Βρέχει συνέχεια στο Παρίσι. Και μαζί υποφέρει και η ψυχή της φρέσκιας σοσιαλιστικής πλειοψηφίας. Δεν είναι τελικά εύκολοι καιροί, όποια και να είναι η γνώμη των ουρανών, για τις κυβερνήσεις συνεργασίας στην Ευρώπη.
Το γενικό γαλλικό πρόβλημα, η οικονομία, δεν διαφέρει, τηρουμένων των αναλογιών, από το δικό μας και των άλλων ευρωπαϊκών χωρών. Οι εσωτερικοί κυβερνητικοί κραδασμοί είναι, ωστόσο, εντελώς διαφορετικής φύσης και, λόγω ακριβώς της ιδιαιτερότητάς τους, θα μπορούσαν να εκπλήξουν, αλλά, ίσως, και να διδάξουν.
Ο σοσιαλιστής υποψήφιος πρώτα και το Σοσιαλιστικό Κόμμα, στη συνέχεια, κέρδισαν απόλυτες πλειοψηφίες στη φετινή προεδρική και βουλευτικές εκλογές κι έτσι δεν ήταν αναγκασμένοι να κυβερνήσουν μαζί με άλλες δυνάμεις. Το επέλεξαν, όμως, και μάλιστα «προίκισαν» τους συμμάχους τους, τους Πράσινους, με μια μεγαλύτερη κοινοβουλευτική ομάδα από ό,τι θα δικαιολογούσε η εκλογική τους επίδοση, καθώς και με δύο αρκετά σημαντικές υπουργικές καρέκλες. Και τώρα, αυτοί οι σύμμαχοι τους το ξεπληρώνουν καλά: στο πρόσφατο έκτακτο Συνέδριό τους, οι Πράσινοι αποφάσισαν με πλειοψηφία 70%, κατά της υπερψήφισης στη Βουλή του (ελαφρώς αλλαγμένου μετά την εκλογή και την παρέμβαση του Φρανσουά Ολάντ) Δημοσιονομικού Συμφώνου, το οποίο ο νέος Πρόεδρος και η νέα κυβέρνηση ανήγαγαν, έκτοτε, σε κεντρικό πολιτικό ζήτημα… Βέβαια, το Σύμφωνο θα ψηφιστεί και χωρίς τους Πράσινους και ασφαλώς η αναγκαστική υπερψήφισή του δεν αποτελούσε μέρος του «κυβερνητικού συμφώνου» μεταξύ των δύο πλευρών. Όμως η εικόνα διαφωνίας των εταίρων για ένα τόσο σοβαρό ζήτημα και σε μια τόσο κρίσιμη στιγμή (η Γαλλία ετοιμάζεται να μπει σε ύφεση), έπληξε άμεσα την κυβερνητική αξιοπιστία -και είχε και ως παράπλευρη απώλεια την οικειοθελή απομάκρυνση του Ντάνι Κον Μπεντίτ από το κόμμα που δεν τα καταφέρνει καθόλου χωρίς αυτόν.
Σε γενικότερο και πιο κοντινό στα δικά μας επίπεδο, η υπόθεση εγείρει προβληματισμούς για το σκοπό και τις βάσεις κάθε κυβέρνησης στην οποία συμμετέχουν περισσότερα τους ενός κόμματα. Ειδικά στη γαλλική περίπτωση, αφού δεν πρόκειται για κυβέρνηση συνασπισμού, αλλά για οικειοθελή συνεργασία ενός πολύ μεγαλύτερου με ένα πολύ μικρότερο κόμμα, τα ερωτήματα αποκτούν μεγαλύτερη ευκρίνεια. Τι νόημα παίρνει σε μια τέτοια κυβέρνηση η «κομματική πειθαρχία»; Σε τι βαθμό οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη τους οι εταίροι τη «μεγάλη εικόνα», δηλαδή τη συνολική εικόνα της κυβέρνησης, χωρίς να αισθάνονται ότι υποχωρούν από θέσεις αρχής; Πόσο δεσμευτικό και άρα, πόσο αναλυτικό πρέπει να είναι το προεκλογικό ή μετεκλογικό «σύμφωνο συνεργασίας» μεταξύ των συνεργαζόμενων κομμάτων; Τι συνέπειες και πόσο αυτόματες, θα πρέπει να έχει κάθε δημόσια έκφραση διαφωνίας, πόσο μάλλον εκείνη που εμφανίζεται σε ψηφοφορία, ή σε επίσημη θέση, για μεγάλης σημασίας θέματα; Σε τελική ανάλυση: τι βαραίνει περισσότερο σε μια κυβέρνηση συνεργασίας, οι εσωτερικές μεταξύ των εταίρων ισορροπίες, ή το γενικό συμφέρον και ποιος και με τι διαδικασίες το ορίζει αυτό;
Είναι προφανές ότι όλα αυτά έχουν προεκτάσεις στον τρόπο λειτουργίας και της δικής μας κυβέρνησης. Στην παρούσα φάση, για να το πούμε όσο πιο κομψά γίνεται, τα αντίστοιχα ζητήματα όχι μόνο δεν έχουν λυθεί, αλλά δεν έχουν καν σοβαρά απασχολήσει τους εταίρους. Και δεν νομίζω να υπάρχει κανείς που να τα θεωρεί περιθωριακά, τη στιγμή που η κρίση βαθαίνει, που η Ευρώπη παλεύει να κάνει άλματα και που, μετά τη Λισαβόνα, μεγάλες διαδηλώσεις ετοιμάζονται στην Αθήνα και τη Μαδρίτη.