νέους κομματικούς συσχετισμούς. Και εδώ οι «όροι» που λέω εγώ τώρα (και κάποιοι είπαν και τότε) εμπλέκονται με τις ¨ «δραματικές ώρες» που γράφεις, καθώς όπως αποδεικνύεται και σήμερα είναι αδύνατο να βγούμε πέρα με κυβερνητικές πλειοψηφίες που σε εκλογικό επίπεδο εκπροσωπούν το 40%, περίπου, του λαού. Δυστυχώς, όμως, τα κόμματα της αντιπολίτευσης έκαναν αυτό που αποκαλώ «δεξιό λάθος» παραδίδοντας την πολιτική πρωτοβουλία ολοσχερώς στον Αλ. Τσίπρα και μη απαιτώντας τίποτα από τα προηγούμενα. Χαρακτηριστικό δείγμα προς τούτο ήταν, άλλωστε, και η άρνησή τους να καταθέσουν πρόταση μομφής στην τότε Πρόεδρο της Βουλής.

,