Αναμφίβολα η στήριξη της κυβέρνησης από το ΠΑΣΟΚ και τη ΔΗΜΑΡ, είναι μια πράξη ευθύνης απέναντι στη χώρα και την κοινωνία. Αυτή η βαρύνουσας σημασίας πολιτική στάση των δύο κομμάτων, όμως, έχει και αρκετές παρενέργειες.
Κατ’ αρχάς, η επιλογή του τρόπου συμμετοχής στην κυβέρνηση από τα κόμματα της κεντροαριστεράς, παραχώρησε πλήρως την πρωτοβουλία των κινήσεων στον κ. Σαμαρά και στη Ν. Δημοκρατία. Η απουσία πολιτικών στελεχών των δύο κομμάτων από την κυβέρνηση, εμφανίζει τον κ. Σαμαρά και τους υπουργούς της Ν. Δημοκρατίας, να έχουν και να επιδεικνύουν την κινητικότητά τους και να ασκούν την όποια πολιτική τους. Το ΠΑΣΟΚ και η ΔΗΜΑΡ, δεν θα αποκομίσουν τίποτα το θετικό από την απόσυρσή τους στο βάθος του κυβερνητικού πίνακα. Αντίθετα, η έστω και μικρή επιτυχία του κυβερνητικού έργου, θα πιστωθεί εξ ολοκλήρου στον κ. Σαμαρά και στη Ν. Δημοκρατία, ενώ η αποτυχία θα χρεωθεί σε όλες τις δυνάμεις που στηρίζουν με οποιοδήποτε τρόπο την κυβέρνηση. Σε μια επερχόμενη δε αναμέτρηση, τα δύο κόμματα της κεντροαριστεράς, μάλλον θα συνθλιβούν αμήχανα, ανάμεσα στον διακηρυσσόμενο στόχο του κ. Σαμαρά για την παραμονή στο ευρώ και στον αγοραίο και ξέφρενο λαϊκισμό του ΣΥΡΙΖΑ.
Η αμηχανία και η πολιτική αμφιθυμία, επιπλέον, χαρακτηρίζουν τους δύο εταίρους της κυβέρνησης. Ενδεικτική είναι η στάση τους στο ζήτημα των νέων μέτρων και της αναζήτησης των περιβόητων 11.5 δις ευρώ. Ενώ κατανοούν απόλυτα την αναγκαιότητά τους, αφήνουν να υποβόσκει η διαφωνία τους, μιλούν γενικά για κάποια άλλα ισοδύναμα μέτρα και υπάρχουν και στελέχη τους που δηλώνουν ότι θα τα καταψηφίσουν κιόλας. Και όμως, το θέμα αυτό θα μπορούσε να ήταν το πεδίο όπου η κεντροαριστερά θα ενέγραφε το μεταρρυθμιστικό της πλάνο. Με το ικανό της στελεχικό δυναμικό και με την κυβερνητική εμπειρία πολλών από το ΠΑΣΟΚ, είχε και έχει ακόμα τη δυνατότητα να αναδείξει τις περιοχές εκείνες του κρατικού μηχανισμού που απορροφούν το δημόσιο χρήμα, να ζητήσει συγκεκριμένες και μεγάλες περικοπές εκεί όπου ακόμα καταβάλλονται τεράστιες αμοιβές από το Δημόσιο, για να αποφευχθούν οι εύκολες αλλά άδικες οριζόντιες μειώσεις, να προτείνει και να αγωνιστεί για τον δραστικό περιορισμό του κόστους λειτουργίας και των προνομίων του πολιτικού συστήματος, να επανατοποθετήσει το ζήτημα του συνδικαλισμού, να σχεδιάσει εν κατακλείδι ένα άλλο παράδειγμα οργάνωσης και κόστους του κράτους. Αυτό όμως προϋποθέτει την πολιτική επιλογή της ρήξης με την αριστοκρατία του ευρύτερου δημόσιου τομέα και τη σύγκρουση με τη συνδικαλιστική της γραφειοκρατία. Δυστυχώς, μέχρι πρόσφατα οι μερίδες αυτές των κρατικών μηχανισμών, είχαν προνομιακή σχέση με την κεντροαριστερά και κυρίως με το ΠΑΣΟΚ. Τώρα, μετά τις τεκτονικές εκλογικές μετακινήσεις, η κεντροαριστερά και ο σοσιαλδημοκρατικός χώρος πρέπει να επαναδιεκδικήσουν και να επανακατακτήσουν μια νέα αυθεντική κοινωνική λαϊκότητα.
Ο τρόπος της “ συγκατοίκησης ” στην κυβέρνηση και η παραχώρηση των πρωτοβουλιών στη Ν. Δημοκρατία, έχει μία ακόμα παρενέργεια που επιδρά συνολικά στο δημόσιο βίο. Ενώ το ΠΑΣΟΚ και η ΔΗΜΑΡ κρατούν μια απόσταση από την κυβέρνηση, αλλά τη στηρίζουν πάντα, σιγά – σιγά προχωρά η “παλινόρθωση του νεοδημοκρατικού κράτους”. Ενδεικτικές πρακτικές αυτής της διαδικασίας, είναι η εκπαραθύρωση του ειδικού γραμματέα του ΣΔΟΕ κ. Διώτη, και η τοποθέτηση στη θέση του ενός στελέχους της Ν.Δ., τα όσα τεκταίνονται στην ΕΡΤ σχετικά με τις διευθυντικές, διοικητικές και δημοσιογραφικές θέσεις, η ευρύτατη κομματική στελέχωση των κρατικών μηχανισμών. Την επιστροφή δε των συντηρητικών αξιών και της παραδοσιοκρατίας, συμβολίζει και το “κατέβασμα” από το Μέγαρο Μαξίμου του πίνακα “Ατέρμονο πεδίο – Δελφοί ”, του κοσμοπολίτη μοντερνιστή ζωγράφου Θεόδωρου Στάμου και η επαναφορά του έργου του Θεόδωρου Βρυζάκη “H Eλλάς ευγνωμονούσα”.
Και ενώ συμβαίνουν όλα αυτά, καμιά εξέλιξη δεν σημειώθηκε ακόμα στην κατεύθυνση της συγκρότησης μιας μεγάλης παράταξης της κεντροαριστεράς και της σοσιαλδημοκρατίας. Οι δύο οργανωμένες εκδοχές της, ασχολούνται με τα του οίκου τους και μάλλον δεν ακούν τη βουή των γεγονότων.
.
Ο Κώστας Καρακώτιας είναι νομικός και κριτικός βιβλίου