Τον Μάρτιο του 1987, το τουρκικό «Σισμίκ» (Πίρι Ρέις) έπλεε στο Αιγαίο με το πρόσχημα των γεωτρήσεων. Ύστερα από τη σχετική δήλωση του Ανδρέα Παπανδρέου («διαταγή βύθισης του πλοίου», σε περίπτωση που θα βρισκόταν σε ελληνικά ύδατα), το casus belli φαινόταν να είναι πλέον αρκετά πιθανό και ορατό. Και στις δύο πλευρές του Αιγαίου, γίνονταν εκκλήσεις για να μη μετατραπεί η θάλασσα σε μια «ζώνη πολέμου». Την ίδια περίοδο, το τεύχος του τουρκικού περιοδικού Nokta (5.4.1987) κυκλοφορούσε με την αφίσα της ταινίας Λούφα και Παραλλαγή (1984) στο εξώφυλλο, και με τίτλο: «Yunan’la savaş olmaz» («Δεν γίνεται πόλεμος με τον Έλληνα».)[1] Η περίφημη Rocky (Rocky Taylor) της αφίσας, μια κοπέλα με κράνος, με χακί στολή, με ανοιχτό ντεκολτέ, με αρβύλα και τακούνι, με ανοιχτά πόδια και με το ντουφέκι σε στάση (περίπου) «εφ’ όπλου λόγχη» έμοιαζε να εκπέμπει ένα μάλλον φιλειρηνικό σήμα στους γείτονες. Λίγους μήνες πριν, ωστόσο, τον Ιανουάριο του 1987, στο περιοδικό Στρατηγικαί Μελέται («δημινιαία έκδοσις του Ινστιτούτου Στρατηγικών Μελετών»), με αφορμή την ταινία, είχε δημοσιευτεί πρωτοσέλιδο άρθρο του Δ. Χ. Προφίλη, αντιστράτηγου και επίτιμου προέδρου του Ι.Σ.ΜΕ., με τίτλο: «Ο διασυρμός των ενόπλων δυνάμεων». Ο αντιστράτηγος υποστήριζε πως η ταινία του Νίκου Περάκη, η οποία θα προβαλλόταν, εκείνες τις μέρες, στην ΕΡΤ ήταν μέρος ενός οργανωμένου σχεδίου για τον διασυρμό του ελληνικού στρατού.
Ο νεολογισμός της δεκαετίας του ’80 («λούφα και παραλλαγή»: αποφυγή αγγαρείας και συνεχές καμουφλάζ) δεν παρέπεμπε μόνο στη χαλάρωση της στρατιωτικής πειθαρχίας αλλά και σε μια ευρύτερη επιτρεπτικότητα, στο πεδίο των πολιτισμικών συμπεριφορών. Οι βασικές ατάκες της ταινίας, που εντάχθηκαν οργανικά στο cult λεξιλόγιο της γενιάς μας («ο πατέρας μου έχει ζώα, κύριε λοχαγέ», «εκάμαμεν επανάστασιν», «γεια σου, Σούλα!», «ο Βενιζέλος;», «δεν κολλάει η τρέλα μανάρι μου»,) συμπύκνωσαν όλη εκείνη την ευτράπελη και περιπαικτική διάθεση της μεταπολιτευτικής ελευθεριότητας. Από τη στρατιωτική «σκοπιά» έως το ευκαιριακό φλερτ και από την εμπορική διαφήμιση έως το «μαλακό πορνό», η Λούφα και Παραλλαγή αναδεικνύει όλες τις όψεις μιας κοινωνίας, που εκπαιδευόταν αντιφατικά αλλά εντατικά στις νέες καταναλωτικές πρακτικές και συνήθειες.
Στο Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο (ΕΛΙΑ),[2] όπου φυλάσσεται το αρχείο του Νίκου Περράκη, ο ερευνητής/η ερευνήτρια μπορεί να βρει σήμερα πολλά και ενδιαφέροντα τεκμήρια για την ιδεολογική πρόσληψη της ταινίας, στην πρώτη περίοδο της «Αλλαγής». Χαρακτηριστικό είναι το ανορθόγραφο «χαρτάκι» που έγραψε ένας αιθουσάρχης στην Κόνιτσα μετά την προβολή της ταινίας στο σινέ Ολύμπιον: «Παρακαλώ την ετερίαν, εάν δεν βάζετε τσόντα δεν πιάνουν τα σεξοκωμωδίες. Θα επιστρέφοντε άπιχτα. Θέλουν τολμιρά σεξ. Ολύμπιον. Κόνιτσα. Γεώργιος Αθανασόπουλος. Έχωμε στρατό».[3] Απ’ ό,τι φαίνεται, το σύντομο κινηματογραφικό στριπτήζ της Σούλας (Ήρας Παπαμιχαήλ) δεν ήταν αρκετό για να εξάψει τη σεξουαλική φαντασία του στρατεύματος, στην Κόνιτσα. Ακόμη και αυτό το μικρό «χαρτάκι», όμως, δηλώνει μια μεγάλη αλλαγή στις νοοτροπίες. Στα δύσκολα χρόνια του εμφυλίου, στην Κόνιτσα, διεξάγονταν αιματηρές μάχες για να μη γίνει η πόλη η πρώτη κομμουνιστική πρωτεύουσα του «κράτους του Γράμμου». Στη δεκαετία του ΄80, ωστόσο, ο ολιγογράμματος αιθουσάρχης μπορούσε να διαμαρτυρηθεί αυθόρμητα αλλά ελεύθερα για τις «κουλτουριάρικες» ταινίες, επικαλούμενος τις προτιμήσεις του κοινού και τις απολαύσεις των θεατών στη σκοτεινή αίθουσα. Η καταληκτική φράση («έχωμε στρατό») δεν σήμαινε πια την ετοιμοπόλεμη ηρωική διάθεση του στρατεύματος αλλά το αχόρταγο βλέμμα της ερωτικής επιθυμίας των φαντάρων.
Καθώς φέτος κλείνουν ήδη 40 χρόνια από την πρώτη προβολή της ταινίας στις κινηματογραφικές αίθουσες, η Λούφα και Παραλλαγή εξακολουθεί να αποτελεί μία από τις πιο χαρακτηριστικές ταινίες όχι μόνο για τη «στρατιωτική ζωή εν Ελλάδι» στα χρόνια της Χούντας αλλά και για τη σατιρική υπονόμευση μιας συγκεκριμένης μιλιταριστικής αντίληψης. Αν η Λούφα και Παραλλαγή αναφερόταν στον «εσωτερικό εχθρό» της χώρας, το 2005, με τις Σειρήνες στο Αιγαίο, ο Νίκος Περάκης αποτύπωσε τα κωμικά αδιέξοδα της αναμέτρησης με τον «εξωτερικό εχθρό» πάνω στη φανταστική βραχονησίδα Πίττα. Η καινούργια ταινία, όπως έχει παραδεχτεί ο ίδιος ο σκηνοθέτης, ήταν επηρεασμένη από το τραγικό περιστατικό των Ιμίων, μαζί με πολλές άλλες ιστορίες φρίκης αλλά και φάρσας στον Έβρο αλλά και στα βραχονήσια του Ανατολικού Αιγαίου.[4] Ας σημειωθεί πως η ταινία δεν χρηματοδοτήθηκε από το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου, και ο σκηνοθέτης δεν κατάφερε να λάβει καμία βοήθεια από το ΓΕΣ. Ακόμη και τα όπλα που εμφανίζονται στην ταινία είναι πλαστικά. Για άλλη μια φορά, τα «εθνικά θέματα» με την Τουρκία ήταν το μεγάλο ταμπού.
Σήμερα που πληθαίνουν αυτοί που ποντάρουν ξανά στο ιδιότυπο χρηματιστήριο του υπερ-πατριωτισμού, έχουμε ξεχάσει πως οι όλες οι σημαντικές πρωτοβουλίες, που αποκόμισε η χώρα από τον εξορθολογισμό των σχέσεων της με την Τουρκία, είχαν χαρακτηριστεί, στην εποχή τους, ως κινήσεις προδοσίας. Η συμφωνία του Ανδρέα Παπανδρέου με τον Τουργκούτ Οζάλ στο Νταβός, το 1988, είχε δεχτεί σκληρή κριτική από τη ΝΔ του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, επειδή στο όνομα του «μη πολέμου», ο πρωθυπουργός έβαζε δήθεν «στο ράφι» το Κυπριακό · για το οποίο αναγκάστηκε, άλλωστε, να παραδεχτεί πως ήταν «mea culpa». Δέκα χρόνια αργότερα, η συμφωνία του Κώστα Σημίτη με τον Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ στη Μαδρίτη το 1997 (έναν χρόνο μετά την κρίση των Ιμίων) έθετε ως στόχο «τη μείωση της έντασης στο Αιγαίο και την απομάκρυνση του κινδύνου σύρραξης ανάμεσα στις δύο χώρες», αναγνωρίζοντας, πάντως, πως το Αιγαίο δεν είναι μόνο μια «ελληνική λίμνη». Και πάλι οι κατηγορίες για εθνική μειοδοσία ήταν στην ημερήσια διάταξη της δημόσιας σφαίρας. Έως τώρα, όλες οι προσπάθειες διαλόγου με τη γείτονα χώρα, με συμβιβασμούς αλλά χωρίς παραχωρήσεις, έχουν γίνει αντικείμενο εκμετάλλευσης από τους άτυπους «διπλωμάτες του εθνοπατριωτικού μετώπου», που καλλιεργούν εθνικιστικές φαντασιώσεις.
Όπως όλες οι φαντασιώσεις, όμως, έτσι και αυτή τροφοδοτεί την μιλιταριστική ιδεολογία έχοντας ως πυρήνα την ίδια την αποτυχία της : είναι η αποζημίωση για μια έλλειψη, που τοποθετεί τον «Τούρκο» στη θέση ενός αρνητικού συμπτώματος, την ώρα που η πλειονότητα των κομμάτων αλλά και η κυβέρνηση ψάχνει μια θετική εξέλιξη στις σχέσεις των δύο χωρών. Απέναντι σε αυτή την πεσιμιστική διάγνωση, η ταινία μας υπενθυμίζει –διαρκώς και ευτυχώς -την κωμική αντιστροφή του υπερ-πατριωτισμού, που κρύβει ο ενθουσιώδης και αυθόρμητος χαιρετισμός της παρέας, μόλις βγαίνει από την πύλη του στρατοπέδου : «Γεια σου, Σούλα!»