Δομικό στοιχείο στην ιστορική διαδρομή της ανθρωπότητας μέχρι τώρα είναι η ανταγωνιστική οπτική τόσο στο γεωπολιτικό πεδίο όσο και στο εσωτερικό των κοινωνιών, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι παρενέργειες, όταν ο προσανατολισμός της δεν οριοθετείται από το ανθρώπινο και το κοινωνικό συμφέρον και παράλληλα δεν συνυπολογίζει, ότι η διαμόρφωση συνθηκών παγκοσμιοποίησης και πλανητικών διαστάσεων προβλημάτων (κλιματική αλλαγή, μαζικές μετακινήσεις πληθυσμών, πανδημίες κ.λ.π.) ουσιαστικά επιβάλλουν την κοινή πορεία και βίωση της πραγματικότητας και όχι την ανταγωνιστική και εθνικιστική διαχείριση της εξέλιξης.
Είναι εμφανές, ότι το πολιτικό σύστημα όχι μόνο δεν διαπνέεται από αυτές τις αξίες, αλλά ακόμη χειρότερα συνεχίζει να παίρνει πολιτικές αποφάσεις, οι οποίες απειλούν μέχρι και την βιωσιμότητα των ανθρώπων και της βιοποικιλότητας.
Σύμφωνα με τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών λόγω ξηρασίας εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής μέχρι το τέλος Μαϊου 2022 έπρεπε να φύγουν από τα χωριά τους στη Σομαλία 805.000 άνθρωποι. Μάλιστα 33.000 άτομα εγκατέλειψαν τα σπίτια τους τον Μάϊο, δηλαδή 28% περισσότερα από τον Απρίλιο.
Επίσης σύμφωνα με στοιχεία της κυβέρνησης της Σομαλίας 6 εκατομμύρια άνθρωποι ζουν σε συνθήκες πείνας. Ο συνολικός πληθυσμός της Σομαλίας είναι 16 εκατομμύρια. Τα προβλήματα βέβαια είναι πολύ περισσότερα. Συχνά οι πολίτες αυτής της χώρας υφίστανται την βία από τους ισλαμιστές al-Shabaab.
Γενικότερα στο πλαίσιο της ετήσιας έκθεσης της Ύπατης Αρμοστείας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών γνωστοποιήθηκε, ότι μέχρι το τέλος του 2021 αναγκάσθηκαν να εγκαταλείψουν τις πατρίδες και τα σπίτια τους 89,3 εκατομμύρια άνθρωποι, δηλαδή 8% αύξηση σε σύγκριση με την προηγούμενη χρονιά. Είναι δε αξιοσημείωτο, ότι το 42% των προσφύγων είναι παιδιά.
Και ενώ ένα μεγάλο μέρος του παγκόσμιου πληθυσμού βιώνει αυτές τις συνθήκες με αποτέλεσμα τις μαζικές μετακινήσεις πληθυσμών, την αύξηση των κοινωνικών ανισοτήτων, την πείνα, την φτώχεια, την διαμόρφωση των προϋποθέσεων για την ανάπτυξη του ρατσισμού και την πρόκληση αναταράξεων στις κοινωνίες υποδοχής των προσφύγων, σύμφωνα με τον Hans M. Kristensen, επιστημονικό συνεργάτη στο Stockholm International Peace Research Institute (SIPRI, Διεθνές Ινστιτούτο Έρευνας για την Ειρήνη στη Στοκχόλμη), «υπάρχουν δείγματα, ότι οι μειώσεις των πυρηνικών όπλων, που παρατηρήθηκαν μετά το τέλος του ψυχρού πολέμου σε παγκόσμιο επίπεδο, τελείωσαν».
Σύμφωνα με το σουηδικό ινστιτούτο οι 12.705 πυρηνικές κεφαλές, που διαθέτουν οι πυρηνικές δυνάμεις, θα αρχίσουν να αυξάνονται την επόμενη 10ετία. Το 90% των πυρηνικών κεφαλών διαθέτουν η Ρωσία (5.977) και οι Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής (5.428). Τώρα τόσο η Ρωσία όσο και οι ΗΠΑ επενδύουν σε προγράμματα εκσυγχρονισμού των πυρηνικών οπλικών συστημάτων. Το ίδιο κάνουν και οι υπόλοιπες πυρηνικές δυνάμεις, δηλαδή η Μεγάλη Βρετανία, η Γαλλία, η Κίνα, η Ινδία, το Πακιστάν, το Ισραήλ και η Βόρεια Κορέα. Ιδιαιτέρως η Κίνα και η Μεγάλη Βρετανία επενδύουν επιπλέον στην διεύρυνση του πυρηνικού εξοπλισμού.
Η Ρωσία με αφετηρία τον πόλεμο στην Ουκρανία απειλεί και με την χρήση πυρηνικών κεφαλών στο πλαίσιο της αντιπαράθεσης με το ΝΑΤΟ, το οποίο τροφοδοτεί με οπλισμό τον ουκρανικό στρατό.
Σημειώνεται, ότι η κυβέρνηση της Γερμανίας τους πρώτους 3 μήνες του πολέμου στην Ουκρανία προχώρησε στην έγκριση 350,1 εκατομμυρίων ευρώ για την διάθεση οπλικών συστημάτων στις στρατιωτικές δυνάμεις αυτής της χώρας. Οι Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής από την αρχή του πολέμου μέχρι την 1η Ιουνίου 2022 έστειλαν στην Ουκρανία οπλικά συστήματα αξίας 4,6 δισεκατομμυρίων δολαρίων (4,37 δισεκατομμύρια ευρώ).
Αντί να δαπανώνται δισεκατομμύρια για πολέμους και εξοπλισμούς, που αφαιρούν ζωές, καταστρέφουν το περιβάλλον και τις υποδομές, στις οποίες ζουν άνθρωποι, θα ήταν πολύ χρήσιμο να επενδύονται για την μείωση των ανισοτήτων και την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, ώστε να αποκατασταθούν βιώσιμες συνθήκες σε πλανητικό επίπεδο και να διασφαλισθεί η ευημερία σε συνθήκες ειρήνης.
Το πολιτικό σύστημα με την συμβολή του στην αναπαραγωγή ενός μη λειτουργικού και με υψηλό βαθμό διακινδύνευσης συστήματος κοινωνικής οργάνωσης σε παγκόσμια κλίμακα δεν λειτουργεί με σημείο αναφοράς το ανθρώπινο και το κοινωνικό συμφέρον καθώς και την βιωσιμότητα του ανθρώπου και της βιοποικιλότητας.
Οι κοινωνίες, εάν συνεχίσουν αυτή την πορεία, χωρίς να αντιδράσουν στο πλαίσιο του δημοκρατικού διαλόγου ως συλλογικά υποκείμενα με την ανάληψη της ευθύνης από τις δομές της κοινωνίας πολιτών, θα συμβάλλουν στην επιτάχυνση της αυτοκαταστροφικής πορείας, ενώ παράλληλα θα δρομολογηθούν διεργασίες στο κοινωνικό πεδίο, οι οποίες θα υπερβαίνουν τα όρια αντοχής και ανοχής του κοινωνικού συστήματος.
Επειδή η ροή του χρόνου είναι ταχύτατη και απαιτεί ανάλογη διαχείριση για να ελέγχεται από τους πολίτες η εξέλιξη, είναι ζωτικής σημασίας ανάγκη η άμεση έναρξη διαλόγου εθνικών διαστάσεων στο επίπεδο της κοινωνίας πολιτών με στόχο την διαμόρφωση και γενίκευση μιας οπτικής, η οποία οριοθετείται από το ανθρώπινο και το κοινωνικό συμφέρον σε μια παγκόσμια πραγματικότητα, η οποία συγκροτείται από κοινωνίες με συνεκτικές σχέσεις, που εκφράζονται και στο πολιτικό πεδίο.
Η ανταγωνιστική γεωπολιτική οπτική ουσιαστικά υποσκάπτει την ευημερία σε συνθήκες ειρήνης και αυξάνει τον βαθμό διακινδύνευσης της πορείας προς το μέλλον. Ο πόλεμος στην Ουκρανία και η γενικότερη διαχείριση του στο γεωπολιτικό πεδίο (με την επιβολή κυρώσεων χωρίς συνυπολογισμό των επιπτώσεων στην παγκόσμια κοινότητα) είναι πολύ καλό παράδειγμα. Οι παρενέργειες βιώνονται σε πολλούς τομείς, από τον επισιτιστικό και τον ενεργειακό μέχρι τον οικονομικό και τον κοινωνικό, με την ακρίβεια, την ραγδαία αύξηση των κοινωνικών ανισοτήτων και τις μαζικές μετακινήσεις πληθυσμών (π.χ. ουκρανοί πρόσφυγες λόγω του πολέμου).
Για να είναι βέβαια λειτουργική και αποτελεσματική η ενεργοποίηση της κοινωνίας πολιτών, θα πρέπει να έχει όχι μόνο εθνικές αλλά και παγκόσμιες διαστάσεις. Αυτό επιβάλλει την οικοδόμηση δικτύων τόσο σε εθνικό όσο και σε πλανητικό επίπεδο, στα οποία θα συμμετέχουν οι δομές της κοινωνίας πολιτών με στόχο την διαμόρφωση κοινωνικών κινημάτων, τα οποία στο πλαίσιο του δημοκρατικού διαλόγου θα εκφράζουν το ανθρώπινο και το κοινωνικό συμφέρον.
Με αυτό τον τρόπο θα ενεργοποιούνται οι πολίτες ως ατομικά και συλλογικά υποκείμενα, τα οποία έχουν γνώση της πραγματικότητας και συνειδητοποιούν την κοινωνική τους ευθύνη για την κατεύθυνση της πορείας. Αυτό θα έχει προεκτάσεις και στο πολιτικό πεδίο, διότι οι κοινωνίες θα υπερβαίνουν τον ρόλο του εκλογικού εργαλείου στο πλαίσιο της επικοινωνιακής διαχείρισης της πολιτικής από το ένα μέρος και από το άλλο θα συμβάλλουν καθοριστικά στην απαλλαγή του πολιτικού συστήματος από την ανταγωνιστική οπτική με εργαλείο την υπερεθνική συνεργασία των κοινωνικών κινημάτων.
Το εγχείρημα είναι δύσκολο, διότι ανατρέπει κατεστημένες οπτικές ως προς τον τρόπο ζωής, ενώ ταυτοχρόνως δεν υπάρχει επαρκής χρόνος για την αναγκαία ωρίμανση στο κοινωνικό και στο πολιτικό πεδίο. Άλλη βιώσιμη εναλλακτική λύση δεν φαίνεται να υπάρχει. Το πολιτικό σύστημα, με τον τρόπο που λειτουργεί, έχει εξαντλήσει τα όρια του. Η ενεργοποίηση της κοινωνίας πολιτών θα μπορούσε να λειτουργήσει ως καταλύτης για την αλλαγή τρόπου σκέψης και τον εκσυγχρονισμό της πολιτικής λειτουργίας.