Ο υπουργός Οικονομικών Γιάνης Βαρουφάκης δήλωσε από την Ουάσιγκτον ότι «η κυβέρνηση είναι έτοιμη να αναλάβει το πολιτικό κόστος για ορισμένες δύσκολες αποφάσεις που είναι απαραίτητες για να ανακτήσει την εμπιστοσύνη των εταίρων της παγκοσμίως». Μιλώντας στο Ινστιτούτο Brookings, o υπουργός χαρακτήρισε παγκόσμια τη σημασία των διαπραγματεύσεων της Ελλάδας με τους εταίρους, τονίζοντας ότι η έκβασή τους θα αναδείξει αν η Ευρώπη βοηθά ή τελικά εμποδίζει την ανάκαμψη της παγκόσμιας οικονομίας, από τις συνέπειες του κραχ του 2008.Απέκλεισε εκλογές ή δημοψήφισμα και εξέφρασε την αισιοδοξία του ότι θα υπάρξει συμφωνία σύντομα.
«Η Ελλάδα όχι μόνο πέρασε από μία περίοδο λιτότητας χωρίς προηγούμενο σε περίοδο ειρήνης, αλλά, όπως σημείωσε, πέρασε από μία ‘πυραμίδα’ ανάπτυξης, σε μία ‘πυραμίδα’ λιτότητας (from ponzi growth to ponzi austerity) και οι δύο βασισμένες σε ένα μη βιώσιμο δανεισμό», σημείωσε ο Γ. Βαρουφάκης. Παράλληλα, πρόσθεσε ότι το ελληνικό δράμα χρέους του 2010 ήταν ο προάγγελος πολλών από αυτά που ακολούθησαν σε μεγάλα τμήματα της Ευρωζώνης.
Ο κ. Βαρουφάκης τόνισε ότι είναι λογικό να πιστέψει κανείς ότι η Ευρώπη έχει ξεπεράσει την οικονομική κρίση και ότι οι διασώσεις των οικονομιών των περιφερειακών της χωρών σε συνδυασμό με την αυστηρή λιτότητα είχε αποτέλεσμα, με την Ελλάδα να μην καταφέρνει να ανακάμψει εξαιτίας δικών της λαθών.
Ωστόσο, οι χρόνιες παθογένειες της Ελλάδας δεν μπορούν να δικαιολογήσουν το εύρος και την επιμονή της τρέχουσας κρίσης, πρόσθεσε ο υπουργός Οικονομικών, συμπληρώνοντας ότι πρέπει να ερευνηθούν τα λάθη στον σχεδιασμό της νομισματικής ένωσης και πώς αυτά σε συνδυασμό με τα ελαττώματα του έθνους μας παρήγαγαν μία κρίση – τέρας, τέτοια που έχει καταλήξει σε μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης σε ανθρωπιστικό επίπεδο.
Ο κ. Βαρουφάκης επεσήμανε ότι ακόμη και σε χώρες που παρουσιάζονται ως «οι καλοί μαθητές» της Ευρώπης οι επενδύσεις, η αύξηση παραγωγικότητας και η βελτίωση των επιπέδων διαβίωσης υπήρξαν απογοητευτικές ακόμη και με τα πρότυπα της ασθενούς αμερικάνικης ανάκαμψης.
Ο Έλληνας υπουργός αναφέρθηκε στη δυσκολία των διαπραγματεύσεων με τους θεσμούς και το γεγονός ότι διαρκούν πολύ, υπογραμμίζοντας αρχικά ότι η ελληνική κυβέρνηση επιθυμεί περισσότερο από κάθε άλλο να καταλήξουν επιτυχώς.
Παρόλα αυτά εξήγησε ότι η λέξη – κλειδί είναι το «επιτυχώς», υπογραμμίζοντας ότι θα ήταν πολύ εύκολο για εκείνον και τον Έλληνα πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα να προσυπογράψουν το υπάρχον μνημόνιο.
«Μόνο που αυτό θα ήταν λάθος προς τους δανειστές, προς τους εταίρους και τον λαό της χώρας», εκτίμησε ο υπουργός Οικονομικών, εξηγώντας ότι το πρόγραμμα αυτό αποτελεί μια συνταγή, μια θεραπεία, που «κανένας λογικός άνθρωπος δεν μπορεί να θεωρήσει επιτυχημένη».
Ωστόσο, ο κ. Βαρουφάκης παραδέχθηκε ότι οι έως τώρα επιδόσεις της Ελλάδας στον τομέα των μεταρρυθμίσεων δεν ήταν ικανοποιητικές και πρόσθεσε ότι εξαρτάται από τους Έλληνες και την ελληνική κυβέρνηση να καταλήξουν σε μια μεταρρυθμιστική ατζέντα η οποία θα έχει αποτέλεσμα.
Όμως σημείωσε ότι η κυβέρνηση του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα δεν θα προσυπογράψει στόχους που γνωρίζει ότι η οικονομία της Ελλάδας δεν μπορεί να πετύχει μέσω πολιτικών που οι εταίροι δεν θα έπρεπε να θέλουν να επιβάλουν.
Ο Έλληνας υπουργός είπε ότι συχνά δέχεται την ερώτηση γιατί οι άλλες χώρες που ακολούθησαν πολιτικές λιτότητας δεν αντιμετώπισαν την καταστροφική κατάρρευση που σημειώθηκε στην Ελλάδα.
Ο λόγος είναι απλός, εξήγησε: Ότι αυτές οι χώρες υποβλήθηκαν σε λιγότερη λιτότητα και για σημαντικά μικρότερη χρονική περίοδο.
«Η Ελλάδα ήταν η πρώτη που διασώθηκε και κατέληξε ένα πειραματόζωο, όπου έγιναν πολλά πειράματα προς όφελος άλλων, όμως τελικά η Ιστορία θα δείξει ότι το πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων, που συνόδευε τα δάνεια, ήταν λάθος», σημείωσε ο κ. Βαρουφάκης.
«Όπως ήταν αναμενόμενο, η αρχή της επιβολής αυστηρής λιτότητας στην πιο ελλειμματική οικονομία προκάλεσε τη μεγαλύτερη κρίση σε καιρό ειρήνη», πρόσθεσε.
Οι μεταρρυθμίσεις
Ως προς τις μεταρρυθμίσεις που εκκρεμούν, ο υπουργός Οικονομικών Γιάνης Βαρουφάκης ανέφερε τα εξής:
1.Δημόσιο: «Η μεταρρύθμιση της δημόσιας διοίκησης είναι απαραίτητη για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας. Για παράδειγμα η απαγόρευση της αναζήτησης πληροφοριών από τους πολίτες και τις επιχειρήσεις από οποιαδήποτε υπηρεσίας του κράτους που βρίσκονται υπό την κατοχή του δημόσιου τομέα, θα μειώσει σημαντικά το κόστος των συναλλαγών καθώς επίσης θα αφαιρέσει ευκαιρίες μικρο-διαφθοράς».
2.Ασφαλιστικό: Αντί για την οριζόντια μείωση των συντάξεων που προωθείται ως «ασφαλιστική μεταρρύθμιση», τόνισε ότι «θα περιορίσουμε δραστικά πρόωρες συνταξιοδοτήσεις και θα αποτρέψουμε τράπεζες και άλλες εταιρίες (δημόσιες και ιδιωτικές) από το να μετακινούν τα διαχρονικά εργασιακά τους κόστη στα ασφαλιστικά ταμεία ενθαρρύνοντας πρόωρες συνταξιοδοτήσεις».
3. Ιδιωτικοποιήσεις: «Οι πολιτικές μας για τις ιδιωτικοποιήσεις στοχεύουν στη σωστή αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας αντί για τα απαράδεκτα ξεπουλήματα του παρελθόντος, με απαιτήσεις ελάχιστης επένδυσης, πάνω από την τιμή που ζητείται, έτσι ώστε να υπάρχει αντιστοιχία των βραχυπρόθεσμων εσόδων με τη μακροχρόνια αύξηση του ΑΕΠ και πρόβλεψη για συμμετοχή στα συνταξιοδοτικά ταμεία από την συμμετοχή στο κεφάλαιο που θα διατηρήσει το κράτος».
4. Χρηματοπιστωτικό σύστημα: «Οι πολιτικές στον τομέα της παροχής πιστώσεων, μεταρρυθμίσεων στη Δικαιοσύνη και στην προστασία των αδύνατων, όπως και στη σταθεροποίηση της αγοράς ακινήτων θα περιλαμβάνουν, δημιουργία μιας «κακής τράπεζας» (από το «μαξιλάρι» του ΤΧΣ) ώστε να διαγράψουμε τα «κόκκινα δάνεια» χωρίς να πιέσουμε τις τιμές των ακινήτων προς τα κάτω με ένα κύμα πλειστηριασμών και χωρίς να δημιουργήσουμε ένα κύμα άστεγων Ελλήνων».
5. Εργασιακά: «Η μεγαλύτερη αποτυχία της ελληνικής αγοράς εργασίας είναι η αδήλωτη απασχόληση που υπολογίζεται στο 30% της μισθωτής εργασίας. Μέρος της αιτίας είναι η αποτυχία της δημόσιας διοίκησης να επιβάλουν την εφαρμογή των ισχυόντων νόμων. Θα ζητήσουμε από τη Διεθνή Οργάνωση Εργασίας (ILO) να σχεδιάσουν συμβάσεις εργασίας που καταπολεμούν την αδήλωτη εργασίας και ενισχύουν τον ανταγωνισμό ανάμεσα στους εργοδότες.
6. Ενίσχυση της Επιτροπής Ανταγωνισμού και περιορισμός των μη ανταγωνιστικών πρακτικών που εφαρμόζονται από αυτούς που κηρύττουν ενάντια στη δύναμη των ολιγοπωλίων με αποτέλεσμα να αυξάνουν το περιθώριο τιμής-κόστους στη διάρκεια της ύφεσης.