Αν η πιο σκληρή όψη της κρίσης άγγιξε τη Γαλλία –που την άγγιξε-, τότε πού πάει η Ευρώπη; Για τι «Ένωση» μιλάμε, όταν ο ένας από τους δύο γεννήτορές της, και ο μόνος δυνατός εξισορροπιστής έναντι του άλλου, αρχίζει να χάνει τα τρένα που ο ίδιος έβαλε στις ράγες; Δυστυχώς τα ερωτήματα αυτά δεν είναι πια θεωρητικά. Και ακόμα δυστυχέστερα, δεν είναι μόνο οι «Αγορές» που χτυπάνε τις καμπάνες.
Φυσικά το πιο βαρύ, και πάντως το πιο ηχηρό, χτύπημα ήρθε από τις αγορές. Με την υποβάθμιση του «τριπλού Α» και από τον οίκο αξιολόγησης Moody’s, λίγους μήνες μετά τον Standard & Poor’s, η Γαλλία όχι μόνο χάνει οριστικά την ανώτατη πιστοληπτική βαθμολογία, αλλά και υπόκειται σε πολύ σκληρή «δομική» κριτική: δεν είναι αρκετά ανταγωνιστική, υπολείπεται σε ουσιώδεις μεταρρυθμίσεις, είναι πολύ πιθανό να αντιμετωπίσει δημοσιονομικά προβλήματα. Προκειμένου για το συγκεκριμένο «μαθητή» της τάξης της Ευρωζώνης είναι σαν από αριστούχος να ξύπνησε ένα πρωί στην παρέα των μεταξεταστέων. Το κρισιμότερο δεν είναι ο βαθμός καθεαυτός, αλλά η αίσθηση ότι οι προηγούμενες επιδόσεις ήταν κάποιο τρόπο κλεμμένες: τόσο βαθιά προβλήματα δεν δημιουργούνται από τη μια μέρα στην άλλη (ούτε βέβαια εντοπίζονται από τη μια μέρα στην άλλη, αλλά αυτή είναι μια διαφορετική ιστορία). Ακόμα σημαντικότερο, το να αποδίδονται σε μια χώρα με την οικονομική ευρωστία, το ανθρώπινο δυναμικό, τις παραγωγικές δυνατότητες και την τεχνολογική ανάπτυξη της Γαλλίας τέτοια βαθιά δομικά ελλείμματα σημαίνει ότι κάτι δεν πάει καλά είτε με αυτούς που βαθμολογούν, είτε με τη σχέση των κριτηρίων βαθμολόγησης με την πραγματικότητα, είτε και με τα δύο –σημαίνει πάντως σίγουρα ότι είναι προβληματικό, και θέλει ξανακοίταγμα, και όχι μόνο τιμωρία, ολόκληρο το «ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο».
Αναπόφευκτα, λόγω της χρονικής συγκυρίας της υποβάθμισης, η σημερινή γαλλική κυβέρνηση ρίχνει όλη την ευθύνη στην προκάτοχό της –η ίδια έχει μόνο έξι μήνες στην εξουσία, ενώ πρόλαβε να πάρει και τα πρώτα μέτρα για την ανταγωνιστικότητα (που λήφθηκαν υπόψη αλλά δεν άρκεσαν στη Moody’s). Όμως τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά, γιατί ολόκληρο το γαλλικό πολιτικό σύστημα παρουσιάζει δείγματα αν όχι ανοιχτής κρίσης, πάντως σοβαρών δυσλειτουργιών, και μάλιστα και στους δύο βασικούς του πόλους. Η κεντροαριστερή κυβέρνηση, παρόλο που δεν έχει κάνει το μεγάλο λάθος -θα μπορούσε μάλιστα να υποστηριχτεί ότι έχει αλλάξει, προς το καλύτερο, τις ενδοευρωπαϊκές ισορροπίες-, έχασε σε χρόνο ρεκόρ την εμπιστοσύνη του κοινωνικού σώματος και φαίνεται να μπαίνει σε μια φάση, κατά την οποία, ό,τι και να κάνει ο Πρόεδρος (όπως την πρόσφατη, παιδαγωγικά πολύ επιτυχημένη, εφ’ όλης της ύλης συνέντευξη τύπου), δεν μπορεί να ανατρέψει την απώλεια δυναμικής. Από την άλλη, το βασικό αντιπολιτευτικό κόμμα, η κεντροδεξιά της οποίας ως χτες ηγείτο ο Σαρκοζί, διχάστηκε και τσακίστηκε κατά τη διαδικασία άμεσης εκλογής διαδόχου του : ο νέος αρχηγός-έκπληξη Κοπέ, όχι μόνο επικράτησε με διαφορά εκατό ψήφων (στις 160.000) αλλά και αποτελεί την πιο σκληροπυρηνική εκδοχή μιας Δεξιάς που, στη Γαλλία τουλάχιστον, διαθέτει αξιοπιστία μόνο όταν είναι μετριοπαθής. Οικονομική κρίση και αδυναμία των βασικών πολιτικών κομμάτων είναι ένας πραγματικά εκρηκτικός συνδυασμός.
Επιπλέον, οι Moody’ s, στην πολύ αυστηρή αιτιολόγηση της υποβάθμισης, ξανανοίγουν το ζήτημα του εκτροχιασμού των χωρών του Νότου, με τις οποίες παραδοσιακά η Γαλλία διατηρεί πολύ στενές σχέσεις, και ειδικά της Ελλάδας, για την οποία σημειώνεται ότι το ενδεχόμενο εξόδου από το ευρώ δεν έχει ακόμα αποκλειστεί. Το να συμπαρασύρει την Ελλάδα η πτώση της Γαλλίας, της πιο ειλικρινούς και σταθερής συμμάχου της χώρας μας, θα ήταν κάτι παραπάνω από ειρωνεία της τύχης: η αρχή του τέλους μιας κάποιας αντίληψης περί Ευρώπης και περί πολιτικής.