Γαλανόλευκα ράκη

Αγγελική Σπανού 17 Μαρ 2015

Δεν είναι η πρώτη φορά που η εξωτερική πολιτική αντιμετωπίζεται ως πεδίο εκτόνωσης νοσηρού εθνικισμού και ως δυνατότητα για ξέσπασμα συλλογικών απωθημένων. Ζητούμενο γίνεται όχι το αποτέλεσμα αλλά η περηφάνια, αφού η νίκη δεν επιδιώκεται μέσα από την εθνική ακμή αλλά από την παρακμή. Δεν είμαστε καλύτεροι, είμαστε διαφορετικοί. Δεν μπορούμε περισσότερα και καλύτερα, μπορούμε όμως να κάνουμε τα πάντα. Δεν καταβάλλουμε μια συνεπή και συνεχή προσπάθεια, αλλά ξεχωρίζουμε επειδή είμαστε ικανοί για ακρότητες, αν χρειαστεί.

Το κοινό καλείται να παρακολουθήσει την άσκηση διπλωματίας σαν να πρόκειται για ντέρμπυ ποδοσφαίρου, παίρνει θέση στις κερκίδες, βρίζει, φτύνει, πετάει μπουκάλια και φυσικά, αν τα πράγματα δεν πάνε καλά, επιτίθεται στον διαιτητή και ξεσπάει με μίσος για την αντίπαλη ομάδα.

Η διαπραγμάτευση δεν αντιμετωπίζεται ως διάλογος με επιχειρήματα και σκοπό τον συμβιβασμό μέσω αμοιβαίων υποχωρήσεων, αλλά ως σύγκρουση που κατατείνει στην ταπείνωση της άλλης πλευράς και η οποία επιτρέπει όλα τα μέσα, είναι ένα είδος πολέμου όπου δεν κερδίζει οπωσδήποτε όποιος έχει τις περισσότερες δυνάμεις αλλά ίσως και εκείνος που μπορεί να απειλήσει με τα όπλα των προγόνων ή και με πυρηνικά.

Το πρότυπο που μας εμπνέει περισσότερο είναι μια επικράτηση του Δαβίδ επί του Γολιάθ, η μάχη του ενός εναντίον όλων είναι το καλύτερό μας, εφόσον ασφαλώς δεν υπάρξουν δραματικές επιπτώσεις για την πλευρά μας. Δεν θεωρούμε οπωσδήποτε αρετή την εξασφάλιση συμμαχιών και τη βελτίωση της διεθνούς εικόνας της χώρας, ούτε βέβαια την ενίσχυση της θέσης μας με αντικειμενικούς όρους. Δεν μας ενδιαφέρει να είμαστε όπως οι άλλοι και να τα καταφέρνουμε όπως οι άλλοι, μας καίει να συντηρήσουμε την ιδιοτυπία μας και να έχουμε τα πλεονεκτήματα της ομάδας διατηρώντας τη μοναδικότητα και την εξαίρεσή μας. Αλλωστε, πιστεύουμε πολύ στην αξία της τρικλοποδιάς, της πονηρής εκείνης κίνησης που -φανταζόμαστε ότι- θα γίνει την κατάλληλη στιγμή και θα ανατρέψει την εικόνα.

Κι όμως, η διπλωματία στην ελληνική εκδοχή της έχει κάποια σχέση με τη μαγεία, δεν μετρούν μόνο οι συσχετισμοί ισχύος και τα συμφέροντα, αλλά επίσης η μεταφυσική, το δίκιο -όπως το βλέπουμε μόνο εμείς- και ένα υποθετικό ταλέντο. Δίκιο έχουμε πάντα εμείς, από αρχαιοτάτων χρόνων. Είμαστε το κέντρο της γης, ένας περιούσιος λαός που υφίσταται φθόνο για τα κάλλη της πατρίδας του και για την εφυία του, αλλά που τελικά ποτέ δεν πεθαίνει. Και το ταλέντο μας είναι μοναδικό. Την ώρα που ζητάμε λεφτά από τους Γερμανούς, τους θυμίζουμε τις πολεμικές επανορθώσεις που μας χρωστάνε, τους προειδοποιούμε ότι θα στείλουμε τζιχαντιστές στο Βερολίνο, αφήνουμε να εννοηθεί ότι υπάρχουν πορτοκαλιές με πορτοκάλια στη Μόσχα και στο Πεκίνο και ότι, άμα τα βρούμε σκούρα, γινόμαστε αποικία του Πούτιν πάνω από τη Μέση Ανατολή και φτιάχνουμε ένα γεωπολιτικό μπάχαλο, έχοντας σμπαραλιάσει πρώτα τον εαυτό μας.

Ακριβώς επειδή η ελληνική εξωτερική πολιτική δεν έχει ως κεντρικό σκοπό την επίλυση προβλημάτων αλλά την αξιοποίησή τους για επικοινωνιακούς λόγους, δεν υπάρχει θεσμική συνέχεια, για παράδειγμα ένας μόνιμος υφυπουργός ή ένα Εθνικό Συμβούλιο Εξωτερικής Πολιτικής και Αμυνας του οποίου ο ρόλος δεν θα είναι απλώς διακοσμητικός. Επίσης, ενώ τα περισσότερα δημοκρατικά κόμματα συμφωνούν στις βασικές αρχές όλων των μεγάλων θεμάτων που χαρακτηρίζονται εθνικά, αυτή η συναίνεση δεν εκπέμπεται, αλλά αντίθετα γίνεται βαβούρα για τη βαβούρα, ακόμη και χωρίς ουσιαστικό λόγο. Εξάλλου, επειδή ο συνήθης κυβερνητικός στόχος είναι η διέγερση του θυμικού, το βάρος πέφτει στην επικοινωνία, υπάρχουν πράγματα που λέγονται και δεν γίνονται στο πλαίσιο μας δημόσιας διαπραγμάτευσης, κάποιες φορές με όρους καβγά στο καφενείο ή στον αχυρώνα.

Ολα αυτά συνδέονται με την τακτική της αμφισβήτησης του πατριωτισμού των αντιπάλων που φτάνει μέχρι και σε καταγγελίες για προδοσία, γερμανοτσολιαδισμό και ξενοδουλία. Στα χρόνια της κρίσης, αυτού του είδους η διχαστική αντίληψη έφτασε στα ακραία όριά της και το υβρεολόγιο της δημόσιας ζωής βρήκε πέρασμα, σε αρκετές περιπτώσεις, και στο κοινωνικό πεδίο γύρω από το τεχνητό δίπολο μνημόνιο/αντιμνημόνιο που εξελίχθηκε στον πιο trendy νεοελληνικό μανιχαϊσμό.

Το τελευταίο διάστημα έχει αναπτυχθεί η συναισθηματική ταύτιση μεταξύ πολιτών και ηγεσίας. Ο εθνικολαϊκισμός που διαχέεται ενισχύει την αυτοπεποίθηση του μικροαστού, αλλά και του μεγαλοαστού, που φουσκώνει από περηφάνια και χειροκροτά τον Γ. Βαρουφάκη κάθε φορά που την πέφτει στον πιστωτή-εταίρο και πριν βγάλει μια ακόμη selfie. Περιμένοντας τον στρατό να μοιράσει ενημερωτικά φυλλάδια στα σχολεία για να μάθουν -καλύτερα- οι μαθητές τι μας έχουν κάνει οι Γερμανοί, απολαμβάνουμε, τυλιγμένοι σε γαλανόλευκα ράκη, την ομφαλοσκόπησή μας και την πορεία μας έξω και μακριά από τον ευρωπαϊκό κόσμο.

Ο δικός μας κόσμος είναι γεμάτος από νταήδες, όπως οι βασανιστές της γαλακτοκομικής σχολής Ιωαννίνων, και πονηρούς, όπως οι  σιωπηλοί υποστηρικτές των ανδραγαθημάτων τους, εκείνοι που ήξεραν και δεν μίλησαν, οι άλλοι που έβλεπαν και γέλαγαν, εκείνοι που μεσολάβησαν για να ολοκληρωθεί, ατιμώρητα, το έργο τους, στο οποίο συνέβαλαν γονείς, εκπαιδευτικοί, κοινωνικός περίγυρος και η βαθιά ελληνικότητά μας.