Φτάνει πια

Δανάη Διακουλάκη 01 Νοε 2020

Κλείνουν 10 χρόνια που ο φασισμός έχει εισχωρήσει για τα καλά στα ελληνικά πανεπιστήμια. Ο φασισμός. Όχι μόνο η βία που είναι ο ευφημιστικός όρος που συνήθως χρησιμοποιούμε για να περιγράψουμε το φαινόμενο,αρνούμενοι να δούμε και να αντιμετωπίσουμε την πραγματικότητα.


Σε συνθήκες ειρήνης, όταν η βία προκύπτει ως στιγμιαίο αυθόρμητο επεισόδιο και ως αποτέλεσμα θυμού και αντίδρασης σε μία προσωπική, κοινωνική ή πολιτική κατάσταση, τότε δεν δικαιολογείται μεν αλλά ερμηνεύεται. Και είναι χρέος της οικογένειας, της κοινωνίας και της πολιτείας να σκύψει πάνω στα προβλήματα που την προκάλεσαν και να μετατρέψει τη βία σε διάλογο και αντιπαράθεση ιδεών. Η βία όμως που σχεδιάζεται, προγραμματίζεται και υποκινείται από ομάδες που κινούνται στο σκοτάδι αποτελεί τη μήτρα του φασισμού. Η έλλειψη κοινωνικού ερείσματος δεν είναι το κυρίαρχο στοιχείο που καθιστά τη βία αυτής της μορφής καταδικαστέα, όπως μας διδάσκειτο παράδειγμα της Χρυσής Αυγής που έφτασε να «εκπροσωπεί» κοινοβουλευτικά το 10% του ελληνικού λαού αλλά και η ιστορία των φασιστικών ευρωπαϊκών καθεστώτων του περασμένου αιώνα. Το κοινωνικό έρεισμα ή καλύτερα η κοινωνική ανοχή είναι αυτό που επιδιώκουν οι σκοτεινές ομάδες προκειμένου να επιβληθούν. Δεν πρέπει να τις διευκολύνουμε περιοριζόμενοι σε μία παροδική δυσφορία που την ακολουθεί η αδιαφορία και η σιωπή.


Όλοι γνωρίζουμε. Όλοι οι πανεπιστημιακοί έχουν να διηγηθούν επεισόδια φασιστικής συμπεριφοράς, κυνηγητά, επικηρύξεις καθηγητών σε αφίσες, καταστροφές. Ιστορίες ακραίας βίας, ιστορίες θλιβερές. Και τις πιο πολλές φορές σιωπούμε.΄Η περιοριζόμαστε σε ένα ανούσιο ψήφισμα. Βλέποντας κάθε επεισόδιο μεμονωμένα. Είναι όμως απόλυτα συνδεδεμένα και αποτελούνβήματα στην εκτέλεση ενός σχεδίου εκφοβισμού του ελληνικού πανεπιστημίου, υπονόμευσης κάθε συλλογικής δημοκρατικής διαδικασίας, απονέκρωσης του διαλόγου και της δημοκρατίας. Οι πανεπιστημιακές αρχές αλλά και οι καθηγητές αντιλαμβάνονται σε όλο και μεγαλύτερο βαθμό το σχέδιο αυτό. Η σιωπή και η αδιαφορία προκύπτει ως το συνδυαστικό αποτέλεσμα αντιλήψεων που μπορούν σχηματικά να αποδοθούν με τα εξής στερεότυπα:


«παιδιά είναι, όλοι στα νιάτα μας επαναστάτες είμαστε».Οι συγκεκριμένες μειοψηφικές ομάδες δεν είναι όμως ?παιδιά?  με την έννοια της ανωριμότητας και των ιδανικών, δεν βρισκόμαστε σε συνθήκες επανάστασης με μαζική υιοθέτηση παρόμοιων απόψεων και πρακτικών, οι επαναστάτες δεν φοράνε κουκούλα.

«που είναι η πολιτεία; Εμείς θα λύσουμε το πρόβλημα;».Είναι σίγουρα αναγκαία μία ουσιαστική και με συνέχεια παρέμβαση από την πλευρά της πολιτείας, η οποία όμως πρέπει να στηρίζεται σε μία καθαρά εκφρασμένη απαίτηση των πανεπιστημίων και στη συνεργασία τους.

«ας το προσπεράσουμε, δεν θέλουμε περαιτέρω όξυνση». Η όξυνση όμως έρχεται μονομερώς και διογκώνει το πρόβλημα. Η αντίληψη ότι κρύβοντας το πρόβλημα κάτω απ? το χαλί, συχνά με πρόσχημα «να μη χαθούν μαθήματα», είναι ανεδαφική είναι και επικίνδυνη γιατί υποτιμά την αξία της δημοκρατίας που είναι το πιο σημαντικό μάθημα που πρέπει να διδαχθούν βιωματικά οι σημερινοί φοιτητές- οι αυριανοί πολίτες.

Σήμερα, που όλοι ανατριχιάσαμε με την εικόνα του Πρύτανη του ΟΠΑ, πρέπει να αντιστρέψουμε αυτή τη λογική του συμβιβασμού, του φόβου και της αυτολογοκρισίας. Πολιτεία και πανεπιστήμια να συνεργασθούν αποτελεσματικά ώστε με σταθερά βήματα να γίνουν ξανά τα πανεπιστήμια χώροι ελεύθερης έκφρασης και δημιουργίας.