Το γενικό συμπέρασμα από τα αποτελέσματα του δεύτερου γύρου των αυτοδιοικητικών εκλογών αποτυπώθηκε στη δήλωση του πρωθυπουργού: «Η χώρα χρειάζεται μια κυβέρνηση γειωμένη που να πατά γερά με τα πόδια της στο έδαφος». Χρειάστηκε η ψήφος αλλά και η αποχή από την κάλπη για να συνειδητοποιήσει ο Κυριάκος Μητσοτάκης αυτό που είχαν συνειδητοποιήσει οι πολίτες στο τελευταίο χρονικό διάστημα ότι δηλαδή η κυβέρνησή του όχι μόνο δεν έκανε «αντιπολίτευση στον εαυτό της», όπως είχε υποσχεθεί μετά τις εθνικές εκλογές αλλά, αντίθετα, συνέχιζε να κομπάζει για το μονοκομματικό ουσιαστικά πολιτικό σκηνικό που έχει διαμορφωθεί.
Η πηγή του προειδοποιητικού μηνύματος της κάλπης δεν είναι άλλη από την αποδοκιμασία της συμπεριφοράς κυβερνητικών στελεχών που δεν μετριάστηκε ούτε μετά τις τραγικές επιπτώσεις των καταστροφών του καλοκαιριού ακόμα και στις περισσότερο πληγείσες περιοχές. Η αποδοκιμασία αυτή εκφράστηκε με τον πιο έντονο και συμβολικό τρόπο στη Θεσσαλία που, μαζί με την Κρήτη, είναι και η μόνες περιφέρειες της χώρας που δεν θα έχουν νεοδημοκρατική διοίκηση στα επόμενα πέντε χρόνια. Η υποτίμηση του θυμού αλλά και της απελπισίας των πολιτών, η προσφυγή σε παλαιοκομματικές μεθόδους που μας γύρισαν πολλά χρόνια πίσω και η προκλητική ουσιαστική στήριξη στον χυδαίο λαϊκιστή του Βόλου κατέρριψαν κάθε περιθώριο «συναντίληψης».
Τον αυτοδιοικητικό χαρακτήρα της εκλογικής αναμέτρησης επιχείρησε να παραχαράξει η νέα ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, βαδίζοντας στα χνάρια της προηγούμενης, για να κρύψει την ουσιαστική απουσία του κόμματός της από το νέο αυτοδιοικητικό χάρτη της χώρας. Η δήθεν «προοδευτική συμμαχία» δεν μπορεί να προσαρμόζεται ως πολιτική πασπαρτού, πότε με το ΠΑΣΟΚ, πότε με το ΚΚΚΕ, πότε με την ΑΝΤΑΡΣΥΑ και πότε με τους αντάρτες της ΝΔ. Την αλλοπρόσαλλη τακτική του ΣΥΡΙΖΑ θα πρέπει να την λάβουν σοβαρά υπ’ όψη τους και τα ιστορικά στελέχη του ΠΑΣΟΚ που έσπευσαν να αναδείξουν ορισμένες αυτοδιοικητικές συσπειρώσεις σε πολιτικό μοντέλο για το μέλλον της χώρας επαναφέροντας απόψεις που έχουν καταδικαστεί και εσωκομματικά.
Το πιο σημαντικό και ανησυχητικό μήνυμα των αυτοδιοικητικών εκλογών το έστειλε το 65% των πολιτών που γύρισε την πλατη στις κάλπες. Οι νικητές και οι ηττημένοι αναδείχτηκαν μόλις από το ένα τρίτο του εκλογικού σώματος. Η πρωτοφανής αποχή, σε περίπτωση που παγιωθεί ως φαινόμενο, αποτελεί απειλή για την ίδια τη δημοκρατία αφού σοβαρές για το μέλλον αποφάσεις παίρνονται από τη μειοψηφία των πολιτών. Στην πραγματικότητα η απειλή αυτή δεν έχει μόνο θεωρητική αξία αλλά πολύ πιο κρίσιμη αφού ενισχύεται αντικειμενικά ο ρόλος των ακραίων φωνών στη χάραξη της πορείας της χώρας με τραγικές συνέπειες. Τα σχετικά ευρωπαϊκά παραδείγματα πληθαίνουν τον τελευταίο καιρό.
Είναι καιρός οι πολιτικές δυνάμεις να σκύψουν με μεγάλη προσοχή στο πρόβλημα της αποχής. Όταν μειώνεται η συμμετοχή των πολιτών στην εκλογική διαδικασία αποδυναμώνεται και απαξιώνεται συνολικά το πολιτικό σύστημα. Ας μην σπεύσουν να φορέσουν στους επανεκλεγμένους ή νεοεκλεγμένους δημάρχους κομματικά καπελάκια κι ας μη βάψουν με κομματικά χρώματα τις αξιόλογες δημοτικές συσπειρώσεις που δημιουργήθηκαν για να οικειοποιηθούν πολιτικά τις επιτυχίες τους. Η αυτοδιοίκηση είναι αυτόνομος θεσμός-στήριγμα της δημοκρατίας και της λαϊκής συμμετοχής. Ας μην φορτωθεί με τις παθογένειες ενός συστήματος που επιμένει να τα θυσιάζει όλα στο βωμό της εξουσίας του έστω και αν γίνεται απωθητικό. Η πληγή της τεράστιας αποχής πρέπει να κλείσει όσο γίνεται πιο σύντομα πριν να είναι πολύ αργά.