Γέφυρα στο πουθενά

Γιάννης Παπαθεοδώρου 07 Μαρ 2019

Σε μια ακτή της Σκωτίας υπάρχει ένα μεγάλο ρέμα με μια μεταλλική πεζογέφυρα. Όταν η παλίρροια είναι χαμηλή, από αυτή τη γέφυρα μπορεί κανείς να περάσει στην απέναντι όχθη. Συνήθως όμως η στεριά είναι καλυμμένη από νερά, και οι δύο όχθες ούτε καν διακρίνονται. Η γέφυρα του Belhaven είναι μια από τις πολλές γέφυρες που δεν οδηγούν κάπου, ούτε συνδέουν κάποιο γεωγραφικό σημείο με κάποιο άλλο. Το θέαμα της γέφυρας προσφέρει πλούσιο φωτογραφικό υλικό αλλά, στην πραγματικότητα, είναι μια «γέφυρα στο πουθενά».[1] Υπάρχουν και στην πολιτική τέτοιες γέφυρες. Μια από αυτές κατασκευάστηκε πρόσφατα. Η πρωτοβουλία[2] ορισμένων πολιτικών, καλλιτεχνών και διανοουμένων που πλαισιώνουν (όχι μόνο τώρα αλλά εδώ και πολλά χρόνια) τον κυβερνητικό ΣΥΡΙΖΑ στο προεκλογικό κάλεσμα του για τη «σύγκλιση των προοδευτικών δυνάμεων» είναι αρκετά χαρακτηριστική για το πώς οι αλλαγές στο τοπίο της Ριζοσπαστικής Αριστεράς φανερώνουν και τα αδιέξοδά της.

Η βασική επιδίωξη του ΣΥΡΙΖΑ είναι να μετατρέψει τον μικρό δικομματισμό σε ισχυρό διπολισμό. Παρ’ ότι αυτό δεν επιβεβαιώνεται στις δημοσκοπήσεις, ο ΣΥΡΙΖΑ επιθυμεί να διατηρήσει αποκλειστικά για τον εαυτό του τον «ευγενή» τίτλο της Αριστεράς, μετατοπίζοντας διαρκώς τα όρια της «επάρατης» Δεξιάς. Κάνει λόγο λοιπόν για μια Δεξιά που παρασύρεται από την Ακροδεξιά, ταυτίζει τη ΝΔ με τον νεοφιλελευθερισμό, και κατηγορεί παράλληλα το ΚΙΝΑΛ για δεξιά στροφή. Σύμφωνα με τη ρητορική του ΣΥΡΙΖΑ και της «Γέφυρας», η ΝΔ κινείται προς την Ακροδεξιά, η Κεντροαριστερά γίνεται Κεντροδεξιά και ο ΣΥΡΙΖΑ διεκδικεί τον παραδοσιακό χώρο της σοσιαλδημοκρατίας. Κάπως έτσι επινοούνται τα «αντιδεξιά μέτωπα», οι «προοδευτικές συγκλίσεις» και, βέβαια, οι απαραίτητες «μεταγραφές» για τις ανάγκες της συγκυρίας.

Αν λοιπόν ο ένας πόλος λοιπόν είναι η Αριστερά, ο δεξιός πόλος περιλαμβάνει μια επικίνδυνη Ακροδεξιά, μια «φυσική» δεξιά (ΝΔ) και μια «τεχνητή» κεντροδεξιά (ΚΙΝΑΛ). Στο μυαλό του ΣΥΡΙΖΑ και των «γεφυροποιών», αυτή η περιγραφή του κομματικού ανταγωνισμού εκλαμβάνεται ως μια πιθανή γραμμή ιδεολογικής διαφοροποίησης και πολιτικής διάκρισης στο δίπολο «Αριστερά-Δεξιά». Πρόκειται για μια περιγραφή που αποτελεί καρικατούρα των αποχρώσεων της πολιτικής ζωής και σίγουρα δεν αντιστοιχεί με την πραγματικότητα. Πρόκειται επίσης για μια ιδεολογική στρέβλωση που βλάπτει την ίδια τη δημοκρατία. Το να ισχυρίζεται κανείς πως όλοι οι αντίπαλοί του είναι «δεξιοί» ή «ακροδεξιοί» δεν δηλώνει μόνο μια απλοϊκή και μανιχαϊστική σκέψη αλλά προσβάλλει χιλιάδες πολίτες που, με διαφορετικές πολιτικές διαδρομές, έχουν εμπιστευτεί – όχι μόνο τώρα αλλά και ιστορικά – την δημοκρατική προοδευτική παράταξη.

Αυτό είναι άλλωστε και το κύριο πρόβλημα του «προοδευτικού μετώπου» υποστήριξης της κυβέρνησης. Ένα από τα κύρια γνωρίσματα του λαϊκισμού είναι η φαντασιακή σύλληψη της κομματικής γεωγραφίας μέσα από όρους απόλυτης πόλωσης και διχασμού. Μέσα σε αυτή τη λαϊκιστική προσέγγιση, προβάλλεται η αποκλειστική αντιπροσώπευση της Αριστεράς μόνο από ένα κόμμα (ΣΥΡΙΖΑ), προτείνεται η ευκαιριακή και συγκυριακή ενσωμάτωση συμμάχων (χτες με τους ΑΝΕΛ, αύριο με την Κεντροαριστερά) και επιχειρείται η συστηματική δαιμονοποίηση των αντιπάλων («είναι όλοι οι δεξιοί/ακροδεξιοί»). Η εμμονική προσκόλληση σε αυτό τον «αντι-πλουραλισμό» και στη συμβολική αξίωση της ηθικής υπεροχής του ενός μόνο πόλου έναντι του άλλου είναι τυπικό δείγμα μιας ρητορικής που μετατρέπει τις νόμιμες και θεμιτές κομματικές διαφορές σε ένοχες προθέσεις. Η απόσταση ωστόσο που χωρίζει τη λαϊκιστική ρητορική από την εμπειρική πραγματικότητα είναι εύκολα αναγνωρίσιμη. Δεν έχει κανείς παρά να θυμηθεί το περίφημο «πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης», τις πλατείες των Αγανακτισμένων, το καταστροφικό δημοψήφισμα με τις κλεισμένες τράπεζες, την χειραγώγηση των θεσμών και των ανεξάρτητων αρχών, το ύφος του Πολάκη, την κομματική ΕΡΤ, το μετέωρο βήμα μιας χώρας που «έχει βγει από τα Μνημόνια» αλλά δεν έχει κερδίσει ακόμα την εμπιστοσύνη των αγορών.

Επειδή μάλλον δεν υπάρχει τίποτε προοδευτικό σε όλα αυτά, επινοήθηκε η «συμφωνία των Πρεσπών» ως ιδεολογικό πλυντήριο της κυβέρνησης. Ο κ. Βούτσης είχε άλλωστε προαναγγείλει αυτή την «ιστορική» στιγμή, υποστηρίζοντας πως θα φέρει οριζόντια αναδιάταξη του πολιτικού συστήματος. Αυτό που τελικά έφερε είναι μια νέα φάση κοινοβουλευτικής παρακμής με «διπλές πλειοψηφίες» της κυβέρνησης και με εξατομικευμένες αποχωρήσεις βουλευτών της αντιπολίτευσης που, αίφνης, έγιναν υποστηρικτές της κυβέρνησης. Η λογική του «προοδευτικού μετώπου» ήταν ήδη υπονομευμένη από την ώρα αριστεροδεξιά συμμαχία των περαστικών βουλευτών είχε οδηγήσει την πολιτική παρωδία σε νέα επίπεδα. Αλλά ούτε αυτό έχει πλέον σημασία. Οι κάλπες που θα κρίνουν αυτά τα πρόσωπα και αυτές τις πολιτικές πρακτικές είναι άλλωστε κοντά.

Αυτό που ίσως έχει σημασία είναι η επιστροφή ενός νέου κύματος του λαϊκισμού.  Η υπόθεση πως όταν οι λαϊκιστές βρεθούν στην εξουσία οδηγούνται στη «βίαιη ωρίμανση» είτε στη «μετάλλαξη» είναι μια παρηγορητική ψευδαίσθηση αλλά δεν παύει να είναι ψευδαίσθηση. Συνήθως χρεώνουν την αποτυχία τους στην παρασκηνιακή δράση των παραδοσιακών ελίτ που «θέλουν να τους ρίξουν» ή στα σκοτεινά σχέδια της αντιπολίτευσης, που επιχειρεί να επαναφέρει το «παλιό πολιτικό σύστημα».[3] Για αυτό και επιμένουν να παίζουν το παιχνίδι της πολωτικής αντιπαράθεσης με ακόμη πιο ακραίους όρους, προκειμένου να μεγεθύνουν τον κίνδυνο των «εχθρών» και της υπαρξιακής απειλής τους από τον άλλο πόλο. Σε αυτό το πλαίσιο, είναι πραγματικά ενδιαφέρον ότι ένα τμήμα του εκσυγχρονιστικού και του αντι-εθνικιστικού μπλοκ των διανοουμένων προσχώρησαν σε αυτή τη λογική αναλαμβάνοντας την προεκλογική εκστρατεία του ΣΥΡΙΖΑ, στο όνομα των «προοδευτικών συγκλίσεων». Η πρωτοβουλία θα αποτύχει όχι μόνο γιατί δεν έχει κανένα πραγματικό ρίζωμα στην κοινωνία αλλά επειδή πολλοί προοδευτικοί ψηφοφόροι δεν αναγνωρίζουν πλέον τον ΣΥΡΙΖΑ ούτε ως «πυρήνα του προοδευτικού πόλου» ούτε ως «κορμό» της επόμενης διακυβέρνησης. Αντίθετα, επιθυμούν τη «στρατηγική ήττα» του προκειμένου να διαμορφωθούν νέοι συσχετισμοί στο ίδιο το εσωτερικό της Κεντροαριστεράς αλλά και στην προγραμματική υποστήριξη ενός άλλου σχεδίου για την πολιτική σταθερότητα και την ανάκαμψη της χώρας.

Για αυτό άλλωστε δεν ασχολήθηκε κανείς με την «απεύθυνση του πλατιού καλέσματος» που έκανε ο κ. Τσίπρας σε ένα ανύπαρκτο ακροατήριο. Εδώ και καιρό, άλλωστε, ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται πλήρως απομονωμένος, προσπαθώντας να πείσει για τη διεύρυνση της επιρροής του με έναν ασπόνδυλο πολυσυλλεκτισμό μηδενικής αξίας. Ένα κόμμα που, επειδή ξεμένει από νέους φίλους επινοεί νέους εχθρούς, είναι μάλλον ένα κόμμα που αποκόπτεται σταδιακά από τις θεμελιώδεις αξίες του πολιτικού ανταγωνισμού παρά ένα κόμμα που διεκδικεί νέους ρόλους ηγεμονίας. Κατά κάποιο τρόπο, ο ΣΥΡΙΖΑ είχε κάψει την πρωτοβουλία της «Γέφυρας», προτού εμφανιστούν οι γεφυροποιοί. Αυτοί απλώς ανέλαβαν να κατασκευάσουν μια «γέφυρα στο πουθενά».

[1] https://photosofedinburgh.wordpress.com/2011/06/11/photographing-the-belhaven-bridge/

https://unusualplaces.org/the-bridge-to-nowhere-belhaven-bridge/

[2] https://left.gr/news/poioi-ypografoyn-keimeno-kai-stirizoyn-ti-gefyra

[3] Jan – Werner Muller, Τι είναι ο λαϊκισμός ; μτφρ. Δημήτρης Η. Αντωνίου, Πόλις, Αθήνα, 2017, σ. 76-77.