Δύο εκλογές την Κυριακή, ταυτόχρονα, στην Ευρώπη. Σ’ εμάς και στη Γαλλία.
Σ’ εμάς, με πιθανή προοπτική στην καλύτερη περίπτωση, μία νέα κυβέρνηση συνεργασίας των κομμάτων που δεν θέλουν καταστροφική επιστροφή στη δραχμή και στη χειρότερη, ένα πολιτικό κοινοβουλευτικό αδιέξοδο με τεράστιες οικονομικές συνέπειες.
Και στη Γαλλία, με μια πιθανή νίκη του σοσιαλιστή Φρανσουά Ολάντ (πρόβλεψη και των τεσσάρων τελευταίων δημοσκοπήσεων) με πλειοψηφία από 52,5 ως 53,5% και συνεπώς με πιθανή αλλαγή πολιτικής και στη χώρα αυτή και σε όλη την Ευρώπη.
Όταν, το 2009, το ΠαΣοΚ του Γιώργου Παπανδρέου κέρδισε τις εκλογές, σε όλη την κοινοτική Ευρώπη θριάμβευε η φιλελεύθερη δεξιά με πολιτική την πιο αυστηρή δημοσιονομική αυστηρότητα. Βρεθήκαμε τότε με ένα τεράστιο χρέος και με τεράστια ελλείμματα που δεν έδειχναν οι επίσημοι αριθμοί και που ήταν έργο της απερχόμενης τότε δεξιάς. Η Ευρώπη μας βοήθησε, αλλά με δρακόντειους όρους, που δεν έλυσαν το πρόβλημα, γονατίζοντας όμως την οικονομία και την κοινωνία.
Δυστυχώς, εφαρμόζοντας το μνημόνιο, οι κυβερνήσεις του ΠαΣοΚ έκοψαν συντάξεις και μισθούς, αλλά δεν προχώρησαν σε μια δίκαιη, με τη φορολογία, κατανομή των θυσιών και σε απαραίτητες, και χωρίς το μνημόνιο, δομικές μεταρρυθμίσεις. Και σε αυτό δεν φταίει το μνημόνιο!
Με αποτέλεσμα την εθνική ασφυξία και ένα τεράστιο, αναπάντητο και συνεπώς οργισμένο «γιατί;» των θυμάτων. Κάποιοι δογματικοί της οικονομίας της αγοράς εδώ και κυρίως στην Ευρώπη, θέλησαν να υπάρξει ένα τιμωρητικό παράδειγμα και μας διάλεξαν; Πολλοί το πιστεύουν. Η αλήθεια είναι όμως ότι δεν μας προτάθηκε μια πειστική προοπτική για την έξοδο από την κρίση και τα αδιέξοδά της. Και η αλήθεια είναι επίσης ότι λύσεις πέρα από το μνημόνιο, μόνο μερικοί τυχοδιώκτες της πολιτικής και της δήθεν οικονομικής «επιστήμης» νόμισαν ότι μπορούσαν να διατυπώσουν, με όρους μιας υποθετικής εθνικής ανεξαρτησίας απειλούμενης από μια νέα ξένη κατοχή.
Στη Γαλλία, το πρόβλημα είναι φυσικά διαφορετικό και όχι μόνο γιατί η χώρα είναι ισχυρή και πλούσια. Μολοντούτο, το χρέος της είναι μέγα και διπλασιάστηκε τα τελευταία δέκα χρόνια, με ευθύνη της δεξιάς και προσωπικά του Νικολά Σαρκοζί, αυξήθηκε το έλλειμμα, κλονίστηκε η διεθνής χρηματοπιστωτική θέση της χώρας, παράλληλα με μια αλματική αύξηση της ανεργίας, το κλείσιμο ή τη μετανάστευση εκατοντάδων κάθε χρόνο μικρών, μεσαίων και μεγάλων παραγωγικών μονάδων, τη δημιουργία ενός κλίματος δυσπιστίας προς τους πολιτικούς και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Και να, μαζί με με την ξενοφοβία και το ρατσισμό, το αίτιο της προόδου της λεπενικής ακροδεξιάς που θα ξαναδούμε στις πολύ προσεχείς βουλευτικές εκλογές.
Αν κερδίσει ο Φρανσουά Ολάντ, θα υπάρξει ελπίδα αλλαγής ορισμένων πολιτικών και συνεπώς κλίματος και ελπίδα ενός αποφασιστικού αντίλογου στη νεοθατσερική ευρωπαϊκή δεξιά που εκφράζει η κ. Μέρκελ.
Εδώ; Από Δευτέρα, τι; ΚΑΠΟΙΕΣ συμμαχίες ή νέες εκλογές. Αλλά κυρίως, για πρώτη φορά, μια συσπείρωση ενός εθνικιστικού και αδιέξοδου αντιευρωπαϊσμού, δεξιού και αριστερού, που προδικάζει ίσως τα χειρότερα. Και ένα έλλειμμα προοδευτικών δημοκρατικών δυνάμεων, που οι εκλογές, άφρονες κατά τη δική μου αντίληψη, δεν μπορούσαν να καλύψουν. Μπορούν όμως να προωθήσουν τις δυνάμεις εκείνες στη ΔΗΜΑΡ και όσες έχουν επιβιώσει μέσα στο ΠαΣοΚ. Που με αντιφάσεις, φυσικά, οδεύουν (για την ώρα…) προς τη σωστή κατεύθυνση, ευρωπαϊκή, δημοκρατική, αριστερή… Για αργότερα, φυσικά. Ίσως μάλιστα σύντομα.
.
Ο Ριχάρδος Σωμερίτης είναι δημοσιογράφος