Δυστυχώς στην Ελλάδα οι παθογένειες της κοινωνικής, πολιτικής και οικονομικής πραγματικότητας ευδοκιμούν και διευρύνουν τα όρια τους, αντί να συρρικνώνονται και να απαλλάσουν τους Έλληνες πολίτες από τις αρνητικές τους επιπτώσεις. Αυτό δε συμβαίνει σε μια πολύ δύσκολη περίοδο και αποφασιστική συνάμα για την πορεία του τόπου στο μέλλον.
Πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο γενικευμένος λαϊκισμός, ο οποίος διαπερνά την πολιτική πραγματικότητα και όχι μόνο. Ως στάση και συμπεριφορά συναντάται στην πολιτική και οριοθετείται από υπερβολική και μη αυθεντική λαϊκότητα. Εμφανίζεται δε ως δημαγωγία, κολακεία των αδυναμιών και των ελαττωμάτων του λαού καθώς και υιοθέτηση θέσεων, που τον ευχαριστούν και ακουμπούν το συναίσθημα του, χωρίς να τον ωφελούν. Σε βάθος χρόνου μάλιστα μπορεί να τον βλάπτουν.
Μέσα από την δραματοποίηση της πολιτικής κατάστασης στόχος είναι να κερδηθεί η εύνοια των μαζών και η θετική τους στάση.
Ως στρατηγική παίρνει τη μορφή καμπάνιας, η οποία βασίζεται στην ενεργοποίηση του συναισθήματος, ενώ υπεραπλουστεύει σύνθετα προβλήματα προτείνοντας απλοϊκές λύσεις.
Ουσιαστικά πρόκειται για καιροσκοπική πολιτική, η οποία στοχεύει στην εκλογική επιρροή.
Ο λαϊκισμός, ως κοινωνικό και πολιτικό φαινόμενο, παίρνει διάφορες μορφές στην εμπειρική καταγραφή του.
Κατ` αρχήν ο πολιτικός λόγος είναι γενικευτικός. Δεν συγκεκριμενοποιείται ούτε σε σχέση με τους στόχους του ούτε σε σχέση με την ακολουθητέα πορεία για την επίτευξη τους. Υποτίθεται, ότι διαπερνάται από ηθικές αξίες, οι οποίες νομιμοποιούν την λαϊκιστική πρακτική, ακόμη και αν δεν οδηγήσει αυτή η πορεία σε μετρήσιμα αποτελέσματα με θετικό πρόσημο. Σημαντικό είναι, ότι όλα γίνονται για το «καλό».
Αυτό σημαίνει, ότι εξιδανικεύει τα όποια χαρακτηριστικά της κοινωνικής μάζας υπηρετούν τους στόχους του και τα αναγάγει σε κυρίαρχα κριτήρια της πολιτικής πρακτικής του κόμματος και του πολιτικού προσωπικού.
Πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η ομιλία του πρωθυπουργού και προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ με αφορμή τον ένα χρόνο διακυβέρνησης από αυτό το κόμμα σε συνεργασία με τους ΑΝΕΛ. Εξηγώντας τόσο στο κομματικό ακροατήριο όσο και στην κοινωνική μάζα, πως είναι η πραγματικότητα, είπε «όλοι εμείς οι πολλοί απέναντι στους λίγους» και διευκρίνισε, ότι από την μια πλευρά βρίσκονται τα λαϊκά στρώματα, οι εργαζόμενοι, οι άνεργοι, η νεολαία «ο λαϊκός κόσμος, που αγωνίζεται τίμια για να κερδίσει τη ζωή» και από την άλλη οι λίγοι που θέλουν να κυριαρχήσουν πάνω στους φτωχούς, αυτοί δηλαδή, τους οποίους εκπροσωπεί η «νεοφιλελεύθερη Ν.Δ.». Η εξιδανίκευση του «λαϊκού κόσμου», όπως είναι για παράδειγμα οι αγρότες, που τώρα σε κλίμα «επαναστατικής γυμναστικής» έχουν γεμίσει την Ελλάδα με μπλόκα, ενώ κλείνουν αυθαίρετα τα σύνορα της χώρας αναπαράγοντας την πρακτική του ΣΥΡΙΖΑ, όταν ήταν αντιπολίτευση, αναδεικνύει τα αδιέξοδα του λαϊκισμού.
Βέβαια υπάρχει και ο αντίλογος, ο οποίος εκφράζεται μέσα στο ίδιο το κυβερνητικό κόμμα και ισορροπεί τα πράγματα για όσους δεν συμμερίζονται αυτή την ονειρική πραγματικότητα του πρωθυπουργού.
Σύμφωνα με τον υπουργό Παιδείας Νίκο Φίλη «εάν δεν ληφθούν τώρα μέτρα και δεν σταματήσουν οι επιπτώσεις από το πάρτι υπέρ των αγροτοπατέρων και του διεφθαρμένου πολιτικού συστήματος, θυμάστε πως ζύγιζαν πέτρες για να πάρουν επιδοτήσεις, θυμάστε τι έγινε με τα μπαμπάκια, εάν δεν αλλάξει αυτή η νοοτροπία και η κατάσταση και αν δεν υπάρξει νέα αφετηρία, θα έχουμε κάθε χρόνο όλο και πιο χειρότερη αγροτική κατάσταση» (Ε.Ρ.Τ., 25.1.2016).
Εκτός από την γενικευτική λογική και τα εξιδανικευτικά χαρακτηριστικά του λαϊκιστικού πολιτικού λόγου, πρέπει να επισημανθεί, ότι απευθύνεται στο συναίσθημα και στη βούληση των πολιτών, ενώ τους τροφοδοτεί με φαντασιώσεις σε σχέση με το μέλλον ή παρουσιάζει το παρελθόν, σαν να ήταν καλύτερο σε σχέση με τις προοπτικές, που άνοιγε για το μέλλον, αν και τότε η σκληρότητα της πολιτικής «τσάκιζε κόκκαλα».
Βέβαια δεν λέγεται έτσι ακριβώς.
Αρκεί να δει κάποιος την ανακοίνωση του γραφείου Τύπου της Νέας Δημοκρατίας μετά την ομιλία του πρωθυπουργού για τον ένα χρόνο διακυβέρνησης από ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ.
«Ένα χρόνο πριν, πριν από την ανάληψη της εξουσίας από το λαϊκισμό, με σκληρές προσπάθειες και θυσίες όλων, είχαν δημιουργηθεί στέρεες βάσεις και χειροπιαστές προοπτικές για το τέλος των μνημονίων και την έξοδο από την κρίση». «Σήμερα παντού οπισθοδρόμηση και αδιέξοδα».
«Ξεχνούν» στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ότι και επί δικής τους διακυβέρνησης δεν έγιναν μεταρρυθμίσεις, οι οποίες θα έπρεπε να είχαν πραγματοποιηθεί πολλά χρόνια πριν από τα μνημόνια.
Καλύτερα να μην αναφερθεί η στάση όλων των κομμάτων, όταν επί πρωθυπουργίας Κώστα Σημίτη ετέθη θέμα μεταρρυθμίσεων, για να γίνει βιώσιμο το ασφαλιστικό σύστημα. Όλοι βγήκαν στους δρόμους. Τώρα ο Α. Τσίπρας αναφέρει για το ασφαλιστικό, ότι πρέπει να προχωρήσει η μεταρρύθμιση, καθώς το ασφαλιστικό σύστημα είναι υπό κατάρρευση.
Και αυτό χωρίς ευθύνη του ΣΥΡΙΖΑ λέει ο πρωθυπουργός. Στην Ελλάδα ευθύνες έχει μόνο η κυβέρνηση. Η αντιπολίτευση είναι πάντα ανεύθυνη. Μα σε αυτή την περίπτωση δεν είναι χρήσιμος ο ρόλος της. Η δημοκρατία όμως δεν λειτουργεί με αυτό τον τρόπο.
Ο λαϊκισμός βέβαια δεν περιορίζεται ως προς τις επιπτώσεις του μόνο στο επικοινωνιακό πολιτικό επίπεδο. Συχνά έχει έντονα εθνικιστικά στοιχεία, με αποτέλεσμα οι πολίτες να οδηγούνται στην εσωστρέφεια και στις εύκολες «διεξόδους» της επίρριψης των ευθυνών για τα αρνητικά, που βιώνουν, στους «άλλους», με τους οποίους συναλλάσσεται η χώρα.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η χρέωση όλων των δεινών του τόπου στους «κακούς» και σύμφωνα με τη γνώμη ορισμένων «εγκληματίες» δανειστές και εταίρους. Και αυτό γίνεται σε μια περίοδο, που κυριαρχεί η παγκοσμιοποίηση και ο αντίστοιχος καταμερισμός εργασίας, ενώ καμμία χώρα δεν επιβιώνει μόνη της. Η αλληλεξάρτηση των κοινωνιών έχει πλανητικές διαστάσεις.
Όταν όμως ο πολίτης προσεγγίζει την πραγματικότητα με το συναίσθημα και τις φαντασιώσεις για αυτόνομη εθνική πορεία και όχι με τον ορθολογισμό και την γνώση του παγκόσμιου γίγνεσθαι και της κατάστασης στην Ευρωπαϊκή Ένωση, είναι φυσικό να ακολουθεί τις λαϊκιστικές υπερβολές. Μόνο που αυτές δεν οδηγούν στην έξοδο από την κρίση, που βιώνει με βίαιο τρόπο η χώρα.
Βέβαια, όταν ο λαϊκισμός είναι δομικό στοιχείο της κοινωνίας, όπως έχει παρατηρηθεί αρκετές φορές στην Ελλάδα, αυτό οδηγεί ακόμη και στη βία ως μέσου εκτόνωσης των πολιτών για τις διαψεύσεις των πολιτικών φαντασιώσεων.
Υπάρχουν αρκετά παραδείγματα, που το πιστοποιούν και στο παρελθόν και στο παρόν. Το πιο πρόσφατο είναι οι προπηλακισμοί βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ από αγρότες. Παλαιότερα συνέβαινε το ίδιο σε βουλευτές άλλων κομμάτων, τα οποία ασκούσαν κυβερνητική εξουσία.
Η έλλειψη κουλτούρας διαλόγου και γνώσης της πραγματικότητας και η παρεμβολή του θυμικού αντί του ορθολογισμού στην πολιτική λειτουργία των πολιτών οδηγούν στην αναίρεση της δημοκρατίας και την παρεμπόδιση της ελεύθερης βούλησης.
Δυστυχώς στην Ελλάδα ο λαϊκισμός έχει γενικευμένη ισχύ και βρίσκει ανταπόκριση και σε κοινωνικό επίπεδο, όχι μόνο σε πολιτικό. Καταλυτικό ρόλο για αυτές τις πολύ αρνητικές συνθήκες παίζει ο άκρατος κομματισμός στις κοινωνικές δομές (συνδικαλιστικό κίνημα, Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις κ.λ.π.), ο οποίος όμως έχει αρχίσει να οδηγεί στην αύξηση των πολιτών, που αποστασιοποιούνται από την πολιτική. Και αυτό έχει επιπτώσεις στην ποιότητα της δημοκρατίας και του πολιτικού συστήματος.
Και ενώ αυτά συμβαίνουν, στο πολιτικό σύστημα αναλώνονται στο να «αποκαλύπτει» ο ένας τα «?πλυτα» του άλλου με περίσσευμα λαϊκισμού, αντί να αποφασίσουν να απαλλαγούν από αυτά και να κάνουν ουσιαστικό διάλογο για το καλό του τόπου.
Αρκεί να παρακολουθήσει ένας πολίτης τις τοποθετήσεις και τους «διαλόγους» μεταξύ των αρχηγών των κομμάτων στην προ ημερήσιας διάταξης συζήτηση για το ασφαλιστικό (26.1.2016) και θα βγάλει τα συμπεράσματα του. Κυριαρχούν οι αρνητικοί χαρακτηρισμοί και οι απαξιωτικές κρίσεις σε κλίμα κακοπαιγμένης κωμωδίας. Ολοκληρωμένες προτάσεις δεν κατέθεσε κανένα κόμμα.
Συγκεκριμένα ο πρωθυπουργός μεταξύ άλλων είπε «έχουμε αξιωματική αντιπολίτευση, που ταυτίζεται με τις πιο ακραία νεοφιλελεύθερες απόψεις, που ταυτίζεται με το Δ.Ν.Τ.» και χαρακτήρισε τον Κυριάκο Μητσοτάκη «καθαρά νεοφιλελεύθερο» και «γιαλαντζί εκσυγχρονιστή».
Ο δε αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης επεσήμανε «όσον αφορά την υπερήφανη διαπραγμάτευση, που κάνατε, θα έλθει η ώρα, που θα απαντήσετε, τι πραγματικά γνωρίζατε από αυτά, που είπε ο κ. Βαρουφάκης και άλλοι υπουργοί σας» και ολοκλήρωσε «δεν είμαι ούτε με τα τρακτέρ ούτε με το Δ.Ν.Τ. Εσείς ήσασταν με τα τρακτέρ, μέχρι που πήγατε με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο κ. Τσίπρα». Είπε επίσης, ότι τα προβλήματα στο ασφαλιστικό δημιουργήθηκαν λόγω της «διαχειριστικής ανικανότητας της σημερινής κυβέρνησης».
Ουδέν σχόλιο.
Η πρόεδρος της Δημοκρατικής Συμπαράταξης Φ. Γεννηματά με απόλυτο τρόπο είπε «δεν συναινούμε, δεν αποδεχόμαστε το κυβερνητικό σχέδιο» και συμπλήρωσε «ακούσαμε πάλι ψέματα, διχαστικά ζητήματα, πόλωση. Για όλα φταίνε πάντα οι άλλοι. Καταλάβαμε κύριε Τσίπρα. Η αναζήτηση εχθρών καλά κρατεί. Δεν μπορείτε να υπάρξετε χωρίς εχθρούς και βαρβάρους».
Ο επικεφαλής του Ποταμιού Σ. Θεοδωράκης επεσήμανε, ότι «η κυβέρνηση με σοφιστείες και τεχνάσματα κάνει ένα εισπρακτικό ντου στο ασφαλιστικό, μεταθέτοντας στο μέλλον τις ριζικές αλλαγές, που έχουμε ανάγκη».
Πιο πριν σε δηλώσεις του μετά την συνάντηση, που είχε στον Πύργο με αγρότες, είχε προτρέψει την κυβέρνηση «να προσγειωθεί στην πραγματικότητα, να μιλήσει με τους ανθρώπους που παράγουν, που δημιουργούν και να ακούσουν πιο πολύ την φωνή τους παρά τις φωνές των κομματικών υπαλλήλων, που απ’ ότι φαίνεται, αυτοί την καθοδηγούν».
Ανάλογες περίπου ήταν και οι τοποθετήσεις των υπολοίπων αρχηγών των κομμάτων, τα οποία εκπροσωπούνται στη Βουλή.
Επί της ουσίας δεν κατεγράφη μια ολοκληρωμένη πρόταση για το ασφαλιστικό από κάποιο κόμμα, οπότε ανάλογος ήταν ο διάλογος μεταξύ τους. Ο λαϊκισμός στο απόγειο του.