Από τη μια, έχουμε την επίσημη δήλωση του Αλέξη Τσίπρα για το δημοψήφισμα στη Βρετανία (Βήμα, 24/6/16, Τσίπρας: Χρειαζόμαστε μια μεγάλη προοδευτική συμμαχία στην Ευρώπη). Πρόκειται για αχταρμά όπου επαναλαμβάνονταν όλα τα γνωστά κυβερνητικά συνθήματα για να ερμηνευθεί το Leave: «ακραίες επιλογές λιτότητας, έλλειμμα δημοκρατίας, εκβιαστική επιβολή αντιλαϊκών και άδικων επιλογών, διχαστικά στερεότυπα , υπεροπτικός και αλαζονικός λόγος των τεχνοκρατών». Με το συνθηματολογικό πρωθυπουργικό κείμενο δεν μπορείς να διαλεχθείς, μπορείς μόνο να φωνάξεις «ζήτω» ή «κάτω».
Από την άλλη, έχουμε το πυκνό άρθρο του Ευάγγελου Βενιζέλου (Βήμα, 27/6/16, Βρετανική αποχώρηση – Ευρωπαϊκός μετασχηματισμός, Συγκυρία, Ιστορία, Δημοκρατία) που θέτει σημαντικά ζητήματα με επιχειρήματα, με τα οποία μπορεί κανείς να συμφωνήσει ή να διαφωνήσει. Με ενδιαφέρει να ασχοληθώ και να σχολιάσω τα σχετικά με την πολιτική συμπεριφορά – των πολιτικών, όχι των ψηφοφόρων– και την άποψή του ότι μεταξύ των Ευρωπαίων πολιτών «από τις διάφορες εκδοχές του ευρωσκεπτικισμού ισχυρότερες … [είναι] αυτές που παραπέμπουν στην εθνική κυριαρχία και ταυτότητα».
Ο Ευάγγελος Βενιζέλος υπενθυμίζει καταρχήν ότι «το βρετανικό δημοψήφισμα προκλήθηκε για λόγους εσωτερικής πολιτικής σκοπιμότητας προκειμένου να διευκολύνει την εκλογική νίκη των συντηρητικών το 2015». Η καταστροφή που ήρθε, έγινε «στο όνομα της δημοκρατίας και της αναγωγής στην κυρίαρχη βούληση του βρετανικού λαού», είναι το μελαγχολικό συμπέρασμά του. Και ας μην είμαστε αισιόδοξοι ούτε για το μέλλον των σχέσεων Ηνωμένου Βασιλείου-Ένωσης, ούτε για το τι θα συμβεί με την Ελλάδα: οι συμπεριφορές των κυβερνήσεων και των κοινοβουλίων των κρατών – μελών «θα καθορίζονται πολύ περισσότερο από κριτήρια εσωτερικής πολιτικής σκοπιμότητας».
Αλλά ενώ δίνει τόση σημασία στις εσωτερικές πολιτικές σκοπιμότητες, που κυριαρχούν στην Ελλάδα και στις άλλες χώρες, ο Ευάγγελος Βενιζέλος καταλήγει στο περίεργο, για μένα, συμπέρασμα ότι για όσα συμβαίνουν δεν φταίνε οι πολιτικοί αλλά οι πολίτες: η Ελλάδα είναι αποδυναμωμένη στις σχέσεις της με την Ένωση διότι «η κοινωνία, ακριβέστερα ο Ελληνικός λαός, δεν έχει διαμορφώσει τις προϋποθέσεις της εθνικής σοβαρότητας και υπευθυνότητας που θεμελιώνονται στην κατανόηση και την παραδοχή της αλήθειας».
Υποθέτω ότι κάτι ανάλογο συμβαίνει και με τους Βρετανούς – γιατί όμως φταίνε οι πολίτες για τις εσωτερικές σε κάθε χώρα, σκοπιμότητες των πολιτικών, δηλαδή για τον ανταγωνισμό τους ποιος θα κατακτήσει την εξουσία; Κατά το «όλοι μαζί τα φάγαμε», όλοι μαζί διαλύσαμε την Ελλάδα επί πέντε χρόνια; Όλοι μαζί οι Βρετανοί οδήγησαν τη Βρετανία εκτός Ένωσης;
Βεβαίως οι λαοί ευθύνονται για αυτούς που επιλέγουν να ασκήσουν την εξουσία – ας διάλεγαν καλύτερους, ας ψήφιζαν «σοβαρά και υπεύθυνα». Αλλά εδώ υπάρχουν δύο προβλήματα: πρώτον, δεν υπάρχει κόμμα ή πολιτικός που να μη δηλώνει σοβαρός και υπεύθυνος – το επιβάλλει η «πολιτική σκοπιμότητα». Άλλωστε όταν κάποιος προτείνεται για βουλευτής ή γίνεται υπουργός, προφανώς για το πολιτικό σύστημα είναι « σοβαρός και υπεύθυνος. Αλλιώς, ή όλο το σύστημα δεν είναι «σοβαρό και υπεύθυνο» ή με άλλα κριτήρια ορίζει τις έννοιες αυτές για τα μέλη του και με άλλα για τους πολίτες. Αλλά έτσι καταργείται η πολιτική ως «λαϊκή δραστηριότητα»: αφορά μόνο τους επαγγελματίες πολιτικούς που έχουν τους δικούς τους κανόνες. Δεύτερον, μάλλον αυτό συμβαίνει: η πολιτική είναι κλειστό επάγγελμα, οι πολιτικοί διαμορφώνονται μέσα στα κόμματα. Και εμφανίζονται προς τα έξω για να διεκδικήσουν δημόσια αξιώματα αφού έχουν επιβιώσει στις εξοντωτικές εσωκομματικές διαμάχες για θέσεις. Πρέπει να έχεις τρομερά αποθέματα ηθικής δύναμης για να σε ενδιαφέρει μετά από αυτή τη δοκιμασία οτιδήποτε άλλο πέρα από την επιβίωση και τη νίκη – νομίζω ότι αυτά τα δύο συνιστούν την πολιτική «σοβαρότητα και υπευθυνότητα». Την άλλη, που έχουμε οι κοινοί θνητοί, την έχουν ελάχιστοι.
Οι πολιτικοί είναι προφανώς αναγκαίοι, όπως είναι αναγκαία και επιθυμητή είναι η δημοκρατία. Αλλά και αυτή έχει άλλο νόημα για τους πολιτικούς, άλλο για μας: για κείνους είναι διαδικαστική, εξασφαλίζει τη χωρίς βία κατάκτηση της εξουσίας, κάνει το επάγγελμά τους λιγότερο επικίνδυνο. Η ουσία της δημοκρατίας για μας τους πολίτες βρίσκεται στην πραγματικότητα σε αυτά που δεν μπορεί να αναιρέσει η δημοκρατική «αρχή της πλειοψηφίας»: στις ελευθερίες και τα δικαιώματα – χωρίς δημοκρατία αυτά δεν θα υπήρχαν: κάθε εξουσία που δεν θα είχε ανάγκη την ψήφο μας, θα τα περιόριζε όσο μπορούσε.
Επειδή τέτοια είναι η πολιτική, σκοπιμότητες – κομματικές ή προσωπικές– υπάρχουν πάντα στη διακυβέρνηση των κρατών. Ακόμη και σε επίπεδο Ένωσης, η Επιτροπή και το Συμβούλιο κάνουν «δωράκια» στους πρωθυπουργούς ή προέδρους που έχουν μπροστά τους εκλογές. Αυτονόητη συναδελφική αλληλεγγύη.
Αλλά υποτίθεται ότι υπάρχει κάποιο όριο που δεν πρέπει με τίποτα να υπερβούν οι εξουσιαστικές σκοπιμότητες των πολιτικών: το όριο που αφορά τη συνοχή και την ασφάλεια της πολιτικής κοινότητας, του κράτους, που διαχειρίζονται.
Νομίζω ότι αυτό είναι το κρίσιμο σημείο: ο πολιτικός ανταγωνισμός για την εξουσία στο Ηνωμένο Βασίλειο θέτει σε κίνδυνο την ενότητά του, όπως γνωρίζουμε από τις δηλώσεις της αποσχιστικής πρωθυπουργού της Σκωτίας, επισημαίνει ο Βαγγέλης Βενιζέλος στο άρθρο του. Η Βρετανία είναι πυρηνική δύναμη, δεν κινδυνεύει από γείτονες αλλά η ισχύς της θα μειωθεί με το Brexit, επισήμαιναν άλλοι πριν το δημοψήφισμα – ακόμα και ο ίδιος ο Κάμερον· αλλά αυτό δεν τον εμπόδισε να το εξαγγείλει και να το πραγματοποιήσει προκειμένου να έχει προσωπικά πολιτικά οφέλη, δηλαδή την πρωθυπουργία.
Τα τελευταία έξι χρόνια, η πολιτική σκοπιμότητα έθεσε σε δοκιμασία τη συνοχή της χώρας μας με τη ρήξη μνημονιακών-αντιμνημονιακών, όπως θυμόμαστε όλοι πολύ καλά. Επιπλέον, οι πολιτικές ελίτ αδιαφόρησαν για την ασφάλειά της – γιατί ο μεγαλύτερος κίνδυνος που διατρέχει κάθε κράτος (δεύτερος μετά την εχθρική εισβολή), είναι η χρεοκοπία. Καταστραφήκαμε, η χώρα είναι σαν να πέρασε πόλεμο – περισώσαμε τα ελάχιστα και είμαστε ζωντανοί όχι επειδή υπήρξε συνετισμός αλλά επειδή οι εκάστοτε κυβερνώντες (Παπανδρέου, Σαμαράς, Τσίπρας) συνειδητοποιούσαν ότι η άτακτη χρεοκοπία θα ήταν και δικός τους πολιτικός θάνατος.
Όμως η διεκδίκηση της εξουσίας (η «πολιτική σκοπιμότητα» όπως προτιμά να την αποκαλεί ο Ευάγγελος Βενιζέλος) μπορεί να πάρει και τη μορφή αποσχιστικών κινήσεων, όπως στη Σκωτία ή στην Καταλωνία, όπου τοπικές εγωιστικές ελίτ, επειδή δεν έχουν ελπίδες κυριαρχίας σε εθνικό επίπεδο, ζητούν την αυτονομία. Υπάρχει κάτι το αντιφατικό ανάμεσα στο να δηλώνεις «υπέρ της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης» και ταυτόχρονα να θέλεις να αποσχιστείς από την Ισπανία ή το Ηνωμένο Βασίλειο. Η αντίφαση αίρεται αν καταλάβουμε ότι κάποιοι στη Βαρκελώνη και Εδιμβούργο θέλουν να κυβερνούν δικά τους κράτη και να συμμετέχουν στις Βρυξέλλες ισότιμα με τη Μαδρίτη και το Λονδίνο.
Και γεννιέται το ανάλογο ερώτημα: τα ζητήματα εθνικής κυριαρχίας τίθενται από τους λαούς επειδή είναι ξενόφοβοι και ρατσιστές ή επειδή αναζητούν τη θαλπωρή του έθνους-κράτους – ή μήπως τίθενται από πολιτικές ελιτ κάποιων χωρών που διαπιστώνουν ότι δεν μπορούν να είναι κυρίαρχες ούτε στον παγκοσμιοποιημένο κόσμο μας ούτε στην Ευρωπαϊκή Ένωση γιατί πρέπει συνεχώς να παίρνουν υπόψη τους και την κυριαρχία άλλων, ενίοτε ισχυρότερων, πολιτικών ελίτ; Ο συνταξιούχος ή ο εργάτης της Ελλάδας ή της Βρετανίας έχει πρόβλημα με τους γραφειοκράτες των Βρυξελλών ή ο υπουργός που δεν τον αφήνουν να διαχειριστεί «το κράτος του» όπως αυτός θέλει;
Αν αυτό συμβαίνει, όπως πιστεύω εγώ (αλλά ευτυχώς, δεν αφορά το σύνολο των υπουργών της ΕΕ), πράγματι οφείλεται σε αυτό που επισημαίνει ο Ευάγγελος Βενιζέλος: στο ότι η ευρωπαϊκή πολιτική ελίτ «αποκόπηκε από τα ιστορικά θεμέλια της Ευρωπαϊκής συνύπαρξης.Έχασε την ιστορική της μνήμη και προοπτική» – που ήταν ο τρομεροί ευρωπαϊκοί πόλεμοι και στη συνέχεια η σοβιετική στρατιωτική απειλή.
Ας επανέλθουμε όμως στα δικά μας. Πιστεύω πως η κρίση που βιώνουμε έξι χρόνια τώρα δεν οφείλεται στο ότι «ο Ελληνικός λαός, δεν έχει διαμορφώσει τις προϋποθέσεις εθνικής σοβαρότητας και υπευθυνότητας» αλλά σε παθογένειες του πολιτικού συστήματος, από τις οποίες θα αναφέρω τρεις, τις σημαντικότερες, νομίζω α) ο πολιτικός ανταγωνισμός δεν έχει όρια – εννοώ θεσμικά όρια β) αντιθέτως, η πολιτική ηγεσία της χώρας αποτελεί ένα πολύ κλειστό σύστημα γ) η κοινωνία των πολιτών είναι παντελώς αδύναμη απέναντι στο πολιτικό σύστημα – που είναι σχεδόν πλήρως αυτονομημένο.
Το β) είναι πασίγνωστο φαινόμενο, είναι γνωστές οι πολιτικές δυναστείες που κυβερνούν τον τόπο (και τα κόμματα, κυβερνητικά, αριστερά και δεξιά) δεκαετίες τώρα. Και είναι φαινόμενο που πάει πίσω ως τις απαρχές του ελληνικού κράτους. Τα κλειστά συστήματα εκφυλίζονται και οι αλλαγές γίνονται μόνο με ρήξεις –αλλάζουν όμως τα πρόσωπα και όχι η κλειστότητα του συστήματος. Όπως συνέβη με το ΠαΣοΚ και τη ΝΔ, όπως συμβαίνει σήμερα με τον ΣΥΡΙΖΑ.
Το α) πάει και αυτό πολύ πίσω. Θεσμικά όρια, εννοώ τη διάκριση των εξουσιών και τον μετριασμό του πολιτικού ανταγωνισμού και της αυθαιρεσίας των νικητών από σώματα όπως η Άνω Βουλή (Γερουσία) και το Συνταγματικό Δικαστήριο. Η Ελλάδα ήταν η μόνη χώρα με κοινοβουλευτικό πολίτευμα (από το 1863 δηλαδή, με ένα μικρό διάλειμμα στον Μεσοπόλεμο) που δεν είχε Γερουσία ή δικαστικό σώμα ελέγχου γιατί η Βουλή (για την ακρίβεια: οι βουλευτές) ήθελε να ασκεί ανεξέλεγκτα την κυριαρχία της και ισχυριζόταν ότι πρόκειται για «αντιδημοκρατικούς θεσμούς» – και ας τους είχαν υιοθετήσει όλες σχεδόν οι μεγάλες και μικρές δημοκρατίες. Το τελικό αποτέλεσμα είναι η παντοδυναμία του πρωθυπουργού, που (λόγω του «δυναστικού φαινομένου») μοιάζει περισσότερο με «ελέω θεού κληρονομικό συνταγματικό βασιλέα».
Το γ) είναι συνέπεια του α): ο χωρίς όρια πολιτικός ανταγωνισμός υποτάσσει στις ανάγκες του τα πάντα. Οι πολιτικοί δεν βλέπουν στην κοινωνία και στην οικονομία παρά εργαλεία (ή και όπλα) για τον αγώνα τους. Είναι οι απόλυτοι κυρίαρχοι μια που θεσμικά αντίβαρα δεν υπάρχουν και στο (σχεδόν ιερό) πρόσωπό τους γίνεται σάρκα ο θεωρητικός λόγος περί «λαϊκής κυριαρχίας». Αρκεί να σκεφθούμε τι καταστροφές προξένησε στη χώρα ο λυσσαλέος πενταετής πόλεμος για την εξουσία για να κατανοήσουμε το μέγεθος της αυτονομίας. Υπάρχει, ευτυχώς, η ψηφοθηρική σχέση που επιβάλει η δημοκρατία – είναι το μόνο εμπόδιο στην πλήρη, την απόλυτη αυτονομία. Αλλά η ψηφοθηρική σχέση δεν είναι σχέση ανταλλαγής, ούτε καν άνισης. Στις ελληνικές συνθήκες κατά κανόνα είναι σχέση εξάρτησης και υποτέλειας.
Βεβαίως, οι δοκιμασμένοι πολιτικοί θεσμοί του Ηνωμένου Βασιλείου δεν εμπόδισαν το Brexit ενώ στη δική μας περίπτωση η ανάγκη της εξουσιαστικής επιβίωσης έκανε τον συνταγματικό βασιλέα να γράψει στα παλιά του παπούτσια και εκλογικά προγράμματα και δημοψηφίσματα – και φαίνεται να γλιτώσαμε. Ως την επόμενη κρίση που θα δημιουργήσουν οι πολιτικές παθογένειες.
Το πρόβλημα είναι πως τις παθογένειες αυτές μόνο το πολιτικό σύστημα μπορεί να θεραπεύσει – αλλά γιατί να το κάνει; Ποιος περιορίζει την εξουσία του αυτοβούλως; Ούτε καν οι ανεξάρτητες αρχές δεν είναι ανεκτές – γνωρίζουμε τις περιπέτειές τους. Όσο για την Άνω Βουλή και το Συνταγματικό Δικαστήριο, δεν άκουσα κανένα κόμμα να τα προτείνει – είναι έξω από την πολιτική μας κουλτούρα. Το μέλλον μας λοιπόν θα συνεχίσουν να το καθορίζουν οι «πολιτικές σκοπιμότητες», ο χωρίς όρια ανταγωνισμός για την εξουσία.